Χθες ήμουν και κάπως ταραγμένη
σχεδόν επιρρεπής σε ιστορίες του συρμού
με ένα τσακ να σηκωθώ να γράψω ιστορία
λόγια μακρόσυρτα μ’ επιφωνήματα και κάτι
σύμφωνα σφιχτά σαν την αγκάλη του την ώρα
του θεριού
λέξεις ασύστολες δίχως μεγαλοπρέπεια
μ’ αληθινές, χωρίς καλογυαλίσματα
λέξεις κοντόχοντρες όπως
«μου είσαι συναφής»
«αγάπα με να σου χωθώ»
«δως μου το χέρι το κουλό να το φιλήσω»
«άφησε το σκέπασμα για μίαν άγνωστη»
τέτοια κι άλλα πολλά της μιας στιγμής
σ’ ένα κομμάτι ουρανού με κάτι κάγκελα
εντός μιας κρύπτης αλκοόλ και μιας σειράς της
τηλεόρασης
γωνία μεταξιού και ζαλισμένης χίμαιρας
ορθής γυμναστικής στο ένα πόδι
κι αδιάφορης ματιάς εκτός.
Θα ήταν άσκημο να γράψω πως υπέπεσα
σε άσκηση αφαίρεσης εντός της τάξης
θα ήταν άκομψο να πω να γίνει
του χεριού μου ένα του περίπτερο
να μου πουλά τον έρωτα και να τον λογαριάζω
να του βουτώ τα παγωτά, τις μπύρες, τα τσιγάρα
θα ήταν εντελώς μη ηθικό να τον περιγελώ
στην δικαιολογία της αδείας
σ’ ενός σπασμού την αναδιάρθρωση
σε μιας γαζίας το αυτάρεσκο φιλί
κι έτσι εσκόπευσα εντός
-όπως με συνηθίζω-
σε μιας βροχής τον ουλαμό
σε μιας μεσίστιας σημαίας το πετάρισμα
σ’ ενός ανθού αποκοτιά
εσκόπευσα στον μυ που πάλλεται συχνά
φωνάζοντας πως είμαι μια σχισμή
χιλιοπερισπωμένη από αντρών τα μόρια και
γυναικών τα στήθη
μονάντερη κι αγαλματίς σ’ ενός μουσείου τα
εκθέματα
ανίσχυρη και λαδερή
ενός φαγιού τ’ ανάλατον
εσκόπευσα καλά και αποστάτησα
σ’ ένα προαύλιο την ώρα του διαλλείματος
εκείνη τη στιγμή που φέρναν τα κουλούρια
της μιας δραχμής τα γιασεμιά
του ενός ιερουργού το ρίγος
κι έγινα άλαλη κι ακάθαρτη
Σαλώμη κι Ιωάννης μου μαζί
ενός χορού το κάψιμο που έλαχε να
γίνει «το τραγούδι μας»
κι εκείνος νόμισε πως – όλη αυτή
την ώρα –
σκεφτόμουν και σχεδίαζα τι έχω στον
φούρνο για το ζέσταμα
στο μάτι επάνω για βρασμό μες το
ντουλάπι το γλυκό να κεραστεί
πανέμορφα για να μ’ αποτελειώσει.
*
.
Αγγελίνα Ρωμανού
Το καθόλου δεν είναι ποτέ λίγο….