Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

ΑΛΕΚΟΣ Δ. ΖΟΥΚΑΣ ΣΤΗΝ ΧΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ANATOL DE MEIBOHM: Ένα διαμάντι της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας!

 

ΑΛΕΚΟΣ Δ. ΖΟΥΚΑΣ, ΣΤΗΝ ΧΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ANATOL DE MEIBOHM:

Ένα διαμάντι της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας!

                                                                                   γράφει ο Θ.Δ.Τυπάλδος

  Υπάρχει πάντα ο χρόνος υπάρχει πάντα ο χώρος τα δύο σιαμαία, που είναι τα πιο βασικά γνωρίσματα στο παιχνίδι της Περιπλάνησης, όπου κάθε ζωντανός οργανισμός εμπλέκεται εντός του   – η διαφορά μεταξύ των νοημόνων έμβιων όντων με τους υπόλοιπους οργανισμούς, έγκειται μόνο στο γεγονός της αναζήτησης των κανόνων αυτού του παιχνιδιού. Πάντοτε μοιάζουν να είναι αδιατάρακτοι κι απρόσβλητοι (ο χρόνος κι ο χώρος) στον όποιο εξωτερικό παράγοντα αποσταθεροποίησης τους.

   Ολόκληρη η φιλοσοφία του ανθρώπου στηρίζεται πάνω στον χρόνο και την απώλεια αυτού, αλλά και στον χώρο, και τα δύο ανεξάρτητα από τη διάσταση, ανεξάρτητα από τον φυσικό ή τον μεταφυσικό προσδιορισμό τους, ανεξάρτητα από το πώς εκλαμβάνει τις ιδιαιτερότητές τους ο κάθε  άνθρωπος με τη δική του προσέγγιση. Καταλαμβάνουν και τα δύο μαζί μία μεγάλη έκταση στο συλλογισμό και τον στοχασμό ολόκληρης της ιστορίας του ανθρώπου. Ενώ και η τέχνη είναι από την πρώτη στιγμή που οριοθετήθηκε η δυναμική της δεν είναι τίποτα άλλο από μία προσπάθεια υπέρβασης και τους. “Είμαι εδώ”, πολλές φορές σημαίνει “δεν είμαι εδώ!”

   Υπάρχουμε στον χώρο και τον χρόνο που μας δόθηκε – ο χώρος κι ο χρόνος υπάρχουν και χωρίς τις δικές μας οντότητες παρούσες, δίχως να σημαίνει αυτό πως θα πρέπει μόνο αυτά να μας καθορίζουν, ενώ απ’ την άλλη, είναι τόσο μεγαλειώδη πράξη η ιδέα και μόνο αυτή του πώς θα καταφέρουμε εμείς να τα ξεπεράσουμε, έστω κι αν σε πρώτο επίπεδο αυτό δεν είναι εφικτό, τουλάχιστον για τον χρόνο μια κι ο χώρος μπορεί να κατακτηθεί – να κατακτηθεί κατά μία έννοια γιατί κατά βάση, ο χώρος είναι που κατακτά τον άνθρωπο κι όχι ο άνθρωπος τον χώρο. Αυτά είναι πάντα εδώ για να μας υπενθυμίζουν τη φθορά και το ατελέσφορο μέσα στα οποία κινούμαστε για όσο μας επιτρέπεται, σε αντίθεση με εκείνα που παραμένουν ακόμη κι όταν εμείς περνάμε στην αιώνια ακινησία.

 

       Ανακαλύπτω τον χρόνο και τον χώρο σημαίνει “δημιουργώ!”

 

   Αναφορικά για την προσέγγιση του χωροχρόνου, (καλύτερα είναι από εδώ και πέρα για οικονομία λέξεων να αναφέρομαι  στα σιαμαία αυτά αδέρφια ως  το ένα και το αυτό, άρα ως χωροχρόνο) θα πρέπει να σταθούμε σ’ ένα ευδιάκριτο χαρακτηριστικό του, ότι δηλαδή, ο χωροχρόνος δεν είναι ντετερμινιστής: Τίποτα δεν υπάρχει ως δεδομένο εντός του, τίποτα δεν μπορεί να προκαθοριστεί. (Πάνω σε αυτό βέβαια το σημείο εννοείται πως υπάρχει ένας αντίλογος που αφορά το μεταφυσικό στοχασμό που υπάρχει από την αρχαιότητα ακόμη: το πεπρωμένο, οι μοίρες που έρχονται πάνω από την κούνια του νεογέννητου βρέφους για να του δώσουν τις ανάσες τους, τον “κατά τον δαίμονα εαυτού” κ.ο.κ. Το ότι εγώ αναφέρω πως δεν είναι ντετερμινιστής, είναι καθαρά η προσωπική οπτική  που παρότι την αποδίδω με τρόπο καταφατικά αδιαπραγμάτευτο, ομολογώ πως δεν είναι και πως πάνω σε αυτό το ζήτημα, υπήρχαν και θα υπάρχουν εσαεί διαφωνίες κι αντιρρήσεις και καλώς θα υπάρχουν). Τα πάντα εντός του διαγράφουν πορείες πάνω στα θραύσματα του τυχαίου.   

 

   Πάνω στην εξερεύνηση του χωροχρονικού συνεχές, ήρθε το 2011 στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ένα αληθινό ατόφιο διαμάντι του σύγχρονου λόγου, το βιβλίο του Αλέκου Δ. Ζούκα Στην Χίο με τον Anatol de Meibohm, (εκδόσεις Φαρφουλάς). Πρώτα απ’ όλα οφείλω να ομολογήσω πως δεν είχα ιδέα ότι είχε υπάρξει αυτό το βιβλίο μέχρι πριν λίγους μήνες και η αιτία για να το ανακαλύψω ανήκει εξ’ ολοκλήρου στο αντικειμενικό τυχαίο. Μία ανάρτησή μου στο Facebook που έκανα για τον εκδοτικό οίκο Φαρφουλάς και τη σχέση του με το ελληνικό σύγχρονο υπερρεαλισμό ήταν η αφορμή για ένα σχόλιο κάποιου φίλου του εκδότη που είχε σταθεί στη συγκεκριμένη έκδοση. Στη συνέχεια, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο. Μέσα του βρήκα μία αληθινά στεντόρεια φωνή, μία φωνή γεμάτη γνώσεις και ανθρωπιά. Χωρίς να έχω τη τιμή να γνωρίζω τον γράφοντα, έψαξα για τα όποια στοιχεία θα ήταν δυνατό να βρω και (δυστυχώς)  το πρώτο που έμαθα είναι πως ο Αλέκος Δ. Ζούκας, είχε αποβιώσει λίγο καιρό μετά την έκδοση του πρώτου και μοναδικού αυτού βιβλίου του. Παρότι υπήρξε ο ίδιος εκδότης στην πόλη του, (εκδόσεις Έλλα), αυτή της Λάρισας, δεν είχε εκδώσει κανένα προσωπικό βιβλίο, μονάχα είχε συμμετάσχει σε συλλογικά έργα καθώς είχε κάνει και επιμέλεια σε βιβλία που εξέδωσε ο ίδιος. Έμελλε λοιπόν το εξ’ ολοκλήρου προσωπικό του έργο να είναι και το κύκνειο άσμα του. Μεγάλη έκπληξη ήταν αυτή για μένα μια και το ύφος, η δύναμη του λόγου που ανακάλυψα σε αυτό το βιβλίο, έβγαζε στην επιφάνεια την ιδιοτελή μου ανάγκη τού να είχαν υπάρξει κι άλλα βιβλία αυτού του εξαίρετου συγγραφέα. Το Στην Χίο με τον Anatol de Meibohm θα μπορούσε εύκολα να έχει μαζί του κι άλλα δείγματα της εξαίσιας αυτής γραφής για να καταδεικνύουν ένα άστρο λαμπρό μες τη “βαθιά νύχτα”, έτσι που ο ουρανός να ξεχείλιζε από την αστροφεγγιά ενός και μόνου λόγιου. Εφόσον όμως αυτό δεν έγινε και δεν μπορεί πλέον να γίνει, καλό είναι να μην μοιρολογώ για ό,τι δεν υπήρξε αλλά να σταθώ σ’ αυτό που υπήρξε.

   Το βιβλίο αυτό είναι ένα μεγάλο ταξίδι. Αν το φέρουμε σε αντιπαράθεση με το πιο γνωστό ποίημα-ταξίδι του Κ.Π.Καβάφη, την Ιθακή, εν συνεχεία, με το ακόμη πιο γνωστό έπος-ταξίδι της Οδύσσειας του Ομήρου, θα δούμε πως ενώ στα δύο αυτά αριστουργήματα αυτό που μετρά είναι η διαδρομή προς τον προορισμό, στον Ζούκα ο προορισμός είναι το ταξίδι. Στην Χίο είναι που φτάνει ο ταξιδευτής κάνοντας την αεροπορική διαδρομή Αθήνα-Χίος. Όμως, στην πραγματικότητα εκεί είναι που ξεκινά και τελειώνει η διαδρομή, εκεί διαμορφώνεται ο κύκλος του. Στην Χίο ανακαλύπτει ο συγγραφέας τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες του που όμως έχουν τη μορφή των απλών κατοίκων, άρα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από άνθρωποι με τα ιδιαίτερα και διαφορετικά χαρακτηριστικά που κάθε άνθρωπος φέρει κι όχι με κάποιες τερατώδεις μορφές ή δυνάμεις εξωπραγματικές – η σοφία εδώ αντλείται από την καθημερινότητα ενώ η φαντασία όταν επιστρατεύεται, γεννιέται με τη σύμπραξη του παρόντος και του ιστορικού στοιχείου. Η Χίος αποκαλύπτεται, ξεγυμνώνεται δια μέσου των καντουνιών, των δρόμων, των κατοίκων της, έτσι το ταξίδι-γραφή ανακατεύει με περίτεχνο τρόπο το νοητό με το ορατό. 

   Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή πρέπει να εξετάσουμε λίγο και τα στοιχεία που συνδιαμόρφωσαν την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα σαν άτομο και σαν δημιουργικό υποκείμενο.  Ξεκινάμε με το γεγονός πως (όπως γράφει το βιογραφικό που παρατίθεται στ’ αφτιά του βιβλίου) υπήρξε φοιτητής της φυσικής την οποία και εγκατέλειψε εφόσον: “… από πολύ νωρίς αντιλήφθηκε πως τα μείζονα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν αισθητικά, όπως εξάλλου επιβεβαιώνει και ο Thomas de Quincey στο βιβλίο του Η δολοφονία ως μία εκ των καλών τεχνών  και στράφηκε σε δρόμους ασύμβατους με τα λαμπρά επιτεύγματα της κβαντομηχανικής1”. Από μόνη της αυτή η επισήμανση μάς δείχνει πως δεν θα μπορούσαμε επ’ ουδενί να κατατάξουμε τον συγγραφέα στην κατηγορία των ρασιοναλιστών, αν προσθέσουμε επιπλέον και τις πολλές αναφορές του στον Γάλλο φιλόσοφο κι επιστήμονα Gaston Bachelard (τον οποίο θα αναφέρω αρκετές φορές σε αυτό το κείμενο), τότε σίγουρα μπορούμε να τον κατατάξουμε πιο εύκολα στη τάξη των φαινομενολόγων.

   Στο σημείο όμως αυτό υπάρχει μία παγίδα που γεννάει η ίδια μου η σκέψη, ένα λάθος που έγκειται στη χρήση του ρήματος “κατατάσσω”. Πολλές φορές, (τις περισσότερες ίσως), εκ των πραγμάτων είναι αναγκαία η κατάταξη στο χώρο του αισθητού και του αισθητικού. Αυτό το λέω για τι προσωπικά θεωρώ πως κάποιος που ασχολείται και ίσως διαπρέπει σε μία μορφή έκφρασης λόγου ή εικαστικών παρεμβάσεων, οφείλει να αυτο-καθορίζεται μόνο και μόνο για να γνωρίζουν οι άλλοι τι δεν πρέπει να περιμένουν από τα έργα του. Αυτό όμως το γεγονός, δεν σημαίνει πως θα πρέπει ο αυτο-καθορισμός να μεταβάλλεται σε δογματισμό ή σε θρησκευτικό προσηλυτισμό. Το να γνωρίζεις – όσο είναι αυτό δυνατό – το ποιος είσαι, ποιες ιδέες σε διαμορφώνουν, δεν θα πρέπει να  δημιουργεί κανενός είδους εγκλωβισμό στους ορίζοντές σου. Ο Ζούκας (για να επιστρέψω στο βασικό θέμα του κειμένου) όμως δεν είναι ένας μονοδιάστατος δημιουργός και έχει τους ορίζοντες του ανοιχτούς.. Ο ρασιοναλισμός και η φαινομενολογία σε αυτόν συμπράττουν, συνδημιουργούν με αρμονία. Η φράση του Bachelard από την Ποιητική του Χώρου (έργο το οποίο δεν αναφέρει στο βιβλίο του ο Ζούκας, αναφέρει μόνο Το Νερό και τα Όνειρα, εκδ. Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1985, αλλά εγώ θα σταθώ σε αυτό γιατί υπάρχουν αρκετά στοιχεία που παραπέμπουν εκεί, έστω κι αν ο χώρος που περιφέρεται ο συγγραφέας, είναι περισσότερο εξωτερικός, άρα, εξωγενής, παρά ένα οικείο πατρικό σπίτι λχ.)  “δεν μπορούμε να μεταδώσουμε στους άλλους άλλο από έναν προσανατολισμό  προς το μυστικό χωρίς να μπορούμε ποτέ αντικειμενικά να πούμε ποιο είναι το μυστικό. Το μυστικό δεν έχει ποτέ μια απόλυτη αντικειμενικότητα. Προσανατολίζομε τον ονειρισμό δεν τον ολοκληρώνουμε2” βρίσκει εδώ μία περίτεχνη πρακτική εφαρμογή. Η φράση αυτή είναι χαρακτηριστικότατη για το συγκεκριμένο πόνημα και σίγουρα, είναι μία φράση που ο συγγραφέας τη διάβασε, την ανάλυσε, την ξεγύμνωσε από τον φλοιό της έτσι που μπόρεσε να δει μέσα και πίσω απ’ αυτή. Ο Ζούκας μάς προσανατόλισε προς το μυστικό του, το μυστικό που σαν αφετηρία του είχε τον Anatol de Meibohm3 (συνεχώς στην περιγραφή των δεδομένων που βίωσε μας επισημαίνει πως τον αισθανόταν δίπλα του σε αυτή την εξαιρετική περιδιάβαση στη χώρα του νησιού) και τη ζωή του στην Χίο, αλλά ταυτόχρονα, είχε σαν αφετηρία διαδρομή και προορισμό το ίδιο το νησί και όλα όσα μπορούν να σηματοδοτούν έναν τόπο. Το μυστικό όμως δεν αποκαλύπτεται απόλυτα και δεν είναι αυτό κακό, το αντίθετο μάλιστα. Η φράση που παρέθεσα από την Ποιητική του Χώρου απαντάει ξεκάθαρα για ποιον λόγο δεν είναι κακό.

   Για να προχωρήσω στη τεκμηρίωση μου για τη σχέση του Ζούκα με τον ρασιοναλισμό από τη μία και την φαινομενολογία από την άλλη, θα παραθέσω εδώ αυτούσια μία παράγραφο από το βιβλίο, γραμμένη πάνω στον Bachelard και πώς ο δεύτερος βοήθησε τη σκέψη του πρώτου: “Ο Gaston Bachelard και το έργο του με βοήθησαν να αντιληφθώ το πώς μπορεί να παρουσιάζονται οι ‘ορθολογιστικές αξίες και οι ξεκάθαρες εικόνες σαν επανορθώσεις λανθασμένων δεδομένων!’ Αυτά τα δεδομένα που συνήθως αναδύονται πίσω από τις λέξεις των ποιητών και των φιλοσόφων συνθέτουν ένα έργο τέχνης ή κάποια βαθυστόχαστη θεώρηση της ζωής, με τον ίδιο επιπλέον τρόπο που οι αντινομίες της ύλης, συνήθως, συνθέτουν την αρμονία των νόμων της φύσης. Με το έργο του Το Νερό και τα Όνειρα αυτός ο μεγάλος στοχαστής απόδειξε πως η ορθολογιστική σκέψη δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο σ’ αυτές τις πνευματικές ακροβασίες, μελετώντας δηλαδή ‘αυταπάτες και παραδρομές’, επειδή σ’ έναν φυσικό, άμεσο, στοιχειώδη ορθολογισμό δεν διακρίνεται καμία στερεότητα. Ορθολογιστές, προσπαθούμε να γίνουμε, όχι μόνο στο σύνολο της αγωγής μας αλλά και στις λεπτομέρειες των σκέψεών μας, στη διεξοδική κατάταξη των οικείων παραστάσεών μας4”. Τη λέξη “οικείων”, θα την κρατήσω για λίγο μετά μια κι είναι η λέξη που εν πολλοίς χαρακτηρίζει και τον Bachelard μα εν πολλοίς, και το βιβλίο του Ζούκα. 

   Στο συγκεκριμένο οδοιπορικό, ο συγγραφέας δεν είναι μόνος του όπως έχω ήδη αναφέρει. Εδώ υπάρχει το παράδοξο μιας ανάμνησης μη βιωμένης στο πρώτο πρόσωπο το οποίο, την βιώνει μόνο σαν εξερευνητής της ιστορίας. Ο αφηγητής, είναι πλαισιωμένος από τη ζωή του δεύτερου προσώπου (καθώς επίσης και πολλών άλλων) και την ονειροπόληση που εκείνη του δώρισε. Ο Anatol de Meibhom βρισκόταν στο πλάι του από την αρχή ως το τέλος, ήταν εκεί, παρόντας και απόντας την ίδια στιγμή. Τι κι αν εκείνος είχε κοντά μισό αιώνα που είχε ¨φύγει”, ήταν συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος του. Αυτό είναι ένα στοιχείο που καταδεικνύει πως το βιβλίο αυτό δεν μπορεί να καταταχθεί στην όποια κατηγορία εκφραστικών μέσων. Το φαντασιακό και το πραγματικό (όπου πραγματικό εννοώ ταυτόχρονα και αυτό που έφυγε στο παρελθόν, άρα το ιστορικό, αλλά και αυτό που έπεται, το παρόν που σήμερα, δέκα χρόνια μετά, ανήκει κι αυτό στο παρελθόν) συγχέονται περίτεχνα, αναδιπλώνονται, αναλύονται στον μέγιστο βαθμό. Ο λόγος βρίσκει εδώ μία φωτεινότητα, μία λάμψη τόσο σπάνια, τόσο μνημειώδη που αγγίζει σχεδόν το κλασικό (αυτός ίσως να ήταν και ο λόγος που παρότρυνε τον συγγραφέα να γράψει σε πολυτονικό σύστημα, αλλά γι’ αυτό, δεν μπορώ να είμαι τόσο σίγουρος, παραμένω στην εικασία και μόνο).

   Μέσα στα γραφόμενα του, μπορούμε να βρούμε πολλά σημεία όπου η παραπάνω παράγραφος τίθεται σε ισχύ, εγώ όμως θα σταθώ σε ’κείνη που βρήκα περισσότερο χαρακτηριστική. Είναι η περιγραφή που γίνεται για το πρόσωπο μιας υπαλλήλου του ζαχαροπλαστείου όπου έκατσε να πιει ένα δεύτερο καφέ. Δε θυμόταν καλά αν το όνομά της ήταν Μαρία – για να πούμε την αλήθεια, εν μέρει μικρή σημασία θα είχε το όνομα όσο έχει το ίδιον της γυναίκας αυτής αν δεν ακολουθούσε ένα περιστατικό που θα αναφέρω παρακάτω και που με κάνει να αισθάνομαι πως επιβεβαιώνομαι για το μυστικό που δεν αποκαλύπτεται. Η συζήτηση μαζί της του εμφανίζει την εικόνα της Χίου που ένας απλός περαστικός, δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει. Υπάρχει όμως κι αυτό που διακρίνεται και  που τρομάζει κάπως τον αφηγητή μας: “Αντίκρουσε τη δυσφορία μου για τον θόρυβο και τις ιλλιγγιώδεις ταχύτητες της παραλιακής, θεωρώντας τα όλα αυτά  ως ένα σημείο αναγνώρισης της νεολαίας, ως ένα κομμάτι του ρόλου της5”. Στη φράση αυτή είναι που ξεδιπλώνεται με μιας η σαφήνεια μιας γυναίκας με σκέψη ρασιοναλιστή που έρχεται σε αντιπαράθεση με τη σκέψη ενός ονειροπόλου Όπως είναι εύκολα κατανοητό, ο ονειροπόλος βιώνει πολύ πιο έντονα τη σιωπή παρά την αφηρημένη οχλαγωγία. Τη σιωπή είναι που ακούει δυνατότερα από τον ήχο ένας ονειροπόλος, αλλά ένας ήχος οξύς, βίαιος, δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από να τον αποθαρρύνει, να του ρουφήξει όλο του το είναι σαν να πρόκειται για δέκα διαφορετικές ηλεκτρικές σκούπες που πέρα του θορύβου που εκρέουν από τον οργανισμό τους, καταβροχθίζουν ακόμη και το είναι του. Την ώρα όμως που και η ίδια δείχνει να ενοχλείται από την οχλαγωγία, του θορύβους, από τις μηχανές, παραμένει αποδέχτης όλων αυτών μέσω της κατανόησής της στις ιδιοσυγκρασίες του ψυχισμού που η κάθε νέα γενιά διαθέτει, αυτή που την κάνει να ξεχωρίζει από την προηγούμενη γενιά, αυτό που τη μετατρέπει σε μη αποδεχτή, έτσι που να μεγαλώνει συνέχεια το γνωστό “χάσμα γενεών”. Αυτή η κατανόηση της γυναίκας είναι μία στάση κάπως διχασμένη. Είναι η φύση του ρασιοναλιστή που την κάνει να αποδεχτεί τον θόρυβο που η ίδια δεν έχει την ικανότητα να δημιουργήσει, είναι όμως ταυτόχρονα και η φιλοσοφία των αντιθέτων (δηλαδή, ο διαλεκτικός υλισμός, που παρότι κι αυτός από μια σκοπιά εμπεριέχει το ρασιοναλισμό, συγχρόνως, εμπεριέχει και τη φαινομενολογία)  που κυριαρχούν στη φύση μέσα από τον πόλεμο και τη ταυτόχρονη μεταξύ τους αρμονία που συνυπάρχουν μέσα της. Έννοιες και στοιχεία τα οποία είναι απίθανο να τα γνωρίζει μέσω της γνώσης της, τα έχει όμως ανακαλύψει χάρη στο εμπειρικό στοιχείο και είναι το εμπειρικό στοιχείο που διαμορφώνει εδώ αυτό που αποκαλούμε λαϊκή σοφία.

   Από την άλλη, ο συγγραφέας, νιώθει σίγουρα ενοχλημένος από τη σύγχρονη αντίληψη κάποιων κατοίκων του νησιού, είναι όμως κι αυτός άνθρωπος με ανοιχτούς ορίζοντες, δεχτικός εκεί που άλλοι είναι αρνητές. Συνειδητοποιεί μέσα από τη λαϊκή σοφία την οπτική που δεν μπορούν τα βιβλία να του προσφέρουν στον ίδιο βαθμό. Στα απλά λόγια ανακαλύπτει τα πιο βαθιά νοήματα. Είναι κι αυτή μια χρήσιμη λειτουργία για τον οποιοδήποτε, αρκεί να έχει μάθει κάτι πολύ βασικό, να ακούει τον άλλο. Αυτό είναι που κάνει τη σκέψη και τη στάση του απέναντι στη γυναίκα αυτή να λειτουργήσει μ’ ένα τρόπο που στη συνέχεια θα τον κάνει να συνδυάσει στον υπέρτατο βαθμό τα στοιχεία ρασιοναλισμού και φαινομενολογίας και θα καταφέρει να τα κάνει να πλημμυρίσουν τις σελίδες του. Με εφαλτήριο τη λαϊκή σοφία και τη στάση της γυναίκας στο απλό, εκείνος θα επιστρέψει εκεί απ’ όπου εκπορεύεται το ποιητικό του πνεύμα, στην ιδιοσυγκρασία δηλαδή του ψυχισμού του, στο είναι του και θα είναι αυτό που θα τον κάνει αν όχι να ασπαστεί τον θόρυβο, σίγουρα να μπορέσει να τον προσεγγίσει με εντελώς άλλη διάθεση. Έτσι, συνδυάζοντας τρία φαινομενικά ανόμοια στοιχεία, καταφέρνει στο τέλος του συγκεκριμένου κεφαλαίου να μας χαρίσει το παρόν απόφθεγμα:“… ούτε λίγο ούτε πολύ, όλοι κρύβουμε έναν Ποιητή κι αν το περιβάλλον κι οι καιροί το επιτρέψουν μπορεί και να φανερωθεί απροσδόκητα, προς όνειδος κάθε σχολαστικής αντίληψης για την ποίηση6”.  Εδώ βέβαια ανακαλύπτουμε σπέρματα της ποιητικής οντότητας κι έκφρασης του Lautréamont και – φυσικά – του Baudelaire ο οποίος καλούσε τους πάντες να μεθύσουν από κρασί, από ποίηση, από ζωή – και τα τρία κάτω από το πρίσμα της ποιητικής διαλεκτικής εφόσον το να ξέρεις να μεθύσεις ή να ζήσεις είναι από μόνα τους μία πράξη ποιητική. Η ποιητική διαλεχτική του συνόλου, η μοναδική αυτή στιγμή (μοναδική μεν, επαναλαμβανόμενη ουκ ολίγες φορές δε) όπου ανάβει κι αστράφτει η ποιητική διαύγεια εκείνων των ποιητών που δεν γνωρίζουν πως διαθέτουν το χάρισμα του ποιητικού λόγου. Των ποιητών που προσωπικά τους αποκαλώ “ποιητές που δεν γνωρίζουν να διαβάζουν ούτε καν την αλφαβήτα7”.  

Αρχή, μέση και τέλος.

 Η γραμμική παράσταση αυτού του βιβλίου όσο αφορά την αφήγηση, έχει μια αυξανόμενη τάση προς τα πάνω, ενώ όσο αφορά το συναισθάνεσαι, η τάση γίνεται εναλλασσόμενη ανάλογα με την επιδίωξη του αφηγητή, αυτό που οφείλει δηλαδή να κάνει ο κάθε συγγραφέας στο κάθε του πόνημα. Αν και ήδη έχω προχωρήσει αρκετά μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου, θα πρέπει εδώ να κάνω μία δρασκελιά προς τα πίσω, προς την αρχή8 και να παραθέσω την πρώτη παράγραφό του για να μπορέσω να αποδώσω όσο καλύτερα μπορώ αυτή τη γραμμική παράσταση: “Κάθε εξιστόρηση έχει μιαν αρχή που προσδιορίζει τα πρόσωπα, τον χώρο και τον χρόνο των όσων προτίθεται στη συνέχεια ν’ αφηγηθεί, κι όπως είναι φυσικό, ένα τέλος όπου ο αναγνώστης θα βρει όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που θα του έχουν δημιουργηθεί ‘καθ’ οδόν’, ερωτήματα που όση σχέση μπορεί να έχουν με την αφήγηση άλλη τόση μπορεί να έχουν και με τις εντελώς ιδιαίτερες απόψεις του, για την περιβάλλουσα ατμόσφαιρα ή και πέρα, πολύ μακρύτερα, απ’ αυτήν, για την ίδια τη ζωή9”. 

   Περί του χρόνου και του χώρου, μίλησα στην αρχή του κειμένου, οπότε, θα ήταν περιττή αλλά και εντελώς ανούσια μια επανάληψη, γι’ αυτό τώρα, θα σταθώ περισσότερο στα πρόσωπα τα οποία πέρα από την ήδη αναφερθείσα “Μαρία¨, περιδιαβαίνουν τις σελίδες του βιβλίου και σαν οντότητες απτές, αλλά και σαν έννοιες. Αντιλαμβανόμενος πως την ιστορία του κάθε τόπου τη γράφει ο ίδιος ο τόπος, οι ταγμένοι κάτοικοι από την ίδια την ιστορία για να παίξουν κάποιον σημαντικό ρόλο σε αυτή, καθώς και οι αφανείς, ο Ζούκας προσπαθεί να δώσει χώρο όσο είναι αυτό δυνατό στους τελευταίους. Οι αφανείς είναι που στην πραγματικότητα γράφουν την ιστορία κι είναι αυτοί ακριβώς που εκείνη λησμονεί. Με τη μπρεχτική απορία ως γνώμονα, (ποιος δημιούργησε στα αλήθεια τις Θήβες), ο συγγραφέας ενώ θέτει ως κεντρικό πρόσωπο της αναζήτησης του τον αλλοδαπό κάτοικο του παρελθόντος της Χίου Anatol de Meibohm, αναπτύσσει την αφήγησή του  με τους σύγχρονους κατοίκους της. Γνωρίζει πως ο καθένας από αυτούς έχει πίσω του την προσωπική του ιστοριογραφία η οποία όμως στην πραγματικότητα, δεν καταγράφεται, έτσι ο όρος ιστοριογραφία ακυρώνεται χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υφίσταται. Κανένας ιστοριογράφος, κανένας ερευνητής της ιστορίας δεν πρόκειται να ασχοληθεί με το ποιόν του κάθε αφανούς κατοίκου του όποιου τόπου, εξαιρουμένων, εκείνων που η τύχη (ή η ατυχία πολλές φορές) τους έδωσε την ευκαιρία να βρεθούν δίπλα στο ταγμένο πρόσωπο. Αλήθεια, πόσοι από εμάς θα γνωρίζαμε την κυρά Φροσύνη αν δεν είχε την ατυχία (ή την τύχη) να βρεθεί στο διάβα τού Αλί Πασά κι αν δεν είχε ριχτεί στη λίμνη; Όσο πλούσια κι επιφανής κι αν ήταν στον καιρό της, δεν είχε την οντότητα και τη διάσταση που είχε ο Αλί Πασάς, ήταν όμως ταγμένη για να καταγραφεί στην ιστορία δίχως ποτέ η ίδια να μπορούσε να το αντιληφθεί (αυτό είναι όμως ένα παράδοξο παιχνίδι αιτιοτήτων στο βάθος και η ιστορία, βρίθει από τέτοιου είδους παιχνίδια).

   Οι αφανείς λοιπόν κάτοικοι της Χίου και της κάθε Χίου, καταδικασμένοι να καταγράφονται όταν είναι ζωντανοί μόνο σαν αριθμοί στα κιτάπια της εφορίας λχ., μα ποτέ ως προσωπικότητες, ως ιστορικά υποκείμενα – κι όμως, είναι ιστορικά υποκείμενα, είναι αυτοί που κινούν τα γρανάζια της ιστορίας, είναι αυτοί που δίνουν τη λάμψη στους επιφανείς, στα ιστορικά πρόσωπα κι ας μην το ξέρουν, κι ας μην τους αναγνωριστεί ποτέ αυτή τους η συνδρομή στο ιστορικό επέκεινα. Ο Ζούκας τα γνωρίζει όλα αυτά, εξ ου κι όσο δύναται, παραχωρεί στις σελίδες του μια θέση στους αφανείς ήρωες, στους απλούς, καθημερινούς κι ίσως πολλές φορές, τους βαρετούς (αν μου επιτρέπεται αυτός ο βαρύς χαρακτηρισμός) ανθρώπους. Βέβαια, προς αποφυγή πιθανών παρεξηγήσεων, ο Ζούκας δεν είναι ιστορικός με την επιστημονική σημασία του όρου, δεν καταγράφει την ιστορία, ενστερνίζεται όμως τα χνάρια και τα παραλειπόμενα της. Αυτό που μετράει περισσότερο όμως γι’ αυτόν, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος είτε εντός είτε εκτός της ιστορίας του συνόλου. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνθέτουν τον άνθρωπο στις σχέσεις του με τα κοινά, στις σχέσεις του με τα εφήμερα και φθαρτά. Περπατώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, αυξάνει ολοένα και περισσότερο την ένταση της αφήγησης και αυξομειώνει τα συναισθηματικά στοιχεία. Παρασέρνει τον αναγνώστη μέσα στη λεχτική του δίνη χωρίς να αναγκάζεται να γράψει κάποιο μυθιστόρημα με φανταστικούς χαρακτήρες και υπερβολικές αντιδράσεις, πράγμα πολύ σπάνιο, δυνατό όμως να συμβεί. 

   Πέρα όμως των ανθρώπων, οι τόποι χαρακτηρίζονται όπως είπαμε κι από τα ανθρώπινα επιτεύγματα, τα κτήρια, τους δρόμους, τις πλατείες. Κι εδώ ο συγγραφέας κάνει μια υπέροχη καταγραφή των χτισμάτων που δεσπόζουν στη χώρα της Χίου. Χαρακτηριστικότατη είναι η περιγραφή του για το φρούριο και την κεντρική πύλη του, την Porta Maggiore. Ξέχασα να επισημάνω όμως πως η εν λόγω έκδοση εμπεριέχει και αρκετές φωτογραφίες καθώς και γκραβούρες από άλλες εποχές της Χίου βοηθώντας με τον τρόπο αυτό τον αναγνώστη να νιώσει την όξυνση στο ορατό πεδίο ταυτόχρονα με την όξυνση του φαντασιακού που προσφέρεται μέσω της λεκτικής αφήγησης.

   Ίσως η καλύτερη στιγμή του βιβλίου να είναι αυτή που αφορά ένα κτήριο. Πρόκειται για την περιγραφή του σπιτιού όπου έζησε η οικογένεια de Meibohm. (Εδώ είναι που και πάλι θα επιστρέψω στον Bachelard και την Ποιητική του Χώρου και μια αντίθεση με τα λεγόμενά του, αντίθεση που όμως στην πραγματικότητα, δεν είναι αντίθεση αλλά ένα επίτευγμα που καταφέρνει ο Ζούκας, να φέρει δηλαδή στα δικά του μέτρα τα λόγια αυτού που στάθηκε βασική επιρροή του). Ο συγγραφέας, στέκει έξω από το σπίτι αυτό το οποίο δεν του ανήκει, δεν πρόκειται για το πατρικό του όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Είναι ένα εντελώς ξένο προς αυτόν κτήριο μέχρι τη στιγμή που το ανακαλύπτει. Ο Bachelard μάς ανέλυσε τη σχέση ενός ποιητή με το σπίτι που πέρασε την ηλικία της αθωότητας του. Κατέγραψε το σπίτι ως το αντίστοιχο του ψυχισμού του ποιητή. Επισήμανε την οικειότητα την οποία αυτός αισθάνεται κάθε φορά που προσφεύγει στους χώρους που έζησε, που έπαιξε. Εδώ, τώρα, με μια πρώτη ματιά, αυτή η σχέση οικειότητας μοιάζει να μην υπάρχει. Αν όμως δεν υπάρχει αυτή, υπάρχει κάποιος άλλος ορισμός που ο Bachelard σημείωσε έντονα στο δικό του βιβλίο, αυτό της φαινομενολογίας της ονειροπόλησης. Η ονειροπόληση, είναι καθαρά ένα στοιχείο της εγρήγορσης κι όχι του ύπνου, εξ ου κι ο Bachelard τονίζει πως οι ψυχολόγοι μπορούν και αναλύουν τα όνειρα, για τις ονειροπολήσεις, υπάρχουν οι φαινομενολόγοι, μόνο που μέσω αυτής ο αφηγητής καταφέρνει και οικειοποιείται αυτό που δεν είναι δικό, δεν του είναι οικείο.

   Ο Ζούκας θα φτάσει στον κάμπο όπου βρίσκεται το αρχοντικό στο οποίο διέμεινε ο Anatol de Meibohm με τη σύζυγό του Μαρία,10  (Μαρία Σταγκάλα όπως θα τον ενημερώσει ένας κάτοικος του οποίου τη βοήθεια θα ζητήσει ο συγγραφέας για να μπορέσει να φτάσει στο σπίτι). Όταν θα βρεθεί έξω από τον αυλόγυρο του σπιτιού, εκείνο θα αρχίσει να εξιστορεί τη δική του ιστορία κι όχι μόνο. Θα ανακαλύψει το δωμάτιο όπου διέμενε ο Ρώσος επιστάτης Νικολάι. Θα ακούσει από την κάθε πέτρα το τι έχει να του πει, θα ακούσει ακόμη και την ταφόπλακα της Μαρίας Σταγκάλας. Ολόκληρο το κτίσμα γίνεται η συνέχεια της αφήγησής του για κάποιες σελίδες. Το σπίτι αποκτά μία άλλη οντότητα, ξεπερνάει την αυστηρή χρηστική λειτουργία για την οποία είναι κατασκευασμένο και δανειζόμενο τη γραφή του επισκέπτη του, θα μιλήσει, θα εξιστορήσει.

   Για να συγκρίνουμε αυτή τη νέα ποιητική του χώρου που πραγματεύεται ο Ζούκας, η δική του είναι μια – ας την πούμε – αντιστροφή της άποψης του Bachelard, κι αυτό γιατί καταφέρνει να βρει  την οικειότητα και την ασφάλεια δίχως να καταφύγει στην πατρογονική εστία. Η οικειότητα εδώ γεννιέται όχι διαμέσου της μνήμης και του προσωπικού βιώματος, αλλά μέσα από ένα είδους ιστορικής ονειροπόλησης. Το άλλο πρόσωπο είναι το σημείο εκπόρευσης αυτής της ονειροπόλησης, δεν είναι όμως η “βρύση”, αυτή είναι ο ζώντας ονειροπόλος, συγγραφέας, στοχαστής.  Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε όπως είπαμε με την πατρογονική εστία, έχουμε να κάνουμε με το σπίτι θησαυρό. Αποκαλώ έτσι το εν λόγω κτήριο γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο συγγραφέας ξεκινάει από την Αθήνα για την Χίο με σκοπό να ανακαλύψει τα χνάρια του de Meibohm στην άμμο του χρόνου. Το να φτάσει και να ακουμπήσει τις πέτρες που έδωσαν στέγη και καταφύγιο σε ’κείνον, μόνο σαν θησαυρός θα μπορούσε να φαντάζει στον νου του κι όχι μόνο στον νου, στην προσωπικότητά του εξ’ ολοκλήρου. Εκεί λοιπόν με ορατό (απτό) πλέον το σπίτι, ο συγγραφέας καταφέρνει να βρει την οικειότητα έστω κι αν δεν του ανήκει παρά εν μέρει. Δεν αναβιώνει δικές του παιδικές αναμνήσεις, αναβιώνει όμως τον σκοπό, τη συνάντησή του με την ιστορία και την ολοκλήρωση του ταξιδιού του. Αυτά τα στοιχεία είναι που του χαρίζουν την οικειότητα, ενώ ταυτόχρονα, κάνει δυνατή την πρακτική χρήση της φαινομενολογίας της ονειροπόλησης – στοιχείο βασικό  για την ιδιοσυγκρασία ενός ονειροπόλου το να καταφέρνει να ξεπεράσει το θεωρητικό με το πρακτικό επίπεδο. Κάποιος ρασιοναλιστής θα πει πως αυτά που ανάφερα δεν μπορούν να συγκαταλέγονται σε αυτό που λέμε πρακτικό επίπεδο, δεν διαθέτουν την οντότητα του πραγματικού παρά μόνο του φαντασιακού στοιχείου. Κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί μία πραγματικότητα έξω από την άμεση πραγματικότητα αν δεν διαθέτει τη διορατικότητα της ονειροπόλησης και κανείς δεν μπορεί να του μεταγγίσει αυτή την ιδιαιτερότητα, μόνο που αυτό δεν σημαίνει πως δεν υφίσταται εφόσον υπάρχει ο ίδιος ο ονειροπόλος. Είναι πάντα εν ισχύει η εξίσωση του περιεχομένου και του περιέχοντος, μόνο που όσο κι αν φαίνεται ευδιάκριτη η διαφορά τους πιστέψτε με, μόνο τέτοια δεν είναι.

 

   Η μεγάλη τέχνη στο σύνολό της, είναι και παραμένει μεγάλη μέσω των διφορούμενων εννοιών. Κάθε έργο λογοτεχνικό ή εικαστικό, όταν κατορθώνει να έχει πολλές προσλαμβάνουσες απ’ όσους το αντικρίσουν, τότε κερδίζει πολλά βήματα προς τη διαχρονικότητα. Ίσως ο Οδυσσέας του Joyce να είχε περάσει εντελώς απαρατήρητος αν δεν κάτεχε τόσα πολλά μυστικά, τόσες διφορούμενες σκέψεις που καταφέρνουν ένα αιώνα τώρα τους αναγνώστες του ογκώδες αυτού βιβλίου να μην σταματούν να το συζητούν, να διαφωνούν, κάποιες φορές να συγκρούονται για όλα αυτά τα στοιχεία που ο Joyce παρέθεσε δίχως να δώσει μαζί και το φυλλάδιο των απαντήσεών τους. Έτσι κι εδώ κι όπως είπα παραπάνω, ο Ζούκας έχει κρατήσει τα μυστικά του όπως έπρεπε να κάνει και με τον τρόπο αυτό, είμαι σίγουρος πως μπορούν να υπάρξουν πολλές αντιρρήσεις σε όλα όσα παρέθεσα στο κείμενο αυτό. Μπορούν να υπάρξουν άτομα που στο τάδε σημείο που ανέφερα να έχουν δει κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που εγώ είδα κι ελπίζω να υπάρχουν. Στη γνωστή άλλωστε ρήση “τι θέλει να πει ο ποιητής”, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε να παραθέτουμε και το αντίβαρό της: “τι θέλει ο αναγνώστης να κατανοήσει”.    

 

 

1 Από το δεύτερο αφτί της έκδοσης.

 

2 Gaston Bachelard, Η Ποιητική του Χώρου, εκδ. Χατζηνικολή (3η έκδοση), Αθήνα 1982, μτφρσ. Ελένη Βέλτσου-Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, σελ. 40.

 

3 Παρότι έψαξα για λεπτομερή στοιχεία περί του ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Anatol de Meibhom, δυστυχώς, πολύ λίγα, ελλιπέστατα ήταν αυτά που βρήκα:  Ήταν ένας περίεργος κι αινιγματικός (για ποιους λόγους αποκαλείται έτσι, δεν το γνωρίζω) Τσέχος που είχε δραστηριοποιηθεί στον μεσοπόλεμο έχοντας κάποια κρατική θέση – μάλλον, διπλωμάτης.  Κατέληξε να ζει στην Χίο, κι έγραψε ένα εκπληκτικό βιβλίο για τις θρησκευτικές αιρέσεις στα Βαλκάνια με επίκεντρο το Άγιον Ορος που εκδόθηκε στα γαλλικά το 1956. Πρόκειται για το Démons, Derviches et Saints (Δαίμονες, Δερβίσηδες και Άγιοι) για το οποίο, αρκετές αναφορές βρίσκουμε στο βιβλίο του Αλέκου Ζούκα.

 

4Στην εν λόγω έκδοση, σελίδες 151-152.

 

5 Στην εν λόγω έκδοση, σελίδα 96.

 

6 Στην εν λόγω έκδοση, σελίδες 98-99.

 

7 Εδώ αν και δεν είμαι υποχρεωμένος να το κάνω, θέλω να παραθέσω μία διευκρίνηση: αποκαλώντας τους καθημερινούς αυτούς ανθρώπους “ποιητές που δεν γνωρίζουν να διαβάζουν ούτε καν την αλφαβήτα”, εννοείται πως κάνω εσκεμμένη χρήση υπερθετικού βαθμού για να τονίσω τη διαφορά που υπάρχει με ένα ακατέργαστο ποιητή του δρόμου όπου η ποίηση είναι το ίδιο του το σώμα και το εμπειρικό στοιχείο, με τον ποιητή που τον ποιητικό λόγο τον αποκτά με τη γνώση και την καθημερινή διεργασία πάνω σε αυτόν. Ευτυχώς, όσο κι αν στη χώρα μας δεν έχουμε πολλούς αναγνώστες βιβλίων, οι αναλφάβητοι είναι μία μειοψηφία, μπορεί μάλιστα να μην θεωρείται καν υπαρκτή. Όσα προβλήματα κι αν έχει η παιδεία μας, κι όσα κι αν πρόκειται σύντομα να αποκτήσει, αναλφάβητους αν έχουμε είναι ελάχιστοι. Αυτό που θέλω να τονίσω με την έκφραση αυτή, είναι το ποιητικό πνεύμα που διακατέχει πολλούς απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, ανθρώπους του μόχθου και της προσπάθειας για επιβίωση, οι οποίοι, διαθέτουν μια οξυμένη αντίληψη της ποιητικής διαλεκτικής χωρίς να έχουν ανοίξει ποτέ τους ούτε μία ποιητική συλλογή, χωρίς να έχουν γράψει ποτέ τους ούτε ένα στίχο, αλλά κυρίως δίχως να γνωρίζουν πως τη διαθέτουν. Μπορεί ο καθένας μέσα στον κύκλο του να συναντήσει έναν ή και περισσότερους τέτοιους ανθρώπους που με ευκολία να τον κάνουν να αγγίξει μία ποιητική φόρμα τόσο έξω από τις συνηθισμένες φόρμες τις οποίες μπορεί να ανακαλύψει μέσα σε μια παρέα επαγγελματιών της ποίησης. Μπορεί να αποκτήσει μέσω αυτών ένα συναίσθημα αληθινό, καθόλου επιτηδευμένο και πέρα από κοινοτοπίες ή πρωτοπορίες μια και η ύπαρξη και η ιδιαιτερότητα, δύσκολα μπορεί να είναι είτε το ένα είτε το άλλο. Φυσικά, η ποίηση αυτή εν πολλοίς διαθέτει ακατέργαστα και τραχιά χαρακτηριστικά, αυτό δεν αμφισβητείται, όμως ακόμη και με αυτά, το διαφορετικό συναίσθημα υφίσταται πάντα.

 

8 Μίλησα στην αρχή του κειμένου για το χωροχρονικό συνεχές, το αδιατάρακτο. Στη ζωή, είναι αδύνατη η μετακίνηση από τη μέση προς την αρχή και πολύ περισσότερο από το τέλος. Ευτυχώς, η τέχνη του λόγου είναι μια δυνατότητα (ίσως η μοναδική) που προσφέρεται απλόχερα στον άνθρωπο για να επιβληθεί στον αδιαπραγμάτευτο αυτό κανόνα και να καταφέρνει εκεί που έχει φτάσει πολύ μακριά από την αφετηρία, να επιστρέψει μ’ ένα του άλμα πάλι πίσω και μ’ ένα ακόμη, να γυρίσει στο σημείο που πριν είχε αφήσει. Αυτό συμβαίνει δίχως καμιά απολύτως ενοχή, καμιά απολύτως υποχρέωση για απολογία. Αυτό είναι κάτι που και ο Ζούκας το καταφέρνει άψογα δίχως να χρειαστεί να μετατρέψει το γραπτό σε κάποιου είδους pulp fiction, αλλά, με τη συνεχή μετατόπιση του από το παρόν στο παρελθόν.

 

9 Στην εν λόγω έκδοση, σελίδα 9.

 

10 Και πάλι θα καταφύγω στην εικασία για να πω πως σε αυτό το σημείο μού μοιάζει πως δεν μπορεί να λειτούργησε το τυχαίο. Εξηγούμαι: Η γυναίκα στο ζαχαροπλαστείο που προανέφερα ΙΣΩΣ να λεγόταν Μαρία. Ο συγγραφέας μάς διευκρίνισε πως δεν ήταν σίγουρος αν λεγόταν έτσι, ενώ η σύζυγος του de Meibohm, ονομαζόταν σίγουρα Μαρία. Μου μοιάζει πολύ εύκολη η αναγωγή αυτή της αναφοράς στο τυχαίο, αλλά και πάλι, μου λείπουν τα δεδομένα για να είμαι αισθανθώ τη βεβαιότητα και να την παραθέσω ως τέτοια. 

 

 

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής