Γλυκό αντίδοτο η ζωή
Χάραξε η τελευταία γεναριάτικη.
Επειδή στον homo faber, ξημερώνει σημαίνει φορτώνομαι σιωπηλός τα εργαλεία μου και βγαίνω στον δρόμο για το χωράφι μου -το δικό μου ή του αφεντικού μου.
Ξημερώνει και ψάχνω στη γωνιά μου για τα εργαλεία μου -και δεν ξεχωρίζω αν εργαλεία είναι ή όπλα.
Ξημερώνει ξανά και πάντα αγνοώ αν για κάματο ημερήσιο ή για πόλεμο που ξανά κηρύχτηκε κινώ.
Πάντως τώρα σε προσκαλώ και σε προκαλώ ξανά.
Έλα μια γυροβολιά από εδώ κύριε Ανέγγιχτε.
Παντός είδους και από κάθε τι ζωντανό που σφαδάζει, Ανέγγιχτε.
Σε κεντρικό δημόσιο νοσοκομείο.
Θα σου μάθω τι σημαίνει μαχόμενη ογκολογία και τι αγωνία γιατρού.
Θα τις νιώσεις αυτές τις μεταβλητές την ώρα που οι άρρωστοι θα συνωστίζονται βουβοί ή ουρλιάζοντας από πόνο -για ένα από τα ελάχιστα κενά κρεβάτια.
Θα σου δείξω με λεκιασμένα χέρια, χωρίς γάντια, τον άρρωστο που λυγίζει πριν την τελική βολβοστροφή.
Θα σου μιλήσω με παραδείγματα σκόρπιων λυμάτων και αίματος· με εικόνες ανθρώπινων υπολειμμάτων.
Με παραδείγματα όζοντα, αδυσώπητα· όσα αντέξει η άκαπνη και κομψευόμενη ψυχή σου.
Δε θα ‘ρθεις όμως, το ξέρω.
Δεν τολμάς να βγείς από το γραφείο σου, όπου οχυρωμένος με πανοπλία τερματικών και σέρβερς.
Αλλά εγώ θα επιμείνω εδώ.
Ίσως επειδή δρόμο εξόδου δεν ξέρω.
Ξημερώνει λοιπόν και η πικράδα στον ουρανίσκο επίμονα εκεί.
Μα η ζωή πάντα επικρατεί.
Δικαιούται κάποιος να είναι φαρμακωμένος χωρίς να πει γιατί;
“Αιώνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι”
*Κάποιον Γενάρη…
Αλέξανδρος Αρδαβάνης
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.