ΔΙΨΑΣΜΕΝΗ ΓΙΑ ΑΓΑΠΗ
Φιγούρα απόκοσμη,
της αέναης νυχτός, ύπαρξη καταραμένη
μέσα στο μαύρο της φόρεμα να γίνεται ένα
με το σκοτάδι,
– σκοτάδι στα μάτια της, στα χείλη της σκοτάδι –
να περιπλανιέται σε τοπία ζοφερά σέρνοντας την κατάρα της,
μην αντέχοντας ούτε η ίδια την δική της μελαγχολία
που την κρατά στου πουθενά την αγκάλη…
Ω, του Σατανά αντίκρισε κάποτε την πλάνη!
“Νυχτοπούλια,” ούρλιαξε στρέφοντας προς
τη νεκρή πανσέληνο το πικραμένο της βλέμμα,
“εσείς που του ουρανού γνωρίζετε τις στράτες,
και προς το παλάτι της μητέρας σας,
μπορείτε να πετάτε,
εσείς που της νύχτας είστε τα παιδιά,
εσάς ίσως και να σας ακούσει:
Ικετέψτε τη μητέρα σας, για μένα παρακαλέστε,
μόνο για ένα λεπτό,
μια στιγμή και μόνο,
στο κρεβάτι της, το από άστρα κεντημένο,
για μια στιγμή και μόνο το κορμί της
να ξαποστάσει,
τα μάτια της για ένα λεπτό να κλείσει,
να καταφέρω – έστω για τόσο λίγο –
το φως του ήλιου ν‘ αντικρίσω…
Ω, μα την αλήθεια, έχω τόσο μεγάλη ανάγκη τον ήλιο να δω,
κι ίσως και ‘κείνον ξανά να συναντήσω,
τα χείλη του να ξαναφιλήσω,
για μια στιγμή έμπροσθεν του να δακρύσω…”
Μα της νύχτας τα διαβολικά παιδιά,
ενώ την παράκληση της άκουσαν,
κραυγές ειρωνείας και σαδιστικής χαράς,
επιδεικτικά απ‘ τα ράμφη τους
να ξεπεταχτούν άφησαν
και το ταξίδι τους προς τις παρυφές
του τίποτα, απλώς, συνέχισαν.
Έμεινε πίσω για μια ακόμη φορά, πίσω στη μοναξιά της.
Σ‘ έναν βράχο γιγάντιο έπεσε με μανία,
τη θλίψη της σα να ήθελε
σε τούτο το άψυχο ον να μεταδώσει
μα κι εκείνος ακόμα την έσπρωξε μακριά απ‘ την κρύα αγκαλιά του.
Με τη τρέλα να ξεχύνεται μες στο λογικό της,
να τρέχει ξεκίνησε.
Τ’ όνομα του καλού της
μ‘ όλη της τη δύναμη, άρχισε να φωνάζει
κι απ’ τα μάτια της με τις μαύρες σκιές,
δάκρυα αίματος άρχισε να βγάζει.
Το τοπίο ολόγυρα,
τη θλίψη της άρχισε να νιώθει,
καθώς τα κόκκινα δάκρυα,
στο χώμα, λίμνη δημιούργησαν
κι άθελά της εκεί τον πόνο της μετέδωσε
και μαζί της κι αυτό άρχισε να κλαίει.
“Δεν αντέχω άλλο πια”,
το τοπίο της αποκρίθει,
“Χίλια χρόνια μοιάζουν να πέρασαν από τότε που
η κατάρα της νύχτας,
εδώ σ‘ έχει εγκλωβίσει.
Τη μέρα να σου χαρίσω δε μπορώ,
την αγάπη σου πίσω δε γίνεται να φέρω,
μα τη λύτρωση θα σου δώσω τώρα εγώ
ξωτικό, καταραμένη εικόνα!”
Την κουβέντα του τέλειωσε κι ευθύς,
σεισμός τη γη της κατάρας,
άρχισε να τραντάζει
κι εκεί ακριβώς που η κόρη εστεκότανε,
σχίσμα ανοίγει και την κόρη,
η φιλεύσπλαχνη γης, στην καρδιά της αμέσως κλείνει
και τίποτα μετά δεν έμεινε που να την θυμίζει.
Την αγάπη εκείνου για πάντα έχασε,
μα την αγάπη της γήινης καρδιάς,
ελεύθερη και για παντοτινά,
τώρα η κόρη γνωρίζει.
Πάτρα 2013
Θ.Δ.Τυπάλδος
“Είμαι η ψυχή στο κενό!”
André Breton – Nadja