Η Ζωή Καρέλλη γεννήθηκε το 1901 στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε μουσική και ξένες γλώσσες . Το όνομα Ζωή Καρέλλη ήταν το ψευδώνυμό της , το πραγματικό της όνομα ήταν Χρυσούλα Αργυριάδου. Ο πατέρας της, Γαβριήλ Πεντζίκης, ήταν φαρμακοποιός και η μητέρας της, Μαίρη, δασκάλα. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες της οικογένειας, το στερνοπούλι της οποίας υπήρξε ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης με τον οποίο είχαν και κοινή καλλιτεχνική πορεία. Εμφανίστηκε στα Ελληνικά γράμματα το 1935 με το διήγημα της “Διαθέσεις”.
Το 1956 τιμήθηκε με το Β! Κρατικό Βραβείο ποιήσεως για την ποιητική συλλογή της “Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα”. Το 1974 με το Α! κρατικό βραβείο ποιήσεως για “Tα ποιήματα 1940 – 1973”.
Θέματα που την απασχολούσαν στην γραφή της ήταν ο χρόνος, η μοναξιά, η φθορά, ο έρωτας και ο θάνατος. Επιρροές δέχτηκε κυρίως από N. Berdiaef και από τους ποιητές P. Claudel και T.S. Eliot. Το μεταφυσικό πρόβλημα και η υπαρξιακή αγωνία αποτελούν σταθερούς άξονες της ποίησής της.
Εκτός απο δώδεκα ποιητικές συλλογές έχει γράψει διηγήματα , πέντε θεατρικά και πολλά δοκίμια. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλιοτ.
Πέθανε το 1998 στην Θεσσαλονίκη αφού είχε ταξιδέψει σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου από το 1944 και μετά.
ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Όλο τους πεθαμένους σκέφτομαι αυτές τις μέρες.
Πλούσια από θάνατο η μνήμη μου
τους φέρνει εμπρός μου ζωντανούς.
Μιλούνε ορισμένα απ’ τα λόγια τους:
«Ένα πουκάμισο χρώμα σαν το καΐσι».
«Να σε φιλήσω, γιατί πέθανα».
«Ζητούσα να σας δω και ήρθα».
Πρόσωπα, λόγια πολλά, που τα κρατώ
σαν ξένα, θέλω δικά μου να τα κάνω
και δεν μπορώ, γιατί δεν εννοώ
το θάνατο, αρνιέμαι να τον καταλάβω.
Όμως ούτε και τη ζωή, έτσι,
μπορώ ν’ αγγίζω, όπως θέλω
να την κρατήσω, που βλέπω τις κινήσεις
των ζωντανών, σα να ’ναι μες στη μνήμη μου
κι αυτές και δεν μπορώ να τις αγγίξω
ζωντανές. Τις χαίρομαι συχνά,
τις αγαπώ, τις βλέπω εκστατικά,
κι άξαφνα γίνονται σαν από πεθαμένους.
Οι ουλές
Σαν πεινασμένα στόματα που δεν εχόρτασαν,
ανοίγουν οι επιθυμίες πληγές απάνω μας,
που μένουν ανοιχτές και δεν περνούν,
πληγές που μας πονούν.
Αν χέρι συμπονετικό δε μας τις γιάνει,
αν λόγος συμπονετικός δεν μας τις γλυκάνει,
λόγος παρήγορος, που ξέρει, απαλός,
τα τραύματα αφορμίζουν.
Περνάει καιρός και κλείνουν,
γιατί πρέπει να ζήσουμε.
Όμως σημάδια αφήνουνε,
ουλές, που φαίνονται άσχημες, βαθιές.
Οι αληθινές μορφές είναι τυραννισμένες.
Κι ας μη μας λένε τότε,
ας μην κατηγορούν, που είμαστε
οι παραμορφωμένοι.
«ΥΠΑΡΚΤΙΚΑ» IV
Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής
που θα μπορούσα να πεθάνω.
Τόσο ζω που καταλαβαίνω
πόσο πεθαίνω.
Τόση είναι η ζωή μου
που με πεθαίνει.
Τόσο μπορώ να ζήσω
που μπορώ ν’ αδιαφορήσω αν ζω.
Τόσο ζητώ να ζήσω
που δεν αντέχω να ζω.
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.