Η νιότη σου
Και κάπου εκεί λες πως ζωή σταματά. Δεν βρίσκεις νόημα, δεν έχεις λόγο να σηκωθείς το πρωί. Μυρίζει το τέλος, ναφθαλίνη και μισοσκόταδο, αίμα και εγκατάλειψη. Θάνατος ο μέσα σου καιρός, και είσαι τόσο νέος που να πάρει. Η σειρήνα ενός ασθενοφόρου, αναριγεί το κρύο δέρμα. Παντού το τέλος… παντού η παραίτηση. Κι η νιότη σου; Η νιότη σου που να πάρει, θα σε μισήσει που τη γερνάς τόσο βίαια. Το ασθενοφόρο ανοίγει τις πόρτες και μια μάσκα οξυγόνου πέφτει στον δρόμο. Ο αέρας, ο αέρας τελειώνει, προς Θεού κάντε κάτι… βοήθεια η λέξη κλειδί μα δεν βγαίνει. Η νιότη σου πονά, ξύπνα, σήκω και δείξε τη δύναμη σου. Στα επείγοντα κόσμος τόσος, όσος στις πόρτες ενός χλιδάτου νυχτερινού μαγαζιού. Και η ανάσα τελειώνει, δίχως βοήθεια. Το οξυγόνο πετάχτηκε στην άκρη του δρόμου, δίπλα από τον κάδο με τις άσπρες μπλούζες. Και εσύ, εσύ πρέπει να σηκωθείς να ρίξεις νερό στο πρόσωπό σου και να ισιώσεις μια ελπίδα απέλπιδα. Χαιρετάς τις μνήμες στις κρύες αίθουσες, μα οι μνήμες δε χάνονται, στέκουν εκεί όσο τις αναζητάς εντός σου. Ανοίγεις το τσεπάκι του τζιν μπουφάν σου να βρεις λίγη ακόμα αντοχή. Μασάς τη μέντα με μανία, ζητώντας κι άλλη αντοχή, κι άλλη δύναμη, να βγει και τούτη η μέρα. Μια μέρα ακόμα, λίγο ακόμα από αυτό. Το οξυγόνο στη θέση του, και η κουρτίνα τραβηγμένη. Τη νιότη σου φόρεσες καθώς έβαζες τα χέρια στις τσέπες και προχωρούσες. Όσο απομακρυνόσουν τόσο η σειρήνα δε σε φόβιζε, μα που να πάρει κάτι σε τραβούσε πίσω, πάλι. Ξανά και ξανά. Οι μνήμες, η ελπίδα στο ίδιο μέρος, στην ίδια εστία, στην ίδια ματιά, στο ίδιο χαμόγελο. Ακροβατείς πάνω στη σειρήνα, με ένα σάλτο πας και μαζεύεις το οξυγόνο από χάμω και τρέχεις… πρόλαβες και το έδωσες. Η νιότη σου σε βοήθησε. Η νιότη σου η μοναδική.
Βάγια Μπαλή