Η ΤΥΦΛΟΤΗΤΑ
Κάθε που υπάρχει εκεί έξω έχει ένα ανάλογο ψυχικό τοπίο. Κουβαλάμε την πεδιάδα ή το βουνό που έχουμε μέσα μας. Σε αυτό το τοπίο μετακινείσαι συνεχώς όπως μετακινείται και το ίδιο το τοπίο. Κάθε στιγμή είναι στιγμή αλλαγής. Εμείς κοιμόμαστε αλλά νομίζουμε ότι έχουμε ξυπνήσει.
Μια μέρα βρίσκεσαι μέσα σε ένα σαλόνι που το θυμάσαι από παιδί αλλά είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει πια. Είναι και ένα τζάκι που στάζει νερό από τα κεραμίδια και μια χαραμάδα ανάμεσα στα ξερά πατζούρια που μια αχτίνα του ήλιου σαν μαχαιριά διαταράσσει το χώρο και το χρόνο. Ακούς και το σαράκι που τρώει κρυφά τα δευτερόλεπτα. Τρώει το δικό σου το χρόνο, γιατί μόνο ο χρόνος μπορεί να φαγωθεί.
Στο ίδιο πάλι σκηνικό ξυπνάς το βράδυ και βρίσκεις τον πατέρα πάνω από μια κούπα κρασί. «Τι κάνεις;» του φωνάζεις «πίνεις κρασί; Έχεις πεθάνει πια». Κι αυτός σε κοιτάζει. « Εσύ είσαι που πέθανες» σου λέει ήρεμα «κοίτα έξω». Και κοιτάζεις έξω δεν έχει ακόμα ξημερώσει και βλέπεις την παραλία του Βόλου που πάντα φεύγει ένα κρουαζιερόπλοιο σαν μόνιμο στοιχείο θανάτου. Και συ περνάς από τις βιτρίνες και βλέπεις πως δεν έχεις μάτια πια αλλά κανείς δεν έχει μάτια. Όλοι περπατούμε τυφλοί σε ένα ακατανόητο σύμπαν φωνάζοντας ο ένας στον άλλον θεωρήματα περί ζωής, περί τέχνης και περί μουσικής.
Εγώ κάθομαι τα βράδια και γράφω. Δεν είναι τέχνη αυτό είναι λόγια ενός ανθρώπου, που ξέχασε πια να βλέπει. Όπως ο γλάρος που σκέφτηκε για μια φορά το πέταγμα και δεν ξαναπέταξε ποτέ του. Εμείς οι τυφλοί πεθαίνουμε από δίψα δίπλα σε μια θάλασσα νερό.
Νίκος Βαραλής
Ο Νίκος Βαραλής γεννήθηκε και ζει στο Βόλο. Έργα του του: “Φύλακας και οι τρεις δοκιμές”, (Ενδυμίων 1990), “Τρις επί τύμβου”, (Καστανίωτης 1995), “Μάξιμος ή ουδέποτε εσπίπτει”, (2013).