Συνάντησις παλαιών φίλων
Μνήμη Νίκου Καρούζου
Ένας φίλος ήρθε απόψε από τα παλιά…
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα τραύματα νωχελικά
Μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
Σαν σκυλί σαν προδομένη αγάπη σαν διάχυτο λαϊκό τραγούδι
Γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
Στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
Είναι γυμνή κ’ έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
Ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
Γιατί τώρα αυτή τη στιγμή στην Πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο
Μετά τα μεσάνυχτα
Εγώ και ο φίλος μου είμαστε δυό δίδυμες πηγές εξάρσεως
Ή δυό άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
Ή δυό λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
Οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα
Τσιγάρα μας
Οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
Βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική.
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις
Όπως οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
Όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
Όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
Άλλα με τίποτε Δε νερώνει
Ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χρίστους ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το
Δρόμο του γυρισμού
Και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας Δε με περιμένει
Τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν α φώτα
Δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
Διανυκτερεύοντα έχει
Την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο
Λίγο και τα μάτια
Γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
Έρχονται τα ΄φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντέψουν
Καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
Τα πήρε ο ύπνος κ’ έγειραν
Για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
Πριν και μετά το σκοτάδι
Πριν και μετά τα’ άνθη του αίματος σκοτάδι
Και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
Τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
Τα’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
Τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
Υπάρχουμε ως υπογραφές κόκινες κατακόκινες της φωτιάς
Σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά
Τα κομμάτια μας
Και κάπου μακριά ακόμα άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα
Μουσικά όργανα.
Θωμάς Γκόρπας
Έλληνας ποιητής, δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1935 στο Μεσολόγγι και πέθανε στην Αθήνα την Πρωταπριλιά του 2003. Από το 1954 έζησε στην Αθήνα, από το 1975 έως το 1980 έζησε στο Παρίσι κι από το 1990 στην Αθήνα και στην Αίγινα . Δούλεψε ως εργάτης, λογιστής, βιβλιοπώλης, εκδότης. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στο έκτο τεύχος του περιοδικού Ο Λογοτέχνης τον Ιανουάριο του 1957 με το ποίημα «Αθήνα 1956, οδός Αθηνάς». Πρώτη ποιητική συλλογή του ήταν η «πλακέτα» Σπασμένος καιρός του 1957. Οι συλλογές του εκδόθηκαν το 1995 σε ένα συγκεντρωτικό τόμο, σύμφωνα και με το «Σχεδίασμα εργοβιβλιογραφίας» της Άρτεμης Θεοδωρίδου Εργάστηκε ως συντάκτης σε εφημερίδες Ανεξάρτητος Τύπος, Μεσημβρινή, Εξπρές, Νέα Πολιτεία και στα περιοδικά Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο, Ρουμελιώτικη Βίγλα, Ο Λογοτέχνης, Η Τέχνη στην Αθήνα, Η Καλλιτεχνική, Μουσικά Θέματα, Πολιτικά Θέματα. Ήταν σύμβουλος έκδοσης της Ποιητικής Αντι-Ανθολογίας του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Έγραψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, για το ρεμπέτικο και τον Καραγκιόζη. Το 1979 ο Γκόρπας εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Μπιτ στην Όστια της Ρώμης. Τελευταίο βιβλίο του ήταν το 1995 το Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν. Όλα τα βιογραφικά στοιχεία που κυκλοφορούν σε βιβλία, περιοδικά ή εφημερίδες, προέρχονται από αυτοβιογραφικά σημειώματα του ποιητή.
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.