Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

Λευκό – Κατερίνα Δήμτσα

Τη σκέφτομαι συχνά. Χωρίς να το συνειδητοποιώ πάντα ψελίζω και το όνομα της. Κι όποτε μου έρχεται η θύμησή της, τόσο πιο πολύ σιγουρεύομαι πως ανήκει σε εκείνους τους Λευκούς ανθρώπους.

Στο camp που δούλευα το καλοκαίρι τη γνώρισα. Ήρθαμε σε επαφή από την τρίτη κιόλας μέρα που ανέλαβα καθήκοντα, μα τη γνώρισα περίπου στο τέλος της πρώτης εβδομάδας. Παρ’ όλο που συναναστρεφόμασταν καθημερινά. “ Θα ζητάτε απορρυπαντικά και είδη καθαρισμού από τις καθαρίστριες”, μας είπε στην ενημέρωση της πρώτης μέρας ο προϊστάμενος, “από το κιόσκι που βρίσκεται εκεί, εκεί είναι το μέρος τους, μαζί τους θα συνεννοείστε”. Κι αυτό ήταν όλο, η μόνη αναφορά. Αυτή ήταν κι εκείνη. Μια από τις καθαρίστριες. Κάθε απόγευμα την πετύχαινα στο πόστο. Όποτε κάποιος χρειαζόταν να την αναφέρει μου έλεγε “απευθύνσου στην κυρία που καθαρίζει”.

Ηταν απόγευμα. Χρειαζόμουν χαρτί υγείας, πήγα “στις κυρίες που καθαρίζουν” να ζητήσω. Πέτυχα πάλι εκείνη, σαν  καθιερωμένο  ραντεβού. Καθόταν μπροστά από έναν ανεμιστήρα που έκρωζε κάθε που στριφογύριζε, φαινόταν σαν μόλις να έχει πάρει ανάσα, μόλις να έχει ξεκλέψει λίγη ώρα να πιει τον καφέ της. Καλησπεριστήκαμε, κάναμε τη μικρή μας κουβεντούλα όπως κάθε φορά. Τότε μου ήρθε μια συνειδητοποίηση σαν κουτουλιά. Διέκοψα το λόγο της. “Συγγνώμη, πώς σας λένε;”. Κι ήταν σα να πάγωσε ο χρόνος. Δεν κάνω πλάκα, σα να πάγωσε ο χρόνος και σε αργή κίνηση να τη βλέπω να σηκώνει το κεφάλι της, να με κοιτά ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, τα μάτια της που αργά – αργά άρχισαν να υγραίνονται, το στόμα της να σχηματίζει λέξεις και να μου λέει “Δουλεύω πέντε χρόνια εδώ. Πρώτη φορά κάποιος με ρωτάει το όνομά μου”.

Κι ύστερα, ο χρόνος ξανακύλησε κανονικά, άκουγα πάλι τους περιβάλλοντες θορύβους, τις φωνές, τα ποδοβολητά, τα πλυντήρια που έπλεναν, η γη συνέχισε να γυρίζει κι εγώ έπρεπε να συνεχίσω τη μέρα μου, να είμαι απίκο στα καθήκοντά μου, να ανεχτώ την γκρίνια του προϊστάμενου και τις τρέλες των παιδιών, ενώ το μόνο που ήθελα ήταν να ουρλιάξω.

Γυρνώντας στο σπιτάκι μου, προχωρούσα κοιτώντας τον ουρανό κι ένιωσα ξαφνικά τόσο κουρασμένη, τόσο τσαλαπατημένη  κι έσερνα τα πόδια μου λες και στην άκρη τους ήταν πιασμένη μια σιδερένια μπάλα. Εκατσα στη μέση του μονοπατιού που οδηγούσε στο σπιτάκι μου κι άρχισα να κλαίω με το κωλόχαρτο αγκαλιά. Για την κυρία Άννα. Για κάθε κυρία Άννα που μας τη σύστησαν απλά ως “καθαρίστρια”, ως ένα κάτι, ξεχνώντας να αναφέρουν το όνομά της, στερώντας της, στα μάτια όσων την παρουσιάζουν, την ταυτότητά της, την ανθρώπινη ιδιότητά της. “Κυρία Άννα!” της φώναζα από μακριά κάθε που την έβλεπα κι εκείνη έλεγε “Καλώς το Γελαστό Κορίτσι μας!”

Κι έφτασα έτσι να μιλώ για τους Λευκούς ανθρώπους. Που είναι λευκοί σαν άγραφη σελίδα. Που όλοι λένε “μα τι αξία έχει μια κενή σελίδα, είναι απλά ένα κομμάτι χαρτί” και ξεχνούν, οι βλάκες, ξεχνούν πως χωρίς αυτό το κενό χαρτί τα αξιότερα κείμενα, τα σημαντικότερα έγγραφα τούτου του κόσμου δε θα υπήρχαν. Λευκοί άνθρωποι σαν φρεσκοπλυμένα σεντόνια.

Την σκέφτομαι συχνά. Χωρίς να το συνειδητοποιώ πάντα ψελλίζω παράλληλα το όνομα της. Σαν υπενθύμιση. Η λευκή μου κυρία Αννα. Λευκοί μου άνθρωποι, αν ποτέ σας κάνουν για λίγο να ξεχάσετε το όνομά σας, ελάτε να το βρείτε σε εμένα. Λευκοί άνθρωποι, οι ήρωές μας.

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής