Μοναχικός λύκος
Τρέχεις μέσα στην νύχτα με όλες σου τις δυνάμεις. Πρέπει να προλάβεις. Οι πατούσες σου γυμνές βουλιάζουν στο παχύ, απάτητο χιόνι και αυτό δυσκολεύει την κίνησή σου. Το ξέρεις πως εσύ φταις για την κατάστασή σου, όμως είσαι νέος και παρορμητικός και άμυαλος και παιχνιδιάρης σαν νεαρό κουτάβι. Αυτή είναι η δικαιολογία σου. Μα δεν αρκούσε για να κατευνάσει τον θυμό της φυλής σου. Εξόριστος. Αυτή ήταν η ετυμηγορία των γερόντων. Δεν τους συγκίνησαν ούτε τα παρακάλια σου, ούτε οι υποσχέσεις σου.
Το ήξερες. Εσύ έφταιγες. Οι κανόνες της φυλής ήταν απλοί. Και απαράβατοι. Εσύ επέλεξες να τους παραβλέψεις, λες και ήθελες να τους προκαλέσεις. Ήξερες και την τιμωρία. Όμως επέμενες, λες και ήθελες να τιμωρηθείς.Υπάρχει μια παροιμία στην φυλή, που λέει, πως όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να φέρει το πεπρωμένο σου μπροστά σου, ακόμη κι αν εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Υπάρχει όμως και μια άλλη, που λέει, πως είσαι υπεύθυνος για τις πράξεις σου. Άξιος της μοίρας σου. Σου φαίνεται πως για την περίπτωσή σου ισχύει η δεύτερη. Είσαι άξιος της μοίρας σου. Εσύ προκάλεσες την τιμωρία σου. Και τώρα είσαι εξόριστος. Μοναχικός λύκος. Και τώρα έχεις διορία μέχρι το χάραμα για να εγκαταλείψεις τα όρια της πατρογονικής γης.
Τρέχεις ασταμάτητα. Δεν σε πειράζει που είναι νύχτα και τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων σου κρύβουν το φως του φεγγαριού, τα μάτια σου είναι δυνατά και βλέπεις την κάθε λεπτομέρεια μέσα στο σκοτάδι, έτσι καταφέρνεις να αποφύγεις κάθε εμπόδιο, κάθε πέτρα, κάθε ρίζα που κρυμμένη απατηλά κάτω από τον όγκο του χιονιού περιμένει υπομονετικά – δεν υπάρχει πιο υπομονετικό πλάσμα από ένα δέντρο – να σε μπουρδουκλώσει και να σε σωριάσει κάτω. Με την μούρη στο χιόνι. Αυτό όμως δεν θα συμβεί σε εσένα.
Τρέχεις και οσμίζεσαι. Μυρίζεις τα χνάρια των, μέχρι πριν λίγη ώρα συντρόφων σου, των φίλων σου, των συγγενών σου, ακόμη και τα δικά σου, καθώς αυτός είναι ο δρόμος που ακολουθούσατε καθημερινά, τότε που ανήκες κάπου. Από δω και στο εξής θα είσαι μόνος. Κοιτάζεις κάθε τόσο προς το μέρος όπου ξέρεις πως θα φανεί ο ήλιος. Όταν θα αρχίσει να χαράζει, οι πρώην σύντροφοί σου θα σε κυνηγήσουν ανελέητα. Και αν σε πιάσουν, αν καταφέρουν να σε πιάσουν μέσα στα όρια της φυλής, τότε δεν θα υπάρχει τίποτα να τους συγκρατήσει, ούτε παλιές φιλίες, ούτε συγγένειες. Αν τώρα η τιμωρία είναι η εξορία, τότε θα είναι θάνατος.
Τρέχεις, μέχρι που βγαίνεις από το δάσος στη χιονισμένη απλωσιά. Η σελήνη απλώνει τον ολοστρόγγυλο δίσκο της στον γεμάτο αστέρια ουρανό. Το φως της καθρεφτίζεται πάνω στην πάλλευκη επιφάνεια της γη, κάνοντάς την να λάμπει. Όπου γυρίσεις τα μάτια βλέπεις εκείνο το απέραντο λευκό, μια ασημόλευκη θάλασσα που περιμένει να την διασχίσεις, με μόνη πυξίδα το ένστικτο, με μόνο σκαρί το δυνατό κορμί σου με μόνο πανί το κουράγιο σου. Οσφραίνεσαι και τρέχεις. Τρέχεις και με κάθε δρασκελιά αφήνεις πίσω όλα εκείνα που γνώρισες, όλα εκείνα που αγάπησες ή δεν αγάπησες, γιατί αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Πως δεν μπόρεσες να αγαπήσεις.
Τρέχεις και σκέφτεσαι. Τρέχεις να ξεφύγεις από εκείνους. Εκείνους που μέχρι πριν λίγες ώρες υπολόγιζες για δικούς σου. Σκέφτεσαι πως είχαν δίκιο. Μα δεν αγάπησες, γι’ αυτό έπαιζες. Δεν αποτύπωσες, γι’ αυτό φέρθηκες τόσο ανόητα. Η αλήθεια είναι πως όλο αυτό το ‘παιχνίδι’ σου, ήταν γιατί έψαχνες την αγάπη, έψαχνες να βρεις το ταίρι σου. Μια βαθιά ανάγκη που ξεκινούσε από το κέντρο της ύπαρξής, σου σε έκανε να αναζητάς εκείνη που θα γινόταν σύντροφός σου για μια ζωή. Το ήξερες, πως ήταν λάθος να ψάχνεις το ταίρι σου, στα ταίρια άλλων, μα μια ακατανίκητη ανάγκη σε οδηγούσε. Ακόμη και όταν ήξερες πως αυτό θα επέσυρε την μεγαλύτερη των ποινών. Τι; Κάποιος μπορεί να σκεφτεί πως η μεγαλύτερη των ποινών είναι ο θάνατος. Μα δεν είναι θάνατος η εξορία; Να ζεις μόνος στον απέραντο εχθρικό κόσμο; Μόνος.
Η οσμή της φυλής σου – της πρώην φυλής σου, μην ξεχνάς – εξασθένησε. Τώρα μπορείς να ανακόψεις το τρέξιμο σου. Να ξαποστάσεις. Μα δεν θες. Το τρέξιμο σε κρατά ζεστό. Σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Σε κάνει να μην πονάς. Εξάλλου δεν έχει περάσει ο κίνδυνος, πρέπει να προσέχεις. Δεν πρέπει να περάσεις από περιοχή άλλης φυλής. Εκείνοι δεν θα νοιαστούν στιγμή για σένα. Θα είσαι ο εισβολέας. Ο κίνδυνος. Ο εχθρός. Και θα επιτεθούν για να προστατέψουν. Θα επιτεθούν με νύχια και με κοφτερά δόντια. Δόντια πάνω στην σάρκα σου να ξεσκίζουν, να τρυπούν, να κομματιάζουν. Τι κι αν είσαι δυνατός, και νέος και ικανός. Εκείνοι θα είναι πολλοί. Αν ήταν δύο ή τρείς ή ακόμη και δέκα, ίσως να είχες μια πιθανότητα να νικήσεις. Να ξεφύγεις. Είσαι δυνατός, είσαι ο καλύτερος – ίσως γι’ αυτό πήραν τα μυαλά σου αέρα και έκανες ότι ήθελες, αδιαφορώντας για τους νόμους. Μα εκείνοι θα είναι πολλοί. Μια ολάκερη φυλή εναντίον σου. Να προστατεύουν την περιοχή τους, την φυλή τους, το ταίρι τους. Το ταίρι. Αυτό σε πονά περισσότερο. Καμμιά φυλή δεν θα δεχόταν να κάνει μέλος της έναν εξόριστο. Καλύτερα να ήσουν νεκρός.
Παίρνεις το ανηφορικό μονοπάτι. Εκείνο που θα σε βγάλει στην άλλη πλευρά του βουνού, που θα σε φέρει πιο μακριά από την περιοχή των φυλών. Και πιο κοντά στων άλλων. Τα γυμνά σου πέλματα γλιστρούν, δεν μπορείς να πιαστείς και κατρακυλάς μέτρα πιο κάτω, για να αρχίσεις τον αγώνα ξανά. Θα μπορούσες να αλλάξεις, να χρησιμοποιήσεις τα επιδέξια δάκτυλα για να πιαστείς, να κρατηθείς μα τότε δεν θα είχες την παχιά γούνα να σε προστατεύει από το κρύο και θα ήσουν γυμνός. Σε έδιωξαν δίχως τίποτα. Όχι δεν θα ήσουν.
Θυμάσαι εκείνη, να σε προσμένει κρυφά, ανάμεσα από τα δέντρα. Μόνο εκείνη. Η μάνα. Ακόμη και ο πατέρας και τα αδέλφια σου σου είχαν γυρίσει την πλάτη, όταν ανακοινώθηκε η τιμωρία σου. Και θα ήταν οι πρώτοι που θα έμπηγαν τα νύχια και τα δόντια στο λαιμό σου, αν δεν συμμορφωνόσουν, να ξεπλύνουν την ντροπή. Όμως εκείνη… σε περίμενε εκεί κρυμμένη από τους δικούς της. Σε περίμενε με ένα σακίδιο που σου πέρασε στους ζωώδεις ώμους σου και είχες ξεχάσει, καθώς συνήθισες το βάρος του. Ένα σακίδιο με χοντρά ρούχα και ζεστές μπότες για να βάλεις όταν αποφάσιζες να αλλάξεις και αν έκρινες από το κουδούνισμα και μερικά χρήματα.
Σου είχαν δώσει δυο επιλογές ή έφευγες με την μια σου μορφή, παίρνοντας μαζί σου την αλλαξιά που φορούσες με τον κίνδυνο να μην καταφέρεις να φτάσει όσο μακριά έπρεπε μέχρι το χάραμα ή διάλεγες την άλλη μορφή που σου εξασφάλιζε ταχύτητα, σε άφηνε όμως γυμνό. Διάλεξες την δεύτερη. Όμως εκείνη… σε φρόντισε, όπως σε φρόντιζε πάντα.
Γάντζωσες τα νύχια και έσυρες το κορμί μέχρι τη κορυφή. Τα είχες καταφέρει, τώρα το κατέβασμα ήταν πιο εύκολο, αρκεί να πρόσεχες τις χαράδρες που μπορεί να περίμεναν κρυμμένες κάτω από το χιόνι να σε καταπιούν. Πεινούσες. Το στομάχι σου σε έσφαζε, διαμαρτυρόταν. Είχε στείλει όλη την ενέργεια στους μυς σου και τώρα ζητούσε απεγνωσμένα τροφή να αναπληρώσει. Οσμίστηκες τον αέρα. Κάθε πλάσμα που θα μπορούσες να τσακίσεις ανάμεσα στα δυνατά σαγόνια σου, ήταν κρυμμένο σε λαγούμια ή σε φωλιές που δεν μπορούσες να φτάσεις. Και συνέχισες να προχωράς με το κορμί εξαντλημένο, το μυαλό θολωμένο, τι αισθήσεις μουδιασμένες. Διέσχιζες την παγωμένη θάλασσά σου, δίχως πυξίδα, δίχως πανιά με ένα τσακισμένο σκαρί. Μακάρι να ήσουν αρκούδα, να κοιμάσαι όλον αυτόν τον παγωμένο, ατελείωτο χειμώνα, μέσα στην σπηλιά σου. Δίχως φυλή, δίχως έννοια για ταίρι. Δίχως λάθη.
Η οξυμένη ακοή σου, έπιασε ένα θόρυβο, ένα αδύναμο σκλήρισμα, ένα κλάμα αγωνίας και πόνου και παραίτησης. Ένα πλάσμα βρισκόταν εκεί κοντά, πληγωμένο, αδύναμο, αβοήθητο. Τροφή σκέφτηκες και όλες οι αισθήσεις μπήκαν ξανά σε επιφυλακή. Ορμίστηκες τον αέρα, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά. Η μυρωδιά του θηράματός, σου γαργάλησε τα ρουθούνια. Ήταν ένας από τους άλλους. Ένας άνθρωπος. Το καλύτερο θήραμα. Ο εκλεκτός μεζές. Πέρασες την τραχιά γλώσσα πάνω από το μουσούδι σου. Το βρήκες παγωμένο και ξερό. Δεν είχες ούτε σάλιο να το υγράνεις. Σκέφτηκες το αίμα του ανθρώπου που σε λίγο θα κατέβαινε ζεστό στο λαιμό σου και ρίγησες από προσμονή. Δεν ούρλιαξες στο φεγγάρι. Ουρλιάζουν μόνο εκείνοι με φυλή, για να την ειδοποιήσουν για το τσιμπούσι. Κατέβασες το κεφάλι και κίνησες ελαφροπατώντας. Το χιόνι κατάπινε τους ήχους των βημάτων σου. Το ανθρώπινο πλάσμα ήταν αβοήθητο μπροστά σε εσένα, τον αγαπημένο γιο της Σελήνης.
Τα μάτια σου διαπέρασαν το σκοτάδι και το είδαν, ένα κουβάρι ρούχα και γούνες που δεν κατάφερναν να το προστατέψουν από το κρύο. Δεν ήταν λαβωμένο, παρά τους ήχους πόνου που έβγαζε αδύναμα κάθε τόσο, δεν έφτανε στα ρουθούνια σου το θεσπέσιο άρωμα του αίματός του. Ήταν θηλυκό, τώρα μπορούσες να το αναγνωρίσεις. Πλησίασες αθόρυβα, με την προσμονή να θεριεύει στην σάρκα, στα κόκαλα, στις φλέβες σου. Οι σιελογόνοι αδένες σου, στράγγισαν από το κορμί σου, τις τελευταίες ρανίδες υγρού και σάλιο γέμισε το στόμα σου, απλώθηκε στην γλώσσα σου, κύλησε από τα δόντια σου.
Έφτασες από πάνω της. Η ανάσα σου χάιδεψε το μάγουλό της, το στόμα σου άνοιξε και τα δόντια σου ετοιμάστηκαν να καρφωθούν στον ανυπεράσπιστο λαιμό της. Εκείνη, σε ένιωσε και άνοιξε τα μάτια αντικρύζοντας σε κοιτάζοντας μέσα στα μάτια τον θάνατό της και τότε…
Το κορμί σου συνταράχτηκε από ένα σπασμό. Η καρδιά σου φούσκωσε και ζεστάθηκε και στο μυαλό σου ζωγραφίστηκε ανεξίτηλα η εικόνα της. Είχες αποτυπώσει.
ΕΙΧΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
ΤΟ ΘΗΡΑΜΑ ΣΟΥ.
ΕΝΑΣ ΛΥΚΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΧΕ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
Τελικά το σύμπαν είχε μεγάλη πλάκα. Είχε κάνει τα πάντα για να συναντήσεις το πεπρωμένο σου. Να βρεις το ταίρι σου.
Για μια στιγμή σκέφτηκες να την δαγκώσεις. Μόνο λίγο. Ίσα να περάσει το δηλητήριό σου στο αίμα της και ύστερα να περιμένεις μέχρι την επόμενη πανσέληνο για να μεταμορφωθεί. Και μετά; Μετά τι θα είχες να της προσφέρεις; Μοναξιά, φόβο και τέλος θάνατο. Όχι δεν άξιζε κάτι τέτοιο στην αγαπημένη σου, την σύντροφο της ζωής σου.
Άφησες τη μορφή του λύκου να πέσει σαν ρούχο από πάνω σου. Έμεινες άνθρωπος, ένας γυμνός άνθρωπος. Φόρεσες το παντελόνι και τις μπότες. Ακούμπησες το αναίσθητο κορίτσι στο γυμνό σου στήθος, να τραβά από την ζεστασιά του κορμιού σου και την σκέπασες με το γούνινο πανωφόρι σου. Ο ήλιος χάραζε ήδη πίσω από το βουνό. Οι πρώτες ακτίδες ενός αδύναμου ήλιου είχαν αρχίσει να σας λούζουν όταν ακούστηκαν τα ποδοβολητά των αλόγων, οι υλακές των σκύλων και οι φωνές των ανθρώπων που την έψαχναν. Δεν είχες παρά να παραμερίσεις την επιθυμία για ανθρώπινο αίμα και σάρκα και αυτοί οι ξένοι, θα γίνονταν η νέα σου φυλή.
Όλα για την αγάπη.
Όλα για χάρη της.
Μάουρα Ρομπέσκου
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.