Το κορίτσι πονούσε πολύ. Το σώμα της φάνταζε άκαμπτο από τον πόνο. Συνέχιζε χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Κάποια μέρα όλα αυτά θα τα θυμόταν και θα γελούσε, σκεφτόταν συνεχώς, για να παρηγορηθεί. Η δασκάλα φώναξε να ξαναπάρουν θέσεις και να ξεκινήσουν από την αρχή. Καμμιά διαμαρτυρία δεν ακούστηκε. Ούτε ψίθυρος. Στην αίθουσα αυτή δεν χωράνε οι δειλοί και οι τεμπέληδες. Ο πόνος γίνεται ο καλύτερος σου φίλος. Αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού σου. Τον ξεχνάς όταν ξεκινήσει η μουσική και αρχίζεις να χορεύεις στο ρυθμό του. Τότε το κορμί τυλίγεται σε έναν μανδύα που παίρνει μακριά κάθε έγνοια και πόνο. Το κορίτσι το ήξερε αυτό. Και περίμενε. Περίμενε υπομονετικά τη μουσική. Ευλογία και κατάρα η τέχνη της. Μακριά της δεν υπήρχε… μισός άνθρωπος. Διαισθανόταν, όμως, πως το σώμα κατέρρεε. Οι αντοχές της εξασθενούσαν. Πιρουέτα την πιρουέτα, πλιέ με πλιέ το σώμα παραδινόταν σιγά – σιγά όλο και περισσότερο στον πόνο, παρά στη χαρά. Η μουσική ξεκίνησε και η καρδιά φτερούγισε. Άρχισε να στροβιλίζεται σαν τον άνεμο ανάμεσα στα δέντρα. Αόρατος, μα πάντα παρών. Το κεφάλι ψηλά ,να κοιτάει ίσια. Μια ζωή αυτό έκανε. Ο ρυθμός της καρδιάς γρήγορος, για να προλάβει τον ρυθμό της μουσικής. Όταν σταμάτησε ,σταμάτησε και ο χρόνος. Το κορίτσι κείτονταν στο πάτωμα με ματωμένα πόδια.’Εκανε να σηκωθεί, αλλά το σώμα την πρόδωσε. Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της. Έμεινε εκεί να κοιτάει το είδωλό της στον καθρέφτη. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ακούσει την μουσική της ψυχής της. Τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Τίποτε δεν στέκεται εμπόδιο ,όταν κάτι το απαιτεί η καρδιά σου
Όταν σηκώθηκε δεν ήταν πια κορίτσι.
Όταν σηκώθηκε ο πόνος είχε νικηθεί.
Όταν σηκώθηκε ήταν πια μια όμορφη, γελαστή μπαλαρίνα….
Αγάπη Μπονάτσου