Οι Κασέτες κι εγώ…
Ο πρώτος τύπος κασέτας που θυμάμαι, ήταν η 8track. Την είχα συνδέσει συνειρμικά με φορτηγά, νταλίκες και αγροτικά. Ήταν τεράστια σε μέγεθος, περίπου στο μέγεθος της βιντεοκασέτας (που έσκασε μύτη αργότερα).
Είχε χάλια ήχο και ακόμα χειρότερο ρεπερτόριο: Κλαρίνα μέχρι τελικής πτώσης και λαϊκά του νταλκά και της ξενιτιάς. Θεωρώ απίθανο αυτές οι γαϊδουροκασέτες να βγήκαν με ροκιές ή έστω Θεοδωράκη. Κάπου στις αρχές του 80 παρέδωσαν τα ηνία στην κομψότερη και καλύτερη ηχητικά, κασέτα.
Οι κασέτες λοιπόν, ήταν η απελευθέρωση του ακροατή: Πέραν των εταιρικών κυκλοφοριών, έβρισκες πανεύκολα άδειες. Ένα πλαστικό ΑΔΕΙΟ περιεχομένου κουτί που αποκτούσε τόσο αξία στο μικρόκοσμό μας, γιατί ΓΕΜΙΖΕ με τις δικές μας επιλογές, για το πάρτι, για την ερωτική μας εξομολόγηση, για τα δύσκολα.
TDk, Philips, Basf, απλές, χρωμίου αλλά και μετάλλου για τους μερακλήδες. 60άρες, 90άρες μα και 120άρες, που αυτές ειδικά, ήταν επιρρεπείς στο «κλάμα» μιας και ο μηχανισμός τους, συχνά αδυνατούσε να γυρίσει μια τόσο μακριά ταινία.
Άδειες έβρισκες σε στοές μεταξύ Κάνιγγος, Πατησίων και Αθηνάς, εταιρικές στον «Πολύδωρα», στη «Τζίνα» και αλλού και αντιγραμμένες με κακοτυπωμένα εξώφυλλα σε πάγκους σε πανηγύρια, στις λαϊκές αγορές και φυσικά στην Ομόνοια.
Από Κόκκοτα μέχρι Deep Purple και Santa Εsmeralda και τα καλύτερα του θρυλικού “Omonia Sound”: Μαργαρίτης, Καφάσης και φυσικά Μανώλης Αγγελόπουλος.
Στα δισκάδικα κυρίως των συνοικιών, το πράγμα δούλευε αλλιώς: Επισήμως κανείς δεν έγραφε κασέτες, αφού ήταν παράνομο, στη πράξη όμως όλοι οι δισκοπώλες αυγάτιζαν τις πωλήσεις βινυλίων με πωλήσεις δεκάδων αντιγράφων σε κασέτα.
Το μεγάλο πρόβλημα των κασετών ήταν ότι χάλαγαν εύκολα…
Πότε έφευγε το σφουγγαράκι που καθάριζε την καφέ λεπτή ταινία, πότε το κασετόφωνο έδειχνε κανιβαλιστικές τάσεις και μασούσε την «ευαίσθητη» παρτενέρ του.
Βic στιλό να γυρίσει και η ταινία να ξεκολλήσει ή στην αρχή και πάλι γρήγορα να γυρίσει – Το πρωτόγονο repeat!
To κατσαβιδάκι αναλάμβανε τα πιο δύσκολα: να ξεβιδωθούν οι μικρές βίδες, να βγει προσεκτικά το πλαίσιο και μια μεμβράνη προστασίας. Συνήθως όλα αυτά ήταν τζάμπα κόπος: Η τύχη της κασέτας που «έκλαιγε», ήταν τα σκουπίδια, η άσφαλτος – ξεκοιλιασμένη με την καφέ ταινία κουβάρι ή η μετατροπή της σε απωθητικό πουλιών σε χωράφια της επαρχίας!
Άμα έβρισκα καμία σπασμένη στο δρόμο, αφαιρούσα προσεκτικά τα «έντερα» και κρατούσα τα λευκά καρουλάκια. Τα γύριζα με το δάχτυλο και μιμούμουν τον ήχο που έβγαζαν στα τελευταία τους: παραμόρφωση και μισές συλλαβές.
Μια χρονιά, πλησίαζαν Χριστούγεννα και μετρούσα το χαρτζιλίκι μου. Ήθελα να πάρω τη νέα κασέτα του Τουρνά αλλά ήθελα και να μου μείνουν λεφτά για να πάρω δώρο στον πατέρα. Τελικά το συνδύασα: Του πήρα δώρο την νέα κασέτα του…Τουρνά!
Το ό,τι ο μπαμπάς αγνοούσε την ύπαρξη του καλλιτέχνη και του ρεπερτορίου του, δεν πτόησε τον πονηρό γιό!
Θυμάμαι το έκπληκτο βλέμμα του ακόμα:
-Ποιός είναι αυτός; Αναρωτήθηκε.
-Είναι καλός, του είπα, καινούργιος! Θα σ’ αρέσει!
Έβαλε τη κασέτα να παίξει στο Λάντα 2-3 φορές (για να μου δείξει πως του άρεσε το δώρο μου) και μετά γύρισε στο αγαπημένο του ρεπερτόριο: Ξυλούρης, Μαρίζα Κωχ, Χιώτης.
Αυτή την ιστορία την θυμόταν χρόνια μετά και γελούσε.
Αλλά χάθηκε και η κασέτα μου και εκείνος…
Θανάσης Κρεμασμένος
- Γεννήθηκα στο Περιστέρι και πλέον μένω στο Βραχάτι. Πολυεθνικάριος για 30+ χρόνια, έβρισκα διέξοδο στη μουσική, τα ταξίδια και το διάβασμα. Δυστυχώς διαβάζω λιγότερο από όσο θέλω και θυμάμαι ακόμα λιγότερο. Αν εντοπίσετε στις μικρές μου ιστορίες κάτι γνώριμο, δύο τινά συμβαίνουν : α) το ασυνείδητο υποσυνείδητο μου ( που συχνά-πυκνά με εκπλήσσει συνήθως αρνητικά) έκανε λογοκλοπή ή β) έχετε ζήσει παρόμοιες ιστορίες σε κάποια φάση της ζωής σας. Πήρα το θάρρος να εκτεθώ γιατί οι φίλοι μου λένε πως γράφω συμπαθητικά και γιατί όσο μεγαλώνω θυμάμαι παλιές ιστορίες. Την κατανόηση σας παρακαλώ!