Παραμύθια σε κουτιά παπουτσιών
Αγαπούσα πολύ τα βιβλία. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί μου κάναν δώρο σε γνωστό κατάστημα υποδημάτων της περιοχής μας ένα μικρό παραμύθι, (δυο φορές το χρόνο μου αγόραζαν παπούτσια ήμουν μάλλον από τους τυχερές) μα πιο πολύ χαιρόμουν εκείνα τα παραμύθια παρά τα καινούργια γυαλιστερά παπούτσια μου. Κάθε φορά παρακαλούσα να μου δώσουν και δεύτερο, πότε τους έπειθα, πότε η μαμά πλήρωνε κάτι παραπάνω ώστε να το πάρω, να σταματήσω το κλάμα και να δεχτώ να φύγω από το κατάστημα.
Τα χρόνια πέρασαν, άρχισα να σκαρφαλώνω στη βιβλιοθήκη του σπιτιού και να κατεβάζω εκείνα τα βαριά βιβλία από ψηλά. Δεν θυμάμαι αν ήταν εκείνα βαριά ή αν ήταν για μένα, αλλά να… είχαν χοντρό εξώφυλλο δερματόδετο, υπολογίζω πως θα ήταν ασήκωτα για μένα. Μύριζαν υπέροχα! Το θυμάμαι καλά! Χαρτί μελάνι και μια υπέροχη μυρωδιά που θρονιάζονταν στα ρουθούνια μου από την αρχή μέχρι το τέλος της ανάγνωσης. Δεν τσαλάκωνα ποτέ τις σελίδες του, πάντα έβαζα σελιδοδείκτη, όχι σαν τους σημερινούς δεν είχαμε τέτοιους, μια φωτογραφία, ένα κομμάτι χαρτί ήταν ότι έπρεπε.
Στα χρόνια που πέρασαν λάτρεψα ακόμα περισσότερο τα βιβλία. Υπήρχαν εποχές μακριά από τα κέντρα διάθεσης τους, επαρχία δηλαδή, που με δυσκολία εύρισκα κάποια νέα αξιοπρεπή έκδοση, έπρεπε να ταξιδέψω για να αγοράσω έστω ένα καλό βιβλίο. Υπήρξαν όμως και κάποιες άλλες εποχές που δεν είχα καθόλου χρήματα για να διαθέσω για την μεγάλη μου αγάπη. Καμιά φορά με ρωτάνε πόσα έχω διαβάσει, φίλε αλήθεια δεν μπορώ να ξέρω. Πόσα βιβλία έχεις με τα λεφτά που έδωσες γι’ αυτά θα μπορούσες λέει να είχες πάει πολλά όμορφα ταξίδια. Αχ και να ΄ξερες πόσα ταξίδια έχω πάει. Όλο το κόσμο έχω γυρίσει ακόμα και κόσμους που εσύ ούτε έχεις ονειρευτεί!
Ακόμα τα αγαπάω πολύ, μόνο που τώρα πια η μυρωδιά τους είναι άλλη. Δεν την αντέχω! Μυρίζει καμένο, σάπιες διαδικασίες, εκμετάλλευση, βρώμα σου λέω και δυσωδία. Πιάνω να διαβάσω ένα βιβλίο και τρέμουν τα φυλλοκάρδια μου από την μεγάλη προδοσία που κρύβει η διαδρομή του από τον δημιουργό στα χέρια μου. Φωνάζει ότι δεν έχει κάποιος σεβαστεί την δημιουργία του. Τον χρόνο και τη ψυχή του, την ψυχή του συγγραφέα ή ποιητή, μόλις πριν λίγο καιρό μεταφέρθηκε στο χαρτί ή με το σύγχρονο τρόπο στην οθόνη ενός υπολογιστή.
Ποιός μπορεί να πάει σε ένα βιβλιοπωλείο σήμερα και να νιώσει εκείνο το δέος που ένιωθε κάποτε;
Εμπορεύματα και κράχτες φανεροί των εμπορικών βιβλίων αμφιβόλου ποιότητας και ουσίας.
Θαυμάζω ακόμα εκείνους τους παλαιούς βιβλιοπώλες που γνωρίζουν, συγγραφείς, βιβλία και παλιές όμορφες εκδόσεις. Που μπορείς να τους πεις πιο βιβλίο διάβασες τελευταία και σ άρεσε και κατευθείαν να σου συστήσουν το επόμενο που θα σε ταξιδέψει χωρίς καμία αμφιβολία, γιατί…ξέρει!
Στα μεγάλα πολυκαταστήματα που έχουν και προθήκες βιβλίων ο κόσμος πια επιλέγει βάση εξωφύλλου και τίτλου.
Ανάθεμα και αν διαβάζει το περιεχόμενο. Μια γρήγορη ανάγνωση απλά να ξέρει τι ιστορίες γράφει.
Δεν πάει πουθενά με αυτό το βιβλίο, δεν σηκώνεται από τον καναπέ, δεν ακούει μουσική, δεν ταξιδεύει.
Ένα ακόμα καταναλωτικό κοινό το αναγνωστικό κοινό σήμερα.
Έψαξα εκείνο το κατάστημα υποδημάτων. Άδικος κόπος. Δεν υπάρχει πια παραμύθι στο κουτί των παπουτσιών.
Κανένα παρόμοιο.
Τίποτα.
Τα βιβλία πια μυρίζουν πλαστικό…
Δισακιά Μαριαλένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.