Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

ΣΠΙΘΕΣ – ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΗΜΤΣΑ

Πριν μέρες – μπορεί να κοντεύει και μήνας δεν ξέρω, ο καιρός εκτυλίσσεται μυστηριωδώς τελευταία- σουρούπωνε και ‘γω πότιζα τα λουλούδια, ο Λ. έχοντας ήδη πάρει την καθιερωμένη θέση του στο τραπεζάκι της βεράντας, – κλακ!- άνοιξε το μπουκάλι της μπύρας του, τι τον έπιασε ποιος ξέρει κι ανυποψίαστα γυρνάει και μου λέει : “ τότε που πρωτογνωριστήκαμε, μήπως ήμασταν καλύτεροι που δεν είχαμε βαρύνει τόσο ως άνθρωποι”; Δεν ήξερα τι να του απαντήσω κι είχα μείνει ενεή με το ποτιστήρι στο χέρι να εξακολουθεί να τρέχει νερό στη γλάστρα.

Σκέφτομαι (νομίζω το έχω καταθέσει και γραπτώς) πόσες φορές στο ¨πώς είσαι” έχω απαντήσει πως νιώθω λες και κουβαλώ μέσα μου όλα τα βάρη του κόσμου. Κι ίσως αυτό εννοούσε κι ο Λ. με τούτη την εκ πρώτης όψεως περίεργη κουβέντα.

Μετά έφυγε η συζήτηση κι είπαμε για την κρυφή ενοχή, που λείπαμε κι οι δύο το καλοκαίρι για δουλειά κι εδώ γινόντουσαν τα έκτροπα της βίας και της βαρβαρότητας – μιας βαρβαρότητας απτής, που σε γυροφέρνει ύπουλα και γαργαλάει τους ώμους σου πριν σου κόψει το κεφάλι, βιαιότητα να την τρως με το κουτάλι, μόνο κάνοντας μια τσάρκα στις γειτονιές μας, στις γειτονιές των Εξαρχείων, στα πανεπιστήμια, στις λεωφόρους που διασχίζουν οι διαδηλώσεις, στους δρόμους που στρατιωτάκια σφιχτοδεμένα στις πλαστικές τους πανοπλίες ακολουθούν υπνωτισμένα τον μαγικό αυλό που ονομάζεται κρατική εξουσία. Και λέγαμε πως μιλάμε για τους αγώνες, αλλά μήπως τελικά οι αγώνες αυτοί δεν είναι δικοί μας γιατί εμείς δεν ήμασταν εδώ, να υψώσουμε μια γροθιά, να γδάρουμε τα λαρύγγια μας, να δώσουμε έστω ένα χανζαπλαστ στο διπλανό που του σκίσανε το μπράτσο με το γκλομπ. Εμείς δεν ήμασταν εδώ παρά λιώναμε τις υπάρξεις μας να εξυπηρετούμε έναν εργοδότη τσιφλικά που μας τάιζε επίσης τη βία, τη βία των ελεεινών συνθηκών εργασίας. “Δεν ήμασταν εδώ”, επαναλαμβάναμε ο ένας στον άλλο, αλλά πιο πολύ ο καθένας στον εαυτό του, σαν προσωπικό πικρό απολογισμό, στον οποίο βγαίνουμε μείον.

Σου έχω πει πως μικρή ήθελα να γίνω ζωολόγος; Στο ζωικό βασίλειο, ένα από τα σημαντικότερα “συναισθήματα” είναι ο φόβος. Εγώ τον μισώ τον φόβο. Για τα ζώα όμως αυτό το ένστικτο είναι πολύτιμο γιατί δρα ως μηχανισμός αυτοπροστασίας κι είναι λέει απαραίτητος ώστε να διατηρείται η ζωή. Κι έτσι κάπως ηρεμώ που φοβάμαι και προσπαθώ να συμφιλιωθώ με την παραδοχή αυτή. Γιατί, ναι, κάτι στιγμές η πραγματικότητα της βαναυσότητας αυτού του αιμοβόρου κόσμου με κάνει και φοβάμαι. Φοβάμαι όχι τόσο μην πάθω κάτι ή μην καταφέρουν και μας πεθάνουν πριν πεθάνουμε, φοβάμαι πιο πολύ όταν φοβάσαι κι εγώ δεν έχω τίποτα να σου πω για να σου πάρω τον φόβο. Φοβάμαι τι θα γίνει αν νικήσει ο φόβος.

Κι άλλες φορές, πολλές, με πιάνει αυτή η ενοχή και θεριεύει ο κουρνιαχτός φόβος του “δεν κάνω τίποτα, τίποτα αρκετό”. Σκέφτομαι τότε – κι ίσως αυτό δεν είναι παρά μια ακόμα ηλίθια απέλπιδα απόπειρα παρηγοριάς- πως αν υπάρχει η φωτιά της αντίστασης στη μονοκρατία της βαρβαρότητας και της υποταγής δε γίνεται να ‘μαστε όλοι δυνατές γλώσσες της φωτιάς αυτής, κάποιοι από εμάς είναι σπίθες κι αυτό καθόλου κακό, απογοητευτικό ή δείκτης αδυναμίας δεν είναι. Γιατί κι οι σπίθες έχουν την αξία τους, ακόμα κι αν ορατές δεν είναι από μακριά κι έχουν έργο ιερό να συντηρούν τη φωτιά. Κι οι πιο μικρές ακόμα σπίθες κάνουν πού και πού ένα τσαφ και όσα είναι γύρω καψαλίζουν ή άλλες φορές λίγο παραπέρα από την αρχική εστία της φλόγας πετάγονται και πυροδοτούν μια νέα φωτιά από το μηδέν .

Κι αν είμαστε τυχεροί, θα φτάσουμε μια μέρα να ‘χουμε παραδώσει στη φλόγα ό,τι καυστική ύλη μπορούσαμε, και να πούμε “τα ‘δωσα όλα, δεν έχω άλλο” με αίσθηση αγαλλίασης όμως , όχι παραίτησης και ν’ αφήσουμε γαλήνια να καίγονται τα τελευταία μας αποθέματα. Μεγάλη τύχη να τελειώνεις ως κάρβουνο αυτής της φωτιάς, όσο μικρό ή μεγάλο προσάναμμα κι αν υπήρξες.

Για τη φωτιά που καίει τη βαρβαρότητα, την ανισότητα, την αδικία κάποιοι είμαστε ο Προμηθέας, κάποιοι είμαστε τα σπίρτα. Αυτός ο αγώνας, ναι, είναι δικός μας.

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής