Στατί – Στατί
( Η ύστατη προσπάθεια)
Μέσα στο εκκλησάκι επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Μονάχα που και που ακούγονταν το τσακ που κάνει το καντήλι όταν συναντά το φυτίλι του την υγρασία του νερού. Η Φανή μαυροντυμένη, ακόμα, τρία χρόνια μετά, τον θάνατο του άντρα της. Σήμερα μετρούσε τρία χρόνια και πέντε μέρες. Πέντε μαρτυρικές μέρες. Είχε μπροστά της μεγάλο Γολγοθά, θα κρατούσε άλλες τριάντα πέντε ημέρες.
-Ανάθεμα, το βρωμόνησο που βρήκα να γεννηθώ, μονολογούσε, Άκου εκεί , στατί – στατί, γιατί δεν έλιωσε. Μα πως να λιώσεις έρμε Παναγιωτάκη μου, με τόσες χημειοθεραπείες και φάρμακα!
Πριν πέντε μέρες, έπρεπε να τον ξεθάψει. Πήγε στο νεκροταφείο, με τα λάδια της, τα κρασιά της, το κουτί της, έτοιμη σε όλα της. Βγάζουν την πλάκα, το καπάκι, άλιωτος ο Παναγιωτάκης της!
-Τώρα; ρωτάει τον παπά.
-Στατί – στατί, της απαντάει.
-Πάτερ, αποκλείεται, δεν μπορώ να το κάνω!
-Εδώ έκανες άλλα και άλλα για τον άντρα σου, αυτό δεν θα κάνεις; Από σήμερα ξεκινάμε.
Και ξεκίνησαν! Τον εσπερινό πήγαν στο πρώτο ξωκλήσι, βάλανε όρθια την σωρό, πίσω από την πόρτα, έκανε ο παπά – Κώστας την λειτουργιά του εσπερινού, και την άφησε εκεί να του κάνει παρέα, μέχρι την επομένη. Κάθε μέρα πριν τον εσπερινό, πήγαινε ο παπά – Κώστας, έπαιρνε την σωρό στην πλάτη, από πίσω ακολουθούσε η Φανή, και πήγαιναν στο επόμενο εξωκλήσι. Πέντε μέρες, πέντε ξωκλήσια, τριανταπέντε μέρες ακόμα.
-Πάτερ, γιατί δεν λιώνει;
-Φανή, στο είπα από την πρώτη στιγμή, βαρύ το αμάρτημα σας! Αν δεν εξομολογηθείς, ούτε με δεύτερο στατί – στατί δεν θα λιώσει, ο ευλογημένος.
-Παπά μου, λυπήσουμε την έρμη!
-Ο Θεός να λυπηθεί και τους δύο σας, κόρη μου, σου έφερα φαΐ. Φάε και ξεκουράσου. Το νου σου μόνο, μην μπει μέσα κανένας χριστιανός και πάθει τίποτε από την τρομάρα του.
Έφυγε ο παπά – Κώστας, και την άφησε μόνη της, να ακούει το καντήλι, και να την ταράζουν κάθε τόσο τα “τσαφ!” του.
-Άκου να μας λυπηθεί ο Θεός! Λες και μας λυπήθηκε ποτέ, λες και έδειξε τον οίκτο του. Λυπήθηκε εσένα Παναγιωτάκη μου; Λυπήθηκε εμένα; Tη μάνα σου; Χήρα και άτεκνη μ άφησε. Κωλόνησο, άκου εκεί να εξομολογηθώ. Τα είπα στον παπά, τα είπα και στον αδιάφορο Θεό του, γιατί πρέπει να τα πω και στην μάνα σου; Δεν φτάνει ότι πληρώνω; Λιώσε Παναγιωτάκη μου, λιώσε και δείξε μου πως τουλάχιστον με λυπάσαι εσύ, ψυχή μου! Λιώσε και δεν θα αντέξω δεύτερο στατί – στατί, θα έρθω να σε έβρω, να δω ποιος θα μας κουβαλά μετά!
Αχ Αι – Λιά βοήθα τον
Θεός δεν τον λυπηθεί
Λυπήσου με όμως και εμέ
Τη μαύρη μου τη μοίρα
Που στο κρεβάτι
να τον δω να λιώνει
με τις ανάσες του
δεν μπόραγα η χήρα.
Δώστου συγχώρεση
που ζήτησε φαρμάκι
Δώσ’ μου και μένα που του
το ΄δωκα να το ΄πιει.
Μοιρολόι η προσευχή της. Σαράντα μέρες η Φανή, στατί – στατί, με τον Παναγιωτάκη άλιωτο. Ξωκλήσι το ξωκλήσι, εσπερινό τον εσπερινό.
Γύρισαν στο χωριό, ξανά ταφή, ξανά πόνος, ξανά κλάμα. Ήταν και η μάνα του εκεί, και πήγε στον παπά.
-Γιατί παπά μου το παιδί μου, τι κακό, πρόλαβε να κάνει και δε λιώνει;
-Να πας να βρεις την νύφη σου, μα να πας με αγάπη.
Πήγε η μάνα του Παναγιωτάκη, να βρει την Φανή.
-Φανή, κόρη μου, πες μου γιατί, να χαρείς, τι κρίμα είχε ο γιος μου;
Τι να έκανε η Φανή, ξεστόμισε το μυστικό, τώρα πια το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μην ξανακάνει το στατί – στατί.
Μολόγησε λοιπόν και το γλύτωσε. Την επομένη μέρα την ώρα που το ξόδι της Φανής περνούσε από το δρόμο του χωριού, οι αστυνομικοί περνούσαν χειροπέδες στα χέρια της πεθεράς της.
Στατί – στατί * Η σωρός του ενταφιασμένου που ξεθάβονταν τρία χρόνια μετά την κηδεία και δεν έχει λιώσει επί σαράντα μέρες εκκλησιαζόταν σε διαφορετικό ξωκλήσι, κάθε εσπερινό, ώστε να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του μιας και πίστευαν πως αυτός ήταν και ο λόγος που δεν είχε λιώσει, αυτό πίστευαν βοηθούσε με τον επόμενο ενταφιασμό να λιώσει. Παλιό έθιμο που γινόταν στη Σκύρο.
Μαριαλένα Δισακιά
Το διήγημα έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο “Ασκήσεις επί χάρτου” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “ΚΥΜΑ“
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.