Ο δρόμος απλώνεται μπροστά της ίσιος , άδειος , ελαφρά κατηφορικός . Η ταχύτητα στη νεκρά . Τα μάτια κοιτούν χωρίς να βλέπουν . Η ζωή ανθίζει δεξιά και αριστερά . Εκείνη μαραίνεται . Δίπλα της η ζωή , σε κίνηση . Η δική της στάσιμη .
Ποιος να φταίει , σκέφτεται . Εγώ , που σταμάτησα ή αυτή που τρέχει αδιάφορη .
Οδηγεί με προσοχή . Τα παράθυρα κλειστά . Δεν ακούει τις κόρνες , δεν βλέπει τις χαρούμενες φάτσες . Την ενοχλεί τόση χαρά . Τα γέλια φτάνουν στ΄αυτιά της ήχοι ενοχλητικοί και θυμώνει καθώς τραυματίζουν τη σιωπή που έχει επιλέξει να κρύβεται μέσα της . Δεν την αφορά η ευτυχία . Δεν είναι δικό της θέμα πιά .
Στέγνωσε η καρδιά της , σαν ρούχο , που ξεχάστηκε στην απλώστρα και έχασε τη μυρωδιά της φρεσκάδας .Οι δρόμοι τους χώρισαν . Η δικιά της ευτυχία χαμένη στην πολιτεία των απόντων και αυτή να επιμένει να τη ψάχνει , σε ένα χαζό παιδικό παιχνίδι , το κρυφτό . Συνήθισε . Όλα επίπεδα . Συναισθήματα και ζωή . Και όλα στον αυτόματο με την ταχύτητα στη νεκρά . Και στο παιχνίδι μόνη της . Να κρύβεται, από ποιόν άραγε ; Φτου και βγαίνω . Και να μην βγαίνει ποτέ .
Πάντα να τα φυλάει . Στραβώνει το χαμόγελο στο στόμα της . Εχει αποφασίσει να παραμείνει στην κρυψώνα της . Ας τη ψάχνει όποιος θέλει . Είναι καλά εδώ , ήσυχα, ζεστά , απομονωμένα . Δεν την ενοχλεί κανείς .
Το «μπαμ» την επανέφερε στην πραγματικότητα . Οι σκέψεις έμειναν κολλημένες στο θαμπό τζάμι του μυαλού της κι εκείνη προσπάθησε μάταια να καταλάβει τι συνέβη. Μα που βρέθηκε εκείνη η στροφή ;! Πως ξέφυγε ; Δεν έπιασαν τα φρένα! Δεν είχε φρένα ! Το τράνταγμα ένοιωσε . Τη σύγκρουση . Μετωπική. Η ζώνη ασφαλείας της έσφιξε το στήθος . Η καρδιά της φτεροκόπησε τρομαγμένη . Ανοιξε την πόρτα και βγήκε έξω . Κόσμος γύρω της , είστε καλά ; Καλά ήταν ! Ασυναίσθητα, τίναξε τα ρούχα της . Και αυτά , με μια γενναία , τελευταία κίνηση , σωριάστηκαν στην άσφαλτο . Θαμπά κομματάκια, σκόρπισαν στα πόδια της , τα χρόνια της ανυπαρξίας . Η ακίνητη ζωή της χοροπηδούσε γύρω της με μεγάλους σάλτους .
Είμαι ζωντανή , ψιθύρισε .
Ενοιωσε την έξαψη , ανατρίχιασε η ψυχή της και το βλέμμα αναζήτησε το δρόμο προς τα μάτια του . Μόνο αυτά υπήρχαν. Ολος ο κόσμος , εκεί , θρονιασμένος στα μάτια του , που της χαμογελούσαν . Μα τι μου συμβαίνει ; Δεν μπορούσε να κουνηθεί , ανυπάκουα τα πόδια της , στέκουν μπροστά του , τρέμοντας .
Συγγνώμη , ψελλίζει , δεν σας είδα …δεν σας πρόσεξα …ήμουν αφηρημένη .
Ψέμματα έλεγε . Χαμένη ήταν . Πεθαμένη ήταν , σ΄έναν κόσμο που είχε χτίσει μαυσωλείο . Τυφλή και απόλυτη . Το πάντα και το ποτέ , σημαίες της . Τσακίστηκαν από το βάθρο τους . Θραύσματα από γυαλιά , τα πατάει , ακούει το θόρυβο , μακρυνό .
Δεν την πληγώνουν πιά . Παραμερίζει τις κοφτερές τους άκρες . Εκείνος , στέκει μπροστά της. Αχ , αυτό το χαμόγελο ! Νοιώθει την άνοιξη να σκορπά μοσχοβολιές στην καρδιά της . Μια παπαρούνα ανθίζει εκεί , δίπλα στο γέλιο του . Ενας ήλιος ανατέλει στα μάτια του . Γλυκαίνει το πρόσωπό της . Χαμογελά και εκείνη .
Να σας δώσω την ασφάλειά μου , του λέει .
Όχι , εγώ θα σας δώσω την ασφάλειά σας .
Φτου , ξελευτερία !
Σοφία Κοντογεώργου
Είμαι η Σ….Κ….
Η ποίηση υπήρξε το καταφύγιό μου . Ώσπου ξεμάκρυνα και χάθηκα .
Για χρόνια περιπλανήθηκα στους δρόμους .
Με βρήκε με περιμάζεψε και μου πρόσφερε στέγη . Ξαναβρήκα το καταφύγιό μου .