Το ακρωτήρι της λύπης
Ήσυχο εκείνο το απόγευμα
κάτω από τις καστανιές.
Η Λου,
βρήκε μια πράσινη σαύρα
και χαμογέλασε μπροστά
στην ομορφιά της κίνησης της.
Όπου πήγαινε η σαύρα,
ακολουθούσε κι η Λου.
Όταν η Λου σταματούσε,
σταματούσε και η σαύρα.
Έφτασαν
στο ακρωτήρι της λύπης.
6η ώρα απόγευμα
που έδυε ο ήλιος.
Το ακρωτήρι,
είχε ονομαστεί έτσι
γιατί εκεί,
οι φήμες
και λόγια φαντάσματα,
βούταγαν
και πνίγονταν
στο αλμυρό νερό.
Τα περασμένα,
πνίγονταν κι αυτά
έτσι ελαφρά,
χωρίς άρνηση καμιά.
Ένα καλαμάρι
λικνιζόταν ρυθμικά.
Γιάτρευε παλιές πληγές,
όταν σε έλουζε μελάνι
δίχως σταματημό.
Το καλαμάρι,
ο έρωτας της σαύρας.
Τα νερά έσκαγαν,
στα πόδια της Λου.
Ο φάρος μακρυά αναβόσβηνε,
σα το χτύπο της καρδιάς.
Είχε φύγει από το
ξεπερασμένο μοτίβο η Λου.
Μια υγρασία διαπερνούσε
τον 2ο όροφο του κορμιού της.
Δεν έτρεξε να βγάλει το μελάνι
από πάνω της,
όπως πολλοί άλλοι
που από φόβο
έμπαιναν σε όποια αυλή
έβρισκαν μπροστά τους
και με λάστιχο ξέπλεναν
τη βιτρίνα τους.
Σιγό-μουρμούρισε η σαύρα:
Μη ξεχνάς Λου,
η δόξα είναι μια νοστιμότατη
παχιά τούρτα,
που αφού τη γευτείς,
την αφοδεύεις.
Πάλι φτιάχνεις καινούργια.
Και το τρομερό;
Κάθε φορά,
πιο πλούσια σε ζάχαρη.
Γι αυτό,
άσε το ταξίδι να σε πάει
εκεί που επιθυμείς.
Μη βιάζεσαι.
Η Λου,
ανταποκρίθηκε :
Δε φοβάμαι τα ταξίδια.
Γίνομαι πλουσιότερη,
απο εικόνες υπαρκτες.
Τα ταξίδια του μυαλού,
τις άγαρμπες σκέψεις
που δε φανερώθηκαν ποτέ.
Αυτές τσαλακώνω,
πετώντας τις
στο ακρωτήρι της λύπης.
Είναι μάταιο να αγρικώ,
ρόλους κι όχι καθαρές ψυχές
που δεν τρέμουν
να σε κοιτάξουν στα μάτια.
Στο ακρωτήρι της λύπης,
μένεις γυμνός.
Γεννιέσαι ξανά
κι η αντίληψη γίνεται
δασκάλα τρυφερή.
Σου γέρνει το κεφάλι χαμηλά.
Κοιτάς γη.
Έτσι γνώρισα,
τη πράσινη σαύρα.
Πολύ ουρανό ξόδεψα
κι άφησα το χώμα.
Έμαθα πως,
κοιτώντας χαμηλά
βλέπεις πολιτείες από ζωή.
Πατάς γερά.
Γίνεσαι Άνθρωπος
κι ύστερα,
ξανά υψώνεις καθάρια
το βλέμμα σου ψηλά.
Αναστασία Πελεκάνου
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.