Το μπαουλοστέρεο
Είχε περάσει ήδη το μισό της δεκαετίας του 70, το διάστημα δηλαδή που έγινα γυμνασιόπαιδο. Τα μουσικά μου ακούσματα άρχιζαν και τελείωναν στο ραδιόφωνο και στα 45άρια του θείου Γιώργου.
Μόνο που εκείνα τα 45άρια έκρυβαν στα αυλάκια τους καημούς, αποχωρισμούς, μπουζούκι και ενίοτε κλαρίνο.
Ο μπάρμπας, μουσικόφιλος όντας, κάθε Παρασκευή με το που τσέπωνε το βδομαδιάτικο, πήγαινε στου Φώντα, απέναντι στο κεντρικό δρόμο του Λόφου, στην Τζον Κένεντι, για να φορτώσει τις νέες κυκλοφορίες: Καζαντζίδης, Γαβαλάς, Περπινιάδης και καμιά φορά κανένας Ανταμό.
Στο σαλόνι του, είχε ένα τεράστιο έπιπλο που ήταν μαζί, πικάπ, ντουλάπι αποθήκευσης δίσκων και ηχείο.
Όταν έλειπε στη δουλειά, άρχιζε η μυσταγωγία:
Ξαδέρφια και γειτονόπουλα ανοίγαμε το “μαγικό” κουτί, διαλέγαμε (μάλλον στην τύχη) τα βινύλια με την εντυπωσιακότερη ετικέτα και τα φορτώναμε το ένα πάνω στο άλλο.
Η φάση ήταν να τσεκάρουμε πως όταν θα τελειώσει το ένα, ο μηχανισμός θα ρίξει το άλλο από πάνω του σωστά, ώστε να ξεκινήσει το επόμενο άσμα.
Κάποιος είχε ξετρυπώσει ένα γουέστερν-ταγκό (δύο σε ένα) που ξεκινούσε με κάτι πυροβολισμούς και ακολουθούσε ρυθμικά ένα ακορντεόν. Με τους πυροβολισμούς πέφταμε στα πατώματα σαν να μας είχε σκοτώσει ο τύπος της μονομαχίας στο Ελ Πάσο: Ένα ξαφνικό τίναγμα του κεφαλιού, τα χέρια να πιάνουν τη καρδιά που είχε λαβωθεί, το μάτι γουρλωμένο πριν να κλείσει για πάντα!
Άλλες φορές γυρίζαμε το κουμπί στις γρήγορες στροφές (στις 78) και ξελιγωνόμαστε.
Ένα άλλο που γουστάραμε ήταν εκείνο το τραγούδι των οικοδόμων: πετραδάκι, πετραδάκι για τα σένα το ‘χτισα, της αγάπης το τσαρδάκι κι όμως δεν σ’ απόκτησα. Κάτι μας έκανε αυτό σε κοινωνική ανισότητα, σε γυναικεία προδοσία, σε αγνό, τίμιο αντριλίκι Δυτικών προαστίων.
Τόσες φορές που παίζανε, απέκτησαν “βράσιμο” στην αρχή, στα πρώτα αυλάκια, πήδαγε η βελόνα ως αθλητής εμποδίων ή κολλούσε επαναλαμβάνοντας ατέρμονα φράσεις ή μελωδίες: Οι πρώτες λούπες μόλις είχαν γεννηθεί!
Λίγο αργότερα, όταν ξεκίνησαν οι εξορμήσεις με το αστικό το 821 στη Ζήνωνος και στα τριγύρω δισκάδικα της Ομόνοιας, η δισκοθήκη του μπάρμπα απέκτησε και δίσκους 33 στροφών. Ο Γιάννης ο ξάδερφος είχε πέσει με τα μούτρα στη μελέτη των κριτικών του Ζήλου και των άλλων “ιεροεξεταστών” του Ήχου, που έθαβαν με δυσνόητο λεξιλόγιο ό,τι πραγματικά μας άρεσε, ενώ αποθέωναν τραγούδια που μας έφερναν χασμουρητά αλλά τα “πουλάγαμε” στη παρέα ως προχωρημένα – όπως θέλαμε και μείς να νοιώσουμε δηλαδή!
Τα πρώτα λεφτά που έβγαλα δουλεύοντας ένα καλοκαίρι που δεν είχα κλείσει ακόμα τα 17, πήγαν σε ένα πικάπ. Τις κασέτες τις είχα βαρεθεί, τις πιο πολλές τις είχε μασήσει ένα άθλιο κασετοφωνάκι, αλλά γι’ αυτές θα γράψω μια άλλη φορά.
Δεν μπορώ όμως να θυμηθώ ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασα…
Πλέον ένοιωθα αυτάρκης: Το δικό μου πικάπ, οι δικοί μου δίσκοι που δεν θα δάνειζα πουθενά και για κανέναν λόγο! Το τελευταίο ειδικά δεν το τήρησα ποτέ…
Κάπως έτσι η παρέα σταδιακά διαλύθηκε: άλλος στο διάβασμα, άλλος στις γκόμενες, άλλος στη δουλειά.
Το “μαγικό” δωμάτιο με τα δισκάκια και το μπαουλο-στέρεο έμεινε εκεί σιωπηλό αλλά έλειπαν τα παιδιά.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ζήτησα εκείνα τα δισκάκια για να τα φυλάξω από τη φθορά του χρόνου, είχαν χαθεί σε κάποιο πατάρι, μπορεί να τα είχαν φάει μουσικόφιλα ποντίκια.
Το έπιπλο λογικά υπάρχει, θα ρωτήσω μια μέρα τον ξάδερφο κι ελπίζω να μη μας πιάσουν τα κλάματα, μεγάλοι άνθρωποι πια, όταν συνειδητοποιήσουμε πως ούτε το μοτέρ δουλεύει πια …
………………….
Άνοιξη του 19
Θανάσης Κρεμασμένος
- Γεννήθηκα στο Περιστέρι και πλέον μένω στο Βραχάτι. Πολυεθνικάριος για 30+ χρόνια, έβρισκα διέξοδο στη μουσική, τα ταξίδια και το διάβασμα. Δυστυχώς διαβάζω λιγότερο από όσο θέλω και θυμάμαι ακόμα λιγότερο. Αν εντοπίσετε στις μικρές μου ιστορίες κάτι γνώριμο, δύο τινά συμβαίνουν : α) το ασυνείδητο υποσυνείδητο μου ( που συχνά-πυκνά με εκπλήσσει συνήθως αρνητικά) έκανε λογοκλοπή ή β) έχετε ζήσει παρόμοιες ιστορίες σε κάποια φάση της ζωής σας. Πήρα το θάρρος να εκτεθώ γιατί οι φίλοι μου λένε πως γράφω συμπαθητικά και γιατί όσο μεγαλώνω θυμάμαι παλιές ιστορίες. Την κατανόηση σας παρακαλώ!