Φεγγαρόταξε
Χωρέσαμε σ’ ένα αμπάρι. Σε κλουβάκι σκοτεινό. Δίπλα από το μπαούλο με τους θησαυρούς. Κρύψαμε τα βρώμικά μας μάτια στο μπουκάλι με το ρούμι. Ρουφήξαμε βρισιές πολεμιστών. Χτυπηθήκαμε με σφαίρες όπλων γεωγραφικών. Στο δεύτερο ημισφαίριο της γης, ο ήλιος καρφώθηκε με λαχτάρα ανάμεσα στα μπούτια μας. Μπήκε απ’ τη χαραμάδα της μαινάδας οροφής. Χάρισε δέκα αιώνες επιπλέον στον καθένα. Το δέρμα μας φολιδωτό. Σκληρό. Κι ανένταχτο. Τα νύχια μας σκαλίζαν προσευχές.
«Γδύσου». «Άνοιξε». «Ολοκληρώσου». «Φεγγαρόταξε».
Δώδεκα φορεσιές αλλάξαμε ώσπου να βγούμε απ’ το «καρύδι». Έτσι έλεγες αυτή τη φυλακή. Είχε τριγύρω της αφήγηση, κάμποσα κορμάκια παιδικά, καπνό βαρύ αχώνευτο κι έναν παππού με μια φλογέρα. Έπαιζε, ακούραστα, έναν ρυθμό οργασμικό. Βγαλμένο από άντερα κουρούνας κλέφτρας κι ερυθρής. Με τσακίρικο το μάτι. Τσιγκάνικο σπυρί. Κι ένα πόδι, ίδιο τροτέζας αδερφής σε τσιμπουκόμπαρο. Ο ιδρώτας, μας έγλειφε νυχθημερόν.
Καθαριζόμαστε κάθε τρεις παρά τέταρτο. Ώρα πρωινή. Την ώρα που οι μύθοι υποκλίνονται σ’ ένα οπισθόφυλλο σκληρό. Ορθό. Κι απλήρωτο.
Ποτέ δεν είδαμε το φως. Μείναμε ώσπου να δέσει το σκαρί ως τη βεράντα. Σκοινί θηλιάς σε λαιμουδάκι πετεινού. Κρατς και πνίξιμο. Σκριτς και μάδημα. Πλατς και μαγέρεμα ζεστό. Παστιτσάδα Κερκυραίικη σε πανηγύρι. Να γλείφεις ως και τα απόκρυφα. Να κουτρουβαλάς σε σάλτσα προστυχιάς. Να μη πεθαίνεις, διάβολε, ποτέ.
Μας βρήκαν κάποτε αγκαλιασμένους σε στάση ερωτική. Έξι και εννιά. Και σαρανταπέντε μάστοροι να αχαμνοπιάνονται. Γινήκαμε βωμός προσκυνητών. «Ενθάδε κείνται οι σκοτεινοί». Στην πραγματικότητα, ξεγελάσαμε τον ουρανό. Καμωνόμαστε πως γράφαμε στο σώμα μας ποιήματα κι ύστερα τα ζωγραφίζαμε. Κι όταν χτυπάγαν οι ώρες οι πολλές, με αίμα ξεδιψούσαμε. Εσύ σφαζόσουν στο λαιμό κι εγώ στη φλέβα.
Από τότε στοιχειώσαμε και τα νησιά. Κάθε που δροσεύει, ακούγονται τα γέλια μας τα τρανταχτά.
Κάθε φορά ακυρωνόμαστε.
Κάθε φορά χτυπάει μεσάνυχτα ο πούστης ο καιρός.
.
*
Αγγελίνα Ρωμανού
Το καθόλου δεν είναι ποτέ λίγο….