Έτσι συμβαίνουν αυτά, ξαφνικά, απρόσμενα.
Ο επίμονος ήχος του τηλεφώνου μ’ έφερε στο σαλόνι. Αμάν πια, δε θα τελειώσω μ’ αυτά τα τηλέφωνα σήμερα! Απάντησα απότομα, μήπως και καταλάβουν ότι δεν έχω και πολύ χρόνο.
-Παρακαλώ.
-Καλημέρα! Τι κάνεις; Όλα καλά, ξαδέρφη;
Η φωνή γνώριμη. Ήταν η ξαδέλφη μου Σοφία. Δε μιλάμε συχνά πια, χαθήκαμε. Εκείνη έφυγε λόγω κρίσης στην επαρχία και πού λεφτά για ατέλειωτες τηλεφωνικές κουβέντες.
Έγινα πιο φιλική, πήρα θέση στον καναπέ να τα πούμε.
-Ναι, μια χαρά είμαι, Σοφάκι μου. Εσύ πώς είσαι;
-Καλά… Να, ξέρεις…
Η φωνή της δίσταζε, αλλά συνέχισε..
-Σε πήρα γιατί έμαθα κάτι και πιστεύω πως θα ήθελες να το ξέρεις.
Η συγγενής, και μάλιστα από επαρχία, και με νέο που “θα ήθελα να μάθω”, δεν ήταν για καλό…
-ΩΧ! Για πες…
-Να…, έμαθα για τη Μαρία… Κατάλαβες ποια λέω, ε;
-Φυσικά, για τη μαμά μου λες! Τι έμαθες;
Πώς να μην καταλάβω, η μαμά μου, η μάνα της καρδιάς. Χρόνια τώρα δεν έχω νέα της και με το άκουσμα του ονόματός της η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.
-Είναι στο ψυχιατρείο…
-Ε;;; Τι;;; Πώς;;; Πού;;;
Έχασα τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια μου. Τα λόγια δεν έβγαιναν, η μαμά μου στο ψυχιατρείο; Αποκλείεται!!! Η φωνή στο τηλέφωνο κάτι έλεγε, αλλά δεν μπορούσα να ακούσω. Ταξίδευα στο παρελθόν. Τι μου έλεγε αυτή;
-Έλα, μ’ ακούς; Δεν ξέρω. Αυτό μόνο έμαθα και πήρα να στο πω, μήπως και θες να τη δεις.
Η φωνή μου έσβηνε, πρέπει ν’ ακουγόταν με το ζόρι στην άλλη άκρη της γραμμής.
-Φυσικά και θέλω! Σε ποιο είναι;
-Α, δεν ξέρω. Ψάξου εσύ και, αν μάθεις κάτι, πάρε να μου πεις κι εμένα.
-Καλά, Σοφία μου… Σ’ ευχαριστώ πολύ! Τα λέμε…
Κλικ, και η γραμμή έκλεισε.
Έπεσε το τηλέφωνο από τα χέρια μου, μούδιασα ολόκληρη… Θεέ μου, η μαμά μου; Γιατί; Η μόνη γυναίκα που φώναξα ΜΑΜΑ!!! Εκείνη με γλύτωσε από το θάνατο στους μόλις έξι πρώτους μήνες της ζωής μου. Τότε με γνώρισε… Τότε την πρωτοείδα… Ένα μωράκι μόνο έξι μηνών ήμουν, σ’ ένα πανεράκι· ξέρεις, εκείνα τα ψάθινα με τα φρουρού… Με είδε και με λάτρεψε, όπως μου είπε μετά από χρόνια. Ας είναι καλά κι αυτή που με γέννησε και μ’ άφησε στα χέρια της, σκεφτόμουν…
Να, σαν ν’ ακούω τη φωνή της μαμάς:
‘‘Ένα πραγματάκι, μια σταλιά ήσουν. Μόνο μάτια έβλεπες…, έτοιμο να πεθάνει…’’
Με πήρε στην αγκαλιά της η μαμά και με κράτησε εκεί δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Με αγάπη και τρυφερότητα ντάντευε “το μωράκι της”… Και μια μέρα, μετά από 13 χρόνια, έτσι και πάλι ξαφνικά κι απρόσμενα όπως είχε έρθει σαν άγγελος στην ζωή μου, έτσι απρόσμενα …ΕΦΥΓΕ… Δεν ήθελε καμία σχέση πια μαζί μου. Πόναγε, λέει, πολύ, όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Και τότε το τηλέφωνο ήταν…
«Χτύπος διακοπτόμενος…»
Κρεμασμένη σ’ ένα ακουστικό περίμενα ν’ ακούσω την αγαπημένη φωνή με ανείπωτη προσμονή κι ελπίδα. Ακούστηκε το ‘‘κλικ’’ που κάνει όταν κάποιος σηκώνει το ακουστικό, όμως φωνή δεν ακουγόταν.
-Μαμά;
Τίποτα, δεν άκουγα τίποτα, μόνο μια πονεμένη σιωπή πίσω από την ανάσα της.
«…»
-Μαμά…
-Μη ξαναπάρεις…
-Μα, μαμά, γιατί;
Τότε η φωνή ακούστηκε αυστηρή και απότομη, όπως τότε εκείνη την φορά που είχα πάρει χαμηλό βαθμό στην ορθογραφία… Τι θυμάται το μυαλό τέτοιες ώρες, ε;
-Παντρεύτηκα, παιδί μου, και όταν σε βλέπω πονάω και ο άντρας μου δε θέλει να σε βλέπω πια… Καλή τύχη να έχεις, αλλά μην ξαναπάρεις τηλέφωνο εδώ…
Κλικ… και η γραμμή έκλεισε
Εκεί να δεις τη δική μου σιωπή να γίνεται μαχαίρι και να σφάζει τον αέρα που ανάσαινα.
Μα, μαμά, γιατί;
Η Μαρία είχε πάρει τη θέση της βιολογικής μάνας, όταν εκείνη με άφησε βρέφος. Δεν έγινε μητριά αλλά μάνα που λάτρευα. Όταν χώρισε με τον πατέρα μου, την έβλεπα συχνά, παρόλο που πόναγε γιατί το είχα αγαπήσει το σπίτι μου, που δεν ήταν πια δικό μου αλλά πήγαινα ως επισκέπτρια. Βρισκόμουν σε μαθητική εστία για παιδιά Γυμνασίου όταν άλλαξαν όλα. Δεν ήξερα τίποτε και τηλεφώνησα όπως πάντα…
Έτσι, ένα τηλέφωνο “ξεκαθάρισε” τα πράγματα. Έτσι…, μετά από ένα τηλέφωνο, μούδιασα στα δεκατρία μου χρόνια… Αλλά εγώ εκεί… -‘‘Γιατί μαμά;’’ Χρόνια ολόκληρα αναρωτιόμουν…
Πριν μερικά χρόνια πήρα τη δύναμη να κάνω ένα ακόμα τηλέφωνο, μεγάλη και ώριμη γυναίκα πια. Ξαφνικά την κάλεσα.
«Χτύπος διακοπτόμενος …»
Ήρεμο καρδιοχτύπι αναμονής για μια ακόμα φορά, η προσμονή της γνώριμης αγαπημένης μου φωνής. Όσο αργούσε να το σηκώσει, η γλυκιά προσμονή γινόταν αγωνία…
-Παρακαλώ…
Στο άκουσμά της, και χωρίς να καταλάβω πώς, η καρδιά μου χτύπαγε στο λαιμό ζητώντας ν’ αποδράσει.
-Μαμά; Εγώ είμαι! ( Η φωνή μου δεν ξέρω πώς έβγαινε).
-Ποια είσαι;
Την άκουσα αυστηρή από την άλλη άκρη του ακουστικού. Ποια είμαι; Μάλιστα, λες κι είχε κι άλλο παιδί…
-Μαμά εγώ!!! Θέλω να σε δω. Σε παρακαλώ, μια φορά ακόμα να σε δω, να σου φιλήσω το χέρι, να σου πω ευχαριστώ!
-Δε θέλω…, σου είπα. Μην ξαναπάρεις, είμαι γριά πια…
Να την πάλι. Αυστηρή και απόμακρη. Τόσα χρόνια μετά και είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα.
‘‘Κλικ’’ στο ακουστικό μου… Σιωπή ξανά. Μούδιασμα ξανά…
‘‘Μαμά γιατί….;’’
Κοίταξα γύρω μου για να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν. Τώρα είμαι στο σαλόνι και απλά έχω μείνει να κοιτάζω το κενό. Πρέπει να τη βρω, σκέφτηκα, δεν είναι ώρα για ταξιδάκια στο παρελθόν. Γύρισα και κοίταξα τον υπολογιστή. Αχ, αυτή η τεχνολογία, όσο δεν την θέλω, τόσο κάθε τρεις και λίγο μου δείχνει πόσο χρήσιμη είναι. Έψαξα καταλόγους για τηλέφωνα ιδρυμάτων, ψυχιατρείων, γνωστών, φίλων, ξεχασμένων μελών της οικογένειας. Παρακάλεσα. Βλέπεις, δεν ήμουν παιδί κοιλιάς αλλά παιδί καρδιάς, ποιος να μου πει απόρρητες πληροφορίες…
Έψαξα, έμαθα ότι είναι αλήθεια. Δεν μπορεί, μα είναι αλήθεια… Θα πάω. Τώρα δε θα με καταλάβει… Δε θα με γνωρίσει… Δε θα μου πει ‘‘φύγε’’. Δεν θα πονέσει που θα με δει… Δε γνωρίζει… Θα της φιλήσω το χέρι και θα της πω:
‘‘Μαμά, σ’ ευχαριστώ πολύ!!! Σ’ αγαπάω!!!’’
Δεν πρόλαβα.
Πήγα.
Άφησα ένα λουλούδι…
Κοίταξα την ημερομηνία στον πρόχειρο σταυρό, πάνω στο νιόσκαφτο μνήμα… Μόλις λίγες μέρες πριν είχε φύγει για το μεγάλο, μοναχικό της ταξίδι.
Μαμά, σ’ ευχαριστώ πολύ… Σ’ αγαπάω!!! Τώρα μπορούσα και να κλάψω…
Όχι από το τηλέφωνο πια… Τώρα δεν έχει ‘‘Χτύπο διακοπτόμενο’’, δεν έχει ‘‘κλικ…’’ Τέλος τα κλικ!!! Τώρα θα μπορώ να της λέω όποτε θέλω ‘‘σ’ αγαπάω’’, δε θα μ’ εμποδίζει κανένας…
Αλλά εκείνο το “Γιατί μαμά;’’ δεν έχει ποτέ κλικ, δεν έχει τέλος… Θα μένει πάντα αναπάντητο το κλάμα ενός παιδιού που ορφάνεψε από την αγάπη…
Δισακιά Μαριαλένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.