Το καλυμμαύχι
«Πήγαινε στο σπίτι, να πάρεις το καπέλο μου τουλάχιστον, να μη βραχεί»
«Ποιο καπέλο πατέρα;»
«Το καλυμμαύχι Πηνελόπη, εκείνο το παλιό, το πρώτο μου. Να μη βραχεί.»
Η Πηνελόπη πετάχτηκε απότομα κι ανακάθισε στα μαξιλάρια. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα η μέρα. Το ρολόι της στο κομοδίνο έδειχνε πέντε.
«Τι ήθελε να πει ο πατέρας; Ποιό σπίτι; Το σπίτι στο χωριό; Να μη βραχεί; Ναι, σίγουρα το σπίτι στο χωριό. Νόμιζα πως δεν είχε μείνει τίποτα εκεί μέσα. Τα είχαν πάρει όλα οι γυναίκες των αδελφών μου, τα περισσότερα τα πέταξαν, άλλα τα πούλησαν στο παζάρι, δεν πρόλαβα να κρατήσω τίποτα….. αχ πατέρα, αν ήξερες…. δεν ήξερες. Τώρα ξέρεις. Ορκίστηκα να μην πατήσω ποτέ ξανά το πόδι μου σε κείνο το σπίτι. Μα τώρα…. κάτι ζητάει ο πατέρας».
Σε τρεις ώρες η Πηνελόπη βρισκόταν έξω από το πατρικό της σπίτι. Τρεις ώρες ακριβώς. Τόση ήταν η απόσταση αν δεν έκανες καμία στάση.
Η πόρτα έτριξε. Τα αγριόχορτα κι οι τσουκνίδες παραμέρισαν σιωπηλά στο πέρασμά της. Η μοναδική ζωντανή μουριά της έγνεψε με το κεφάλι: «καλώς όρισες στο πατρικό σου Πηνελόπη». Τις υπόλοιπες τις είχαν κόψει οι νύφες κι έστεκαν τώρα ακέφαλες και θλιβερές. Τις προσπέρασε κι ανέβηκε την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι. Με το χοντρό σκουριασμένο κλειδί άνοιξε τη μεσαία πόρτα, ξύλινη κι αυτή, και πάτησε διστακτικά τα σανίδια του δωματίου που κάποτε αποτελούσε το καθιστικό της οικογένειας. Ένοιωσε τα σάπια ξύλα να υποχωρούν. Με κίνδυνο να γκρεμιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη στο υπόγειο κελάρι, περπάτησε ανάμεσα σε ιστούς από αράχνες, κρωξίματα από νυχτερίδες κουρνιασμένες στις τρύπες της σκεπής και απόηχους από χαρές παλιές, λησμονημένες….
Οι γείτονες τους είχαν προειδοποιήσει. Το σπίτι έμπαζε νερά, έπρεπε να φτιάξουν τη σκεπή το συντομότερο. Μα οι νύφες της είπαν να κοιτάζει τη δουλειά της. Καλύτερα θα το πουλούσαν σαν οικόπεδο.
Ένα μπαουλάκι στο βάθος του δωματίου ήταν ό,τι είχε απομείνει από τα έπιπλα της γιαγιάς και του παππού. Δεν το θέλανε, μουχλιασμένα ρούχα είπαν, ποιος τα χρειάζεται; Η Πηνελόπη το άνοιξε με αργές κινήσεις. Έκλεισε τη μύτη. Όντως μουχλιασμένα όλα…. εκτός από ένα μαύρο καπέλο. Το καλυμμαύχι! Άθικτο! Όπως τότε, στη χειροτονία του πατέρα.
Ήταν δίπλα του η Πηνελόπη όταν χειροτονήθηκε παππάς. Ήταν πάντα δίπλα του. Έτσι και κείνη την ημέρα. Τον κρατούσε σφιχτά από το ράσο, όπως της είχε πει, για να μην τον χάσει. Γύριζαν από τον οφθαλμίατρο και διέσχιζαν τη λαχαναγορά του Πειραιά στο δρόμο για το σπίτι. Η μικρούλα είχε τα μάτια σφαλιστά. Με το ένα χέρι κρατούσε το ράσο του μπαμπά και με το άλλο ένα ζουμερό πορτοκάλι χωρίς τις φλούδες, που της είχε πάρει για να την παρηγορήσει. Τα μάτια της έτσουζαν από το κολλύριο που της είχε ρίξει ο γιατρός και δεν είχε σκοπό να τα ανοίξει ως που να φτάσουν σπίτι. Δε φοβόταν όμως. Την οδηγούσε ο πατέρας.
Όλα έγιναν σε μια στιγμή. Οι σειρήνες ούρλιαξαν, ο κόσμος άρχισε να τρέχει δεξιά κι αριστερά για να σωθεί, φωνές και ποδοβολητά και τρόμος! Στα καταφύγια, στα καταφύγια! Ο πατέρας άρπαξε το παιδί κάτω από τη μασχάλη του. Καθώς έτρεχαν, η Πηνελόπη ένοιωσε το καλυμμαύχι του πατέρα να κατρακυλάει στο δρόμο. Μεμιάς άνοιξε τα μάτια, πέταξε το μισοφαγωμένο πορτοκάλι και ξέφυγε από την αγκαλιά του πατέρα της φωνάζοντας: «Το καπέλο σου μπαμπά, το καλυμμαύχι, θα στο πιάσω εγώ!» «Άς το παιδάκι μου, θα σε ποδοπατήσουν, πάμε!» Η Πηνελόπη όρμησε προς τα πίσω, κόντρα στο κύμα των πανικόβλητων ανθρώπων, μια σταλιά άνθρωπος εκείνη, αδύνατη σα σκελετός. «Όχι, δεν πρέπει να πατήσουν το καπέλο του πατέρα!» Νάτο, το βρήκε, τόπιασε! «Τι κάνεις μικρούλα μου;» της φώναζαν. Κάλπαζε τώρα περήφανη προς την κατεύθυνση των άλλων ανθρώπων, έψαχνε τον πατέρα, την έψαχνε κι αυτός ουρλιάζοντας ανάμεσα σε αναποδογυρισμένους πάγκους και παρατημένα φρούτα και λαχανικά. Τον αναγνώρισε. Ήταν ο πιο ψηλός κι ο πιο όμορφος μπαμπάς του κόσμου! «Το καλυμμαύχι σου πατέρα!» Ο πατέρας τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, κι έτσι σφιχταγκαλιασμένοι συνέχισαν να τρέχουν προς το καταφύγιο. Όταν έφτασαν, η μπόρα είχε κοπάσει , οι σειρήνες με έναν παρατεταμένο γκρινιάρικο ήχο, σήμαναν το τέλος του συναγερμού. Οι άνθρωποι προχωρούσαν μουδιασμένοι για το σπίτι τους, δίχως να ξέρουν αν εξακολουθούσαν να έχουν σπίτι….
Η Πηνελόπη άρπαξε στην αγκαλιά της το καλυμμαύχι κι έφυγε δίχως να κοιτάξει πίσω της και δίχως να κλειδώσει. Είχε κάνει την παραγγελιά του πατέρα. Αυτό μονάχα είχε αξία.
Το ίδιο βράδυ έπιασε νεροποντή, πρωτοφανής για την περιοχή το μήνα Αύγουστο. Ο κυρ Στράτος, ο καλός τους γείτονας, πήρε τηλέφωνο την Πηνελόπη.
Η σκεπή είχε γκρεμιστεί.
Μέμη Καρυώτου
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.