Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

Το μονοπάτι των κοχυλιών – Μάουρα Ρομπέσκου




Το μονοπάτι των κοχυλιών



Ήμουν σίγουρη πως κάπου εδώ ήταν.
Φορώντας το κόκκινο φόρεμα μου και τα χρυσά ψηλοτάκουνα πέδιλα, κατέβαζα μπιζουτιέρες, κουτάκια και κασετίνες από κοσμήματα που είχα μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια. Από τον κάτω όροφο άκουγα γέλια και φωνές. Το πάρτι είχε αρχίσει, όμως δεν μπορούσα να κατέβω αν δεν έβρισκα αυτό που έψαχνα. Ήταν πολύ σημαντικό. Ήταν Το Δώρο.
Σκαρφαλωμένη σε μια καρέκλα το χέρι μου έπιασε το μικρό σκεβρωμένο κουτάκι, πίσω πίσω στο ράφι. Το αναγνώρισα πριν ακόμη το ανοίξω. Μόλις σήκωσα το καπάκι, μια θαλασσινή αύρα με πήρε μακριά από το δωμάτιο, στην θάλασσα που τόσο αγαπούσα.
Ένα τσούρμο παιδιά, αγόρια και κορίτσια με μαγιό, τρέχαμε ξυπόλητα πάνω στην καυτή άμμο, παραβγαίνοντας ποιος θα πρωτοβουτήξει στα γαλανά νερά. Με τσιρίδες και άγριες κραυγές περνούσαμε τα πρώτα βήματα, εκεί που το νερό ήταν ρηχό και βουτούσαμε άτσαλα. Θα ήμουν πέντε ή έξι χρονών.
Το μέρος ήταν ήσυχο με καμιά δεκαριά μικρά σπίτια χτισμένα λες πάνω στην άμμο που φιλοξενούσαν κάθε Αύγουστο τις ίδιες οικογένειες. Οι μαμάδες μας πίσω από κατσαρόλες, μαγειρεύοντας το μεσημεριανό φαγητό, μας πρόσεχαν μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα με άγρυπνο μάτι.
Όταν κουραζόμασταν από το κολύμπι και τα πλατσουρίσματα, τότε ξεκίναγε η αναζήτηση. Ψάχναμε για καβούρια, αχινούς και ψαράκια, δελεάζοντάς τα με μπουκιές ψωμιού από το κολατσιό μας. Τότε ήταν που βρήκαμε τα κοχύλια.
Σπαρμένη η χρυσαφένια, υγρή άμμος με δαύτα. Δεν ήταν όμως παντού στον βυθό της θάλασσας, μα σε ένα σημείο μόνο που έμοιαζε με μονοπάτι. Έτσι το ονομάσαμε το μονοπάτι των κοχυλιών. Εφοδιασμένοι με ένα πλαστικό σακουλάκι, βάζαμε μέσα, προχωρώντας τους θησαυρούς μας, κοχύλια διαφορετικών μεγεθών, σχημάτων και χρωμάτων και όμορφες πετρούλες. Το μονοπάτι μας οδήγησε στα βράχια. Μια σπηλιά ανοιγόταν μπροστά μας. Μια σπηλιά σκοτεινή σαν ορθάνοιχτο στόμα, γεμάτο με κοφτερά δόντια που απειλούσε να μας καταπιεί και ενώ ανεβαίναμε στα πλαϊνά βραχάκια κάνοντας βουτιές , στην σπηλιά δεν τολμούσαμε να μπούμε.
Πέρασαν τα χρόνια και εμείς μεγαλώναμε χαρούμενα, ανυπομονώντας να ξαναδούμε τους Αυγουστιάτικους φίλους μας.
Ήταν ένας δύσκολος χειμώνας για μένα, με τους γονείς μου να καυγαδίζουν ασταμάτητα και εξελίχθηκε σε ένα ακόμη πιο δύσκολο καλοκαίρι. Την άνοιξη είχα κλείσει τα δώδεκα μου χρόνια, σαν παιδί που στεκόταν στο κατώφλι της εφηβείας.
Ο μπαμπάς ζήτησε να περάσουμε το καλοκαίρι χώρια. Έτσι εκείνος πήγε στο σπίτι του καλοκαιριού τον Αύγουστο. Εγώ με την μαμά τις λίγες μέρες του Σεπτέμβρη, μέχρι να αρχίσουν τα σχολεία. Πρόλαβα να δω τους Αυγουστιάτικους φίλους μου λίγες μόνο ώρες όταν φτάσαμε και εκείνοι ετοιμάζονταν να φύγουν.
Τον Σεπτέμβρη ήταν μοναχικά εκεί. Το μοναδικό παιδί ήμουν εγώ. Ο ήλιος, μια κόκκινη μπάλα, στον ασυννέφιαστο ουρανό. Η θάλασσα, γαλάζια και αρυτίδωτη και τα νερά κρυστάλλινα και δροσερά, εγώ όμως καθόμουν μουτρωμένη στην άμμο, αρκετά μακριά από το σημείο που έσκαγε απαλά το κύμα, λες και φοβόμουν πως θα με άρπαζε και θα με έσερνε μαζί του, χώνοντας τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών μου στην καυτή άμμο. Ύστερα από αρκετές οχλήσεις από την μαμά μου και το δέρμα μου που τσιτσίριζε στον ήλιο αποφάσισα να μαζέψω λίγα κοχύλια. Το βάζο της φετινής χρονιάς ήταν άδειο. Πήρα βαριεστημένα το πλαστικό τσαντάκι μου και μπήκα ανόρεχτα στο δροσερό νερό. Το μονοπάτι των κοχυλιών με οδήγησε στα βράχια. Όπως πάντα.
Θες η μοναξιά, θες η διάθεσή μου για αντιδράσεις, θες εκείνες οι αχτίδες που τρύπωναν αυθάδικα μέσα στο ανοιχτό στόμα, μπήκα μέσα. Έχοντας τον ήλιο πίσω μου, η σκιά μου ορθώθηκε μπροστά μου σαν την σκιά ενός γίγαντα. Με ένα φόβο να τσιμπά την καρδιά μου, προχώρησα λίγα βήματα πιο μέσα. Τίποτα δεν μου όρμησε. Τίποτα δεν μου επιτέθηκε. Η σπηλιά ήταν σιωπηλή. Κάπου κάπου έφτανε στα αυτιά μου ο ήχος ενός μακρινού παφλασμού, και του ανέμου που έμοιαζε με κλάμα.
Ακολούθησα τον ήχο του ανέμου, καθώς τα μάτια μου συνήθιζαν σιγά σιγά στο σκοτάδι. Το κλάμα δυνάμωνε και καθώς πλησίαζα το βάθος της σπηλιάς, είδα μια μεγάλη ψαρίσια ουρά τυλιγμένη μέσα σε δίχτυα, να σπαρταρά καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί. Την ουρά δεν διαδέχτηκε ένα ανάλογο ψαρίσιο σώμα, μα το κορμί ενός κοριτσιού, σαν κι εμένα. Μαλλιά μπλεγμένα καφεπράσινα σαν φύκια και μάτια γαλανά σαν την πιο βαθιά θάλασσα. Μέσα στα δίχτυα ήταν πιασμένη μια γοργόνα.
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, έτρεξα κοντά της. Τράβηξα τα δίχτυα, προσπαθώντας να την ξεμπλέξω, αλλά μάταια.
-“Περίμενε εδώ.” Της είπα, λες και μπορούσε να πάει πουθενά, έτσι όπως ήταν. Βγήκα με φόρα από την σπηλιά, κολύμπησα τα λίγα μέτρα μέχρι την ακτή και έτρεξα μέχρι το σπίτι, φτιάχνοντας στο μυαλό μου την δικαιολογία που θα έλεγα στην μαμά μου. Μπήκα στο σπίτι με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα. Η ερώτηση δεν ήρθε ποτέ. Η μαμά μου μιλούσε στο τηλέφωνο και από τα χαρτομάντηλα που υπήρχαν σκορπισμένα γύρω της, μάλλον μιλούσε πολύ ώρα και ήξερα και με ποιον.
Ένιωσα τη παρόρμηση να πάω κοντά της και να την αγκαλιάσω, όμως η σκέψη της μικρής γοργόνας κυριάρχησε στο μυαλό μου. Πήγα στη κουζίνα και άρπαξα ένα μαχαίρι και ένα ψαλίδι. Κατέληξα στο ψαλίδι και το έχωσα στο τσαντάκι μου. Άνοιξα το ψυγείο και βούτηξα μερικά από τα σάντουιτς που είχε φτιάξει η μαμά μου και μερικά τάπερ με φρούτα. Η μαμά είχε συνήθεια να ετοιμάζει μερίδες φρούτων, μέσα σε μικρά τάπερ για να έχω έτοιμα όποτε θελήσω.
Βγήκα από το σπίτι σαν σίφουνας, στον πάγκο της κουζίνας πεταμένα όπως όπως τα κοχύλια που είχα μαζέψει, πληρωμή για τις προμήθειες. Έκοψα τα δίχτυα και ελευθέρωσα την μικρή γοργόνα, ενώ εκείνη έτρωγε με βουλιμία. Στα σάντουιτς δεν έδωσε καμιά σημασία, όμως καταβρόχθισε τα φρούτα, αφήνοντας τα ζουμιά να κυλήσουν πάνω της.
Μιλήσαμε για ώρα σαν να ήμασταν οι καλύτερες φίλες στον κόσμο. Ύστερα μου είπε εκείνη να περιμένω και βούτηξε από την τρύπα στο βάθος της σπηλιάς, [από εκείνη που είχε συρθεί μέσα] γυρνώντας λίγο αργότερα με ένα δώρο. Ένα μεγάλο λευκό μαργαριτάρι, περασμένο σε μια πλεγμένη τούφα των μαλλιών της. Μου το φόρεσε και βουτήξαμε μαζί στο νερό. Το μαγικό μαργαριτάρι μου επέτρεπε να αναπνέω κάτω από το νερό.
Εκείνες οι μέρες ήταν οι καλύτερες της ζωής μου. Με την μαμά να γυρνά ζωντανή νεκρή μέσα στο σπίτι, κατάφερνα να περνώ όλο τον καιρό μου με την καινούρια μου φίλη. Κολυμπούσαμε ανάμεσα από στρατούς ψαριών, στολίζαμε τα μαλλιά μας με κοράλλια και ταξιδεύαμε σε απρόσμενα βάθη, πιασμένες στα πτερύγια των δελφινιών.
Οι λιγοστές όμως μέρες πέρασαν. Το σχολείο άρχιζε την επομένη κι εμείς έπρεπε να φύγουμε.
-“Θα ξανάρθουμε του χρόνου, θα με περιμένεις;” Έλεγα με τα δάκρυα να θολώνουν το βλέμμα μου.
-“Θα σε περιμένω.” Και χωρίσαμε απρόθυμα μέσα στην σπηλιά που μας είχε ενώσει.
Στο αυτοκίνητο και ενώ είχαμε απομακρυνθεί αρκετά η μαμά μου μίλησε. Η φωνή της τραχιά και σπασμένη.
-“Δεν θα έρθουμε εδώ ξανά. Με τον μπαμπά σου χωρίσαμε. Οι αναμνήσεις από εδώ πολλές και επώδυνες.”
Πέρασα το κατώφλι της εφηβείας τον χειμώνα, με καρδιά ραγισμένη και μυαλό ταραγμένο. Η ανέμελη παιδικότητά μου είχε χαθεί. Όταν έφτασε το καλοκαίρι με έστειλαν σε κατασκήνωση. Ορεινή. Παρακαλούσα κάθε τόσο για μια επίσκεψη στην παραλία των παιδικών μου χρόνων.
-“Έστω για μια μέρα. Δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω.”
Ήταν 30 του Σεπτέμβρη. Μια μέρα ζεστή σαν μεσοκαλόκαιρο. Τα σχολεία είχαν αρχίσει και εκείνο το Σάββατο σκόπευα να κοιμηθώ μέχρι αργά.
-“Ξύπνα! Θα γίνει το θέλημά σου. Μια μέρα στην παραλία των παιδικών σου χρόνων.”
Για πότε ντύθηκα, μάζεψα μαγιό και πετσέτες και στήθηκα μπροστά στην πόρτα, ούτε που κατάλαβα. Μετά από δυο ώρες ταξίδι φτάσαμε.
Πέταξα τα ρούχα μου στην άμμο και έβγαλα τα σανδάλια καθώς προχωρούσα. Ακολούθησα το μονοπάτι των κοχυλιών που με έφερε μπροστά στην σπηλιά. Μπήκα μέσα δίχως φόβο. Έψαξα παντού, φώναξα την φίλη μου, όμως δεν μου απάντησε κανείς.
Είχα αργήσει.
Πήρα τον δρόμο του γυρισμού απογοητευμένη, λίγο πριν βγω έξω από την σπηλιά, κάτι κύλησε και έπεσε μπροστά στα πόδια μου. Αν δεν γλιστρούσε, δεν θα το είχα δει ποτέ. Ήταν ένα τεράστιο κοχύλι από εκείνα που βρίσκεις στα βάθη των ωκεανών. Το σήκωσα με τα δύο χέρια, τόσο μεγάλο ήταν. Ήταν μισάνοιχτο. Μέσα στην γυαλιστερή αγκαλιά του αναπαύονταν δυο ροζ μαργαριτάρια.
Η μαμά μου τα έδεσε σε σκουλαρίκια, θαυμάζοντας την τύχη μου να βρω ένα τέτοιο κοχύλι που είχε όχι ένα αλλά δύο μαργαριτάρια. Όμως εγώ ήξερα. Δεν είχε δημιουργήσει το κοχύλι δύο, αλλά τα είχε βάλει εκεί η φίλη μου για να μου δείξει πως θα ήμασταν φίλες για πάντα.
Πέρασαν χρόνια πολλά, έκανα παιδιά και εγγόνια. Την μικρή μου φίλη δεν την συνάντησα ποτέ ξανά, όσο και αν την έψαξα σε τόσες παραλίες, όμως πάντα την ένιωθα κοντά μου να μου δίνει κουράγιο σε κάθε δυσκολία της ζωής μου. Σήμερα είναι τα δέκατα τρίτα γενέθλια της πρώτης μου εγγονής. Εκείνης που πήρε πρώτη το όνομά μου. Αυτό είναι το δώρο μου για εκείνη.
Χρόνια πολλά μωρό μου.
Είθε να βρεις την δική σου γοργόνα


Αφιερωμένο στην μεγάλη μου εγγονή για τα γενέθλια της     2019.
 
 
 
 
Μάουρα Ρομπέσκου

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής