Αθήνα, κέντρο,2022 μια αδιάφορη ιστορία
-Ρε, δε με νοιάζει!.
Έλεγε συχνά, τα τελευταία χρόνια που είχε «βγεί» σε μια χαμηλή σύνταξη.
-Ζω αξιοπρεπώς, αυτό είναι το βασικό, δε στερούμαι ούτε φαί ούτε στέγη και πάνω από όλα έχω την υγειά μου.
-Σίγα, μια ψωροσύνταξη παίρνεις, δεν πας διακοπές και ουσιαστικά κατατάσσεσαι στους «φτωχούς». Ούτε διακοπές δεν μπορείς να πας!
«Μακάριοι είναι οι πτωχοί τω πνεύματι…» σκέφτηκε μα δεν το είπε.
-Μια χαρά είμαι, έχω τα απαραίτητα τα υπόλοιπα είναι περιττά. Δόξα να έχει το όνομα Του!
Φρόντιζε τις λιγοστές γλάστρες της, τη γάτα τη, τους φίλους της που ήταν σαν να ήταν παιδιά της. Ξύπναγε και χαμογελούσε στο Θεό που θα ζούσε άλλη μια μέρα ήρεμη και χαρούμενη. Έκανε το σταυρό της, άναβε το καντηλάκι της, απολάμβανε αυτά τα μικρά καθημερινά, που κάποιοι άλλοι προσπερνούν.
Η ζωή όμως δεν είναι μια ευθεία γραμμή. Αλλοίμονο, πόσο θα βαριόταν ο άνθρωπος. Οι δοκιμασίες πάνε και έρχονται και τα μαθήματα συνεχίζονται. Έτσι για να μη βαριέσαι, να μην επαναπαύεσαι, να μη ξεχνιέσαι. Όπως θέλεις πάρτο.
Έτσι ένα πρωινό, κυριολεκτικά πρωινό, ήρθαν όλα ανάποδα! Πες πως ήταν μια λάθος επιλογή ή μια ζημιά στο σπίτι, πες μια αναποδιά στην καθημερινότητα ή ακόμα ακόμα η υγειονομική – οικονομική – ενεργειακή κρίση. Δεν θα σου πω εγώ, διάλεξε και πάρε! Ο δρόμος φάνηκε μονόδρομος. Επιστροφή στην εργασία. «Μαύρη εργασία». Κρυμμένη σε μια μικρή βιοτεχνία με τον φόβο μην την εντοπίσουν από το ΙΚΑ, με τον φόβο μη δε τα καταφέρει μετά από τόσο καιρό. Τέρμα τα μικρά καθημερινά «χαλαρά». Το πρωινό χουζούρι, ο καφές στον ήλιο, η βόλτα στο πάρκο, οι φιλοι στο σπίτι να γελούν, να πίνουν και να κάνουν μεγάλες συζητήσεις μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Θύμωσε με τον Θεό της. «Γιατί πάλι; Γιατί:» Ρωτούσε ξανά και ξανά.
Πηγαίνοντας το πρωί στην δουλειά στο δρόμο παρακαλούσε τον ίδιο Θεό να της δώσει δύναμη. Τον πρώτο καιρό παίζαν τα συναισθήματα της. Απλά άλλαξε η καθημερινότητα της, έτσι ήθελε να το βλέπει. Όλες τις ώρες που ήταν εκεί δουλεύοντας μηχανικά
ο φόβος της πως δεν θα τα καταφέρει, πως δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στην νέα συνθήκη επανάφερε κάτι ξεχασμένες κρίσης πανικού.
«Σφίξε τα δόντια, σφίξε τα δόντια θα τα καταφέρεις!»
Απομόνωση στον εσωτερικό διάλογο με τον Θεό. «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ Του Θεού ελέησον με την αμαρτωλή» Επανάληψη. Ξανά και ξανά. Όλη μέρα!
Φεύγοντας από το σπίτι έκανε το σταυρό της. Στον δρόμο που περπατούσε μέχρι να φτάσει στην «δουλειά» έλεγε το «Πάτερ Ημών» , ξανά και ξανά. Σταματούσε έξω από τις δυό εκκλησίες που συναντούσε και προσευχόταν. Πάντα έκλεινε αυτές τις περίεργες προσευχές με το «Παναγιά μου προστάτευε τα παιδιά μας και τα παιδιά όλου του κόσμου».
Κάθε απόγευμα που σχολούσε η ίδια ιεροτελεστία μα αυτή τη φορά με ευχαριστίες, που τα κατάφερε και σήμερα, που ήταν και πάλι δυνατή να αντιμετωπίσει την μέρα.
Κάθε πρωί, κάθε απόγευμα. Οι μέρες περνούσαν, εκείνη συνέχιζε και την δουλειά και το περίεργο τελετουργικό της. Κάθε που έφτανε στις εκκλησίες σήκωνε το βλέμμα στους τρούλους και σχεδόν βούρκωνε με την δύναμη που έπαιρνε από την εικόνα τους.
Ο καιρός περνούσε, η απόλυτη ανάγκη ξεπεράστηκε μα εκείνη συνέχιζε να πηγαίνει για δουλειά. Πολλές φορές σκεφτόταν να σταματήσει, μα κάτι είχε αλλάξει πια.
«Ας πάω και αυτό το μήνα να πάρω εκείνο το παλτό που είδα και μ’ άρεσε» «Ας πάω και αυτό το μήνα να πάρω αυτό για το σπίτι» «Έλα μωρέ αφού αντέχω ακόμα γιατί να μη συνεχίσω να ζω πιο άνετα». «Τώρα με την αύξηση στη σύναξη μήπως είναι καλύτερα να σταματήσω;»
Συνέχισε! Άρχισε να δουλεύει πιο πολλές ώρες, πιο πολλές μέρες. Οι προσευχές σταμάτησαν και τα παρακάλια στο Θεό. Έκανε πια μόνο το σταυρό της περνώντας από τις εκκλησίες και αυτό πια μηχανικά, σχεδόν αδιάφορα. Περπατούσε με χαμηλωμένο το βλέμμα όλη την απόσταση από το σπίτι στην δουλειά. Δεν έβγαινε πια για καφέ και με τους φίλους της χάθηκε. Τα χρήματα έμπαιναν και έβγαιναν από το πορτοφόλι χωρίς πια να ελέγχει που πάνε και γιατί.
Εκείνο το απόγευμα είχε τσακωθεί με έναν συνάδελφο, τα νεύρα πολλά και η κούραση μεγάλη. Έφυγε αργότερα και πάλι από τη δουλειά. Οι σκέψης την έπνιγαν. «Πού πήγαν τα λεφτά αυτό το μήνα; Παλιά ήξερα το κάθε λεπτό που το έδινα, τι κάνω; Γιατί συμβαίνει αυτό; σαν να τρύπησαν οι τσέπες μου». Έπρεπε να στρίψει αριστερά στο πρώτο στενό, όπως πάντα, απέναντι της η εκκλησία, σήκωσε τα μάτια έκανε το σταυρό της, τα ξανακατέβασε και πέρασε πίσω από το περίπτερο.
«Δόξα τω Θεώ τα κατάφερα και σήμερα» βούρκωσαν τα μάτια της, πόσο καιρό είχε να Τον ευχαριστήσει;
-Κάτι να φάει το παιδί…
Ξαφνιάστηκε, γύρισε αφηρημένα το βλέμμα της και έκανε ένα βήμα ακόμα..
-Κάτι να φάει το παιδί..
Την είδε. Το πρόσωπό της λίγο πιο δίπλα από το δικό της. Ρακένδυτη, χλωμή, τα δόντια της σχεδόν ανύπαρκτα, νέα, ναι πολύ νέα, μικρή θα έλεγε. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Το βλέμμα της θολό, μα μια σπίθα περίεργη απροσδιόριστη μέσα τους της έκαιγε τα δικά της μάτια.
-Κάτι να φάει το παιδί, σε παρακαλώ…
Το παιδί; Τότε το είδε! Δύο, δυόμιση χρονών, αγκαλιά της το κράταγε. Το κρύο πολύ και εκείνο ελαφρά ντυμένο την κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας. Είχε μουδιάσει. Τα πόδια της είχαν καρφωθεί στο πεζοδρόμιο και το μυαλό της είχε σταματήσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει καν αν το παιδί ήταν αγόρι ή κορίτσι λες και η φτώχια είχε φύλο και εκείνη έψαχνε να το βρεί. Γύρισε και κοίταξε το περίπτερο.
«Τί έχει ρε συ το περίπτερο που μπορεί να φάει ένα παιδί;» σκέφτηκε..
-Να έχει κέικ, πάρε του ένα κέικ, άκουσε τη γυναίκα να της λέει.
-Ε; Α! ναι..
Πήρε ένα κέικ της το έβαλε στα χέρια, γύρισε τη πλάτη της να φύγει…
-Να σε έχει ο Θεός καλά! Σε ευχαριστώ!
Άκουσε άλλα δυο ευχαριστώ. Το μυαλό της στριφογύριζε ξανά. Ένα δύο βήματα δισταχτικά… «Ένα γάλα, μια κουβέρτα. Να την πάρω να πάμε απέναντι στο σούπερ μάρκετ να της ψωνίσω για το παιδί και για εκείνη.» Γύρισε 180 μοίρες το σώμα της.
Έμεινε να κοιτάει το κενό. Η Βρεφοκρατούσα άφαντη… Άρχισε να την ψάχνει στο προηγούμενο στενό, στο επόμενο κοιτούσε γύρω – γύρω. Θα νόμιζαν πως είναι τρελή. Έκατσε στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Τα μάτια της δεν σταματούσαν να ψάχνουν τη κοπέλα με το μωρό, τα δάκρυα δεν σταματούσαν.
Σήκωσε το βλέμμα στον απέναντι τρούλο «Δόξα να έχει το Όνομα σου!»
Σηκώθηκε, έσυρε τα πόδια της στο σπίτι.
Δισακιά Μαριαλένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.
Μαρια Καρυωτου 5 Φεβρουαρίου 2023
Εξαιρετικό Μαριαλένα μου! Και είδα με χαρά και το δικό μου, τη Φωτιά, που το είχα ξεχασμένο. Ευχαριστώ πολύ που το φιλοξενησες στη σελίδα σου.
Πάντα μπροστά, εύχομαι!
Μαριαλένα Δισακιά 8 Φεβρουαρίου 2023 — Συντάκτης άρθρου
ευχαριστώ πολύ Μεμη μου, εύχομαι καλοτάξιδα και τα δικά σου πονήματα!