Απουσία
Τις βραδινές ώρες μοιραζόμαστε τον ίδιο καναπέ. Έτσι νομίζω. Είναι τριθέσιος. Από μια θέση ο καθένας και μια κενή. Έτσι λέει η λογική. Τότε αφού είσαι δίπλα μου, γιατί νιώθω μόνη; Κι όμως σε βλέπω. Όταν θυμάσαι, γυρνάς και μου χαμογελάς. Με βλέμμα κενό. Για μια στιγμή. Μετά στρίβεις πάλι μπροστά. Αφοσιωμένος σε μια πολιτική εκπομπή. Χθες στα αθλητικά. Προχθές σε ταινία. 6 χρόνια σε κάτι είσαι αφοσιωμένος. Εκτός από μένα. Είμαι αμίλητη αυτές τις ώρες. Απλά σε παρακολουθώ. Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί. Είμαι μόνο κοντά σου. Κι εσύ το συνήθισες. Αφού δεν αντιδρώ, μάλλον το συνήθισα κι εγώ. Σηκώνομαι να σου βάλω ένα ποτό. Δεν καταλαβαίνεις πότε φεύγω, πότε έρχομαι. Μόνο όταν στο προσφέρω, λες ευχαριστώ χωρίς να με κοιτάξεις. Κι αυτό στη ρουτίνα.Τραβιέμαι στη γωνία του καναπέ. Η κενή θέση είναι ανάμεσά μας. Το θεώρησες φυσιολογικό. Φάνηκε σ εκείνο το στιγμιαίο χαμόγελο. Σήμερα όμως θέλω να μιλήσω. Με πνίγει αυτή η ησυχία, δε αντέχω άλλη σιωπή.
– Πάμε μια βόλτα;
Κανείς δεν άκουσε, κανείς δεν απάντησε.
– Θέλω να βγω να πάρω αέρα.
Γύρισες και μου χαμογέλασες. Πιο σύντομα αυτή τη φορά.
– Επιτέλους δώσε μου σημασία. Δεν γίνεται άλλο. Σου μιλάω. Δεν ακούς;
Η φωνή μου έχει γίνει έντονη. Η ανάσα μου κοφτή. Τον βλέπω να πίνει μια γουλιά απ το ποτό που του σέρβιρα. Καμία άλλη αντίδραση.
Αρχίζω να φωνάζω πια. Σαν υστερική. Κουνάω τα χέρια μου και με δυσκολία τα συγκρατώ να μη τον χτυπήσω.
– Λείπεις, πάντα λείπεις. Κι εδώ που είσαι λείπεις. Πες μου που είσαι για να σε βρω. Πες μου αν σκέφτεσαι να γυρίσεις ή αν με τιμωρείς. Πες μου αν θες να φύγω. Μα πες μου κάτι. Μέσα μου έχω σκοτεινιάσει. Έγινα ένας παλιάτσος που περιφέρεται στο σπίτι μήπως τον χρειαστείς. Κι εσύ για τις υπηρεσίες του μοιράζεις βιασμένα χαμόγελα. Υπάρχω κι εγώ. Με βλέπεις όταν με κοιτάς; Ρώτησέ με. Κάτι απλό. Αν πεινάω, αν κουράστηκα, αν ζω. Φταίω, εγώ φταίω. Εσύ έπαιρνες ότι σου έδινα. Και μάλλον σου άρεσε γιατί δε ζήτησες τίποτα παραπάνω. Σε βόλεψε. Έμεινα έτσι, χωρίς τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Μα είχα κι άλλα να δώσω, που ούτε η ίδια το ήξερα. Όμως ήθελα και να πάρω. Ένα μικρό αλισβερίσι μεταξύ μας. Μη με κοιτάς μ αυτό το φρικτό χαμόγελο. Με σκοτώνει η απάθειά σου. Κάνε κάτι, πες κάτι, μίλα μου. Ο αέρας μου είναι λιγοστός.
– Τι έχεις φαίνεσαι πολύ ταραγμένη?
Είμαι ακόμη στο καναπέ. Στην ίδια θέση.
– Τέλειωσε η εκπομπή κι αρχίζει μια ωραία ταινία. Βάλε το φαγητό στο δίσκο και έλα να την δούμε.
Σηκώθηκα αργά και πήγα στη κουζίνα. Τώρα πια το κατάλαβα. Σ αυτό το σπίτι ζούμε δύο απουσίες.
Ζωή Χαλκιοπούλου
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.