Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

Διάλογοι με τους ποιητές της ιστορίας
το νέο βιβλίο του Γεράσιμου Μοσχόπουλου

με την ματιά του Σταμάτη Γαλάνη

 

Διάλογοι με τους ποιητές της ιστορίας
το νέο βιβλίο του Γεράσιμου Μοσχόπουλου

με την ματιά του Σταμάτη Γαλάνη

 

 

Ορισμένες φορές, ξεκινώ την ανάγνωση των βιβλίων ποίησης ανάποδα. Έχω ένα εκκεντρικό, παράξενο κανόνα μέσα μου, και αυτός είναι ότι αν μου αρέσουν τα 4-5 τελευταία ποιήματα, τότε θα φτάσω στα επόμενα πέντε. Αν μου αρέσουν και αυτά, τότε θα ξεκινήσω να διαβάζω την ποιητική συλλογή από την αρχή. Κάποιοι στενοί φίλοι που το γνωρίζουν, λένε ότι προστίθεται και αυτό, στον μεγάλο κατάλογο με τις υπόλοιπες «περιέργειες» μου! Ίσως να έχουν δίκιο – ωστόσο – νιώθω ότι ο κανόνας μου συχνά επιβεβαιώνεται. Στο βιβλίο του Γεράσιμου Μοσχόπουλου δε, ήταν το ίδιο αποτελεσματικός και καθαρτικός, όσο σε λίγες άλλες περιπτώσεις.

 

Ξεκίνησα στην σελίδα 56 λοιπόν – Με την πρώτη ματιά πάνω στα κείμενα του βιβλίου, έπεσα πάνω στον μοναδικό, και γρήγορο-χαμένο Γιάννη Καλαμίτση. Ο Γεράσιμος, πριν από το ποίημα του, κατάφερε για μια στιγμή να με ταξιδέψει στις «Πρωινές Χειρηλασίες» του εν λόγω στιχουργού, συγγραφέα και ραδιοφωνικού παραγωγού. Σε εκείνες τις πρώτες, ηλιόλουστες ημέρες της δεκαετίας του 1990, όπου ο Γιάννης Καλαμίτσης κυριαρχούσε στο ραδιόφωνο του ANT1. Τίτλος του ποιήματος «Υπάρχουν δύσκολες στιγμές», εμπνευσμένο από το «Είναι κάτι στιγμές» του εν λόγω δημιουργού. Κάπου εκεί, πήρα λίγο χρόνο. Ένιωσα ένα μούδιασμα μέσα μου. Το 2010, όταν απέκτησα την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα, και κατάφερα να εναλλάξω με ιδρώτα και μεράκι τις πρώτες μου συγχορδίες, ένα ξερό Ντο μαζί ένα δακρύβρεχτο Λα μινόρε, έγραψα το πρώτο μου τραγούδι, πάνω σε αυτή. Ο τίτλος του, αγαπημένοι φίλοι, ήταν το «Είναι στιγμές»! Ευθύς αμέσως σκέφτηκα ότι «Κάτι συγκλονιστικό συμβαίνει εδώ»! Ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος τελειώνει το βιβλίο του, με τον τρόπο που είχα ξεκινήσει εγώ να γράφω τότε το δικό μου! Τα λόγια του ποιήματος του δε, με αλυσόδεσαν πάλι σε εκείνες τις ανέμελες μέρες – στα άγουρα ακόμα, φιλοσοφικά μου αδιέξοδα – στις στιγμές του δικού μου παρελθόντος. Γράφει:

«Στο χάος έχεις βυθιστεί, στ’ απύθμενο σκοτάδι. Σε μονοπάτια περπατάς, που τ’ άστρα δε φεγγίζουν. Απότομα σε οδηγούν στη σιγαλιά του Άδη. Τη νιότη σου, τη θύμηση στα πέρατα σκορπίζουν. Υπάρχουν δύσκολες στιγμές και σίγουρα στο λέω, απελπισίας οι φωνές, που μ’ οδηγούν να κλαίω!»Αυτή η επιστροφή στην δική μου σκοτοδίνη, αποτέλεσε πραγματικά την τέλεια αρχή για το ανάγνωσμα μου. Έπεσα «μέσα». Ο κανόνας λειτούργησε για ακόμη μία φορά! Συνέχισα με ενδιαφέρον, στις επόμενες σελίδες.

 

Στιγμές αργότερα, βρέθηκα στη σελίδα 53, όπου μετά από την σκοτοδίνη, με επισκεύτηκε η «αγαπητή σωφροσύνη», όπως την ονομάζουν εύστοχα οι Beatles. Τι παράξενο πράγμα να νιώθεις ότι «ποιείς» κάτι, ενώ στα κατάβαθα, ενδέχεται να το «κακό-ποιείς», όπως εδώ σκιαγραφεί ο δημιουργός μας (συζητώντας με τον Γιωργή Παυλόπουλο) και ξετυλίγοντας ορισμένες βασικές οριοθετήσεις καλαισθησίας:

«Πολλοί το προσπαθήσανε ν’ ανοίξουνε τη θύρα, και νόμιζαν πως γίνανε: ποιητής μυσταγωγός! Σαν ήρθαν αντιμέτωποι μ’ επάξιά τους μοίρα, έτσι κι εγώ σαν πείστηκα πως είμαι ο εκλεκτός! […] Ανάθεμα που πίστεψα πως βρήκα το κλειδί. Ν’ ανοίξω ‘γω προσπάθησα, μα έμεινε κλειστή!»

Έτσι σκέφτηκα, για ακόμη μια φορά, ότι όπως ακριβώς ο παράδεισος, έτσι και η τέχνη, πόσο δε μάλλον και το ρακένδυτο παιδί της, η ποίηση – δεν έχουν αντικλείδια! Δεν κερδίζονται αναίμακτα, δίχως μαρτύριο σταύρωσης. Δεν υπάρχουν λευκές επιταγές –  Δεν έχουν πίσω πόρτες ή χαραμάδες. Οι διαγωνιζόμενοι πολλοί, αλλά οι εκλεκτοί θα είναι λίγοι. Ο Γεράσιμος μας το θυμίζει αυτό. Και το κάνει με σωφροσύνη, ταπεινότητα, ευθύνη και ανθρώπινη εγγύτητα – και όλα αυτά αποτελούν ένα κλειδί για την σπουδαιότητα της συγγραφικής αποστολής!

 

Σελίδα 52. Περνάω δίπλα από το «Άγαλμα», ένα φόρο τιμής, όχι μόνο στους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, όχι μόνο στην ερμηνεία του Γιάννη Πουλόπουλου, αλλά κυρίως σε αυτό που εννοούσαν όσοι έλεγαν την λέξη «άγαλμα», σε εκείνη την αρκετά «καθωσπρέπει» εποχή. Σε μια εποχή που οι ντουλάπες ήταν γεμάτες από σκελετούς – και τα σοκάκια, γεμάτα από «διακινήσιμα» αγάλματα. Σήμερα, λίγο ή πολύ, έχουμε γίνει όλοι μας αγάλματα. Και με την μία έννοια, και με την άλλη. Ελκυστικοί, μα και συνάμα, παγεροί. Απόρθητοι, και συνάμα, καταδικασμένοι στις εξευγενισμένες ανομίες μας. «Ο πόνος μας μαρτύριο», γράφει ο Γεράσιμος. «Είναι ο θάνατος σαν μυστήριο», συνεχίζει. Τον καταλαβαίνω, συμπάσχω. Με κάνει να θέλω να γράφω για όλα αυτά. Με κάνει να θέλω να κάνω τους στίχους μου όπλα – και τι όπλα – μυδραλιοβόλα! Γράφει στο υπέροχο, εικονοπλαστικό του ποίημα με τίτλο «Τα όπλα ήταν οι στίχοι σου»:

«Τα έγραφες σε εποχή αλλοτινή και ζόρικη. Σαν άλλοι ήταν οι καιροί, τελείως αιμοβόρικοι. Τα όπλα ήταν στίχοι σου, που κρίθηκαν παράνομοι. Ανάθεμα την τύχη σου, ζούσες περίοδο άνομη. Για προσδοκίες μίλησες και όνειρα παράλογα. Τον Χάρο, όμως, φίλησες πήγες σε στέκια ‘νάλογα»

 

Έτσι, με τρόπο μεθυστικό και αλληγορικό ο ποιητής μας εδώ, μιλάει για τις εποχές και τις εικόνες, έχοντας ζήσει μέσα σε αυτές, όπως ζει κανείς κάθε βράδυ μέσα στο αμφίβολο όνειρο του. Βιώνει κάτι, πολύ πιο αληθινά, από ότι το έζησε ποτέ. Ζει μέσα του, πνίγει κάθε απωθημένο, παρκάρει την αντίσταση του χρόνου στην άκρη. Τα όνειρα του συγγραφέα ξετυλίγονται το ένα μετά το άλλο. Όνειρα ανάγκης βλέπουμε στα «Αντίδοτα» και όνειρα ελπίδας στον «Ονειρεμένο και απατηλό κόσμο» Αυτά, τα όνειρα ξεκινούν να με προβληματίζουν ευχάριστα, στις πρώτες πλέον σελίδες της ποιητικής του συλλογής, μιας και έφτασα στην αρχή, τηρώντας τον αρχικό κανόνα. Εκεί, ατενίζω ένα «Άνθρωπο από ατσάλι», ο οποίος «θα στέκεται ρομαντικά σ’ ολόχρυσο ακρογιάλι» – Εντοπίζω τον γλυκοπύρηνο συγγραφέα να βρίσκει την δύναμη, την ανθεκτικότητα, την ουσία, την αξία – μέσα στην ανθρωπιά! Όχι στα πολύτιμα μέταλλα. Όχι στην απατηλή λάμψη τους. Τι επιρροή δε, και ο συνομιλητής του, ο Νίκος Καζαντζάκης!

 

Προχωράω πιο κάτω, βυθισμένος στις απαραίτητες σκέψεις για αυτό το έργο. Τα επόμενα ποιήματα ανακατεύουν ζωηρά αισθήματα μέσα μου. Μιλούν ένθερμα και γοητευτικά για την Πατρίδα. Για την Πατρίδα μας. Τα χώματα που αλλοτινά, και για την δική μας σημερινή ευμάρεια, βάφτηκαν με ένδοξο αμόλυντο αίμα. Για τους πολίτες αυτού του τόπου, που είναι ταυτόχρονα πολίτες του κόσμου. Πολίτες ωστόσο ελαφρώς αιθεροβάμωνες, αρκετά δυτικόπληκτοι και ευρωλάγνοι. Θύματα μιας μαζοποιημένης κουλτούρας φόβου και απομίμησης. Που δεν γνωρίζουν πλέον που ανήκουν, και πως αυτοπροσδιορίζονται. Εγώ, προσωπικά, όσο βυθιζόμουν στα ποιήματα του συγγραφέα μας, σκεφτόμουν ότι ανήκουμε πρωτίστως στην Γη. Ανήκουμε ταυτόχρονα δε, και στην ιστορία μας. Διαβάζουμε τους ποιητές μας, ταξιδεύουμε με τους μυθοπλάστες συγγραφείς μας, σκεπτόμαστε με τους δοκιμιογράφους και τους φιλοσόφους μας, και τραγουδάμε «το υπερπόντιο Καζατζακικό τραγούδι», με τους στιχουργούς και τους συνθέτες μας. Υπό αυτό το πρίσμα, ανήκουμε στην ιστορία μας. Ο συγγραφέας μας εδώ, μας καλεί για πολλοστή φορά, στην ενδοσκόπηση. Στην επιστροφή στην παράδοση και την αντίσταση στους δυνάστες μας. Αυτό εντοπίζεται στις στροφές του πατριωτικού πονήματος, με τίτλο «Φορέστε άμεσα την άσπρη φουστανέλα», όπως και στα ακόλουθα στιχάκια του:

«Δεν θα το πω σε δυο και τρεις, μα σ’ όλη την Ελλάδα. Το έθνος να ξεσηκωθεί, θηρία να δαμάσει. Απ’ την ψηλότερη κορφή ως την βαθιά κοιλάδα. Τον ήρωα στον πόλεμο κανείς δε θα ξεχάσει! Ποιήστε την επανάσταση προτού ο ήλιος δύσει. Η λευτεριά πολύτιμη, που όλοι την ποθούνε, μα θέλει αίμα σα βροχή το χώμα να ποτίσει, και σα ριζώσουν οι νεκροί, οι ζώντες θα την δούνε!»

 

Παρόμοια συναισθήματα καθήκοντος και τιμής που προκαλεί η αφιέρωση στον ένδοξο μας εθνικό ποιητή Σολωμό, με το ποίημα «Ελευθερία». Με κάνει να σκέφτομαι την Πόλη, τις αλλοτινές πατρίδες, την Σμύρνη – τα μοιραία λάθη των Μακιαβελικών ηγεμόνων, δεξιών ή αριστερών – βασιλοφρόνων ή όχι. O Γεράσιμος ωστόσο, δεν επιθυμεί τον πόλεμο. Τον αποστρέφεται. Αποτελεί σταθερά το τελευταίο οχυρό στην σκέψη του. Όπως κάθε νοήμων άνθρωπος, αναμένει τις βροχές της ειρήνης πάνω από το μέτωπο του κόσμου. Και όπως ένας μοντέρνος, «ιστορικά ρομαντικός», όπως αρέσκομαι να αποκαλώ διάφορους όμοιους του, ένας μοντέρνος Σατωμβριάνδος δηλαδή, επιμένει στα ιδανικά  της Ορθόδοξης θρησκείας και τα ιδεώδη του ελληνικού πολιτισμού. Είναι έτοιμος, όπως και εκείνοι άλλοτε, οι πρώτοι ρομαντικοί,  να ξιφομαχήσει για εκείνα. «Να παραδώσει την ζωή του σε μια ιδέα», όπως ορθά το θέτει ο σπουδαίος στοχαστής Isaiah Berlin. Η φίλο-πατριωτική τάση αυτή εντοπίζεται γενικά στα άνθη αυτής της συλλογής αλλά και ειδικά στα «Αν ζούσε σήμερα ο Κεμάλ» και λίγο πιο κάτω, στον «Διγενή που μάχεται».

 

Σελίδα 36. Η εποπτεία του θανάτου, του χρόνου και του έρωτα, είναι εξίσου, ορισμένα από βασικά χαρακτηριστικά των ρομαντικών της εποχής. Τα αναπάντητα ερωτήματα μιας πιθανής αιωνιότητας, η ύπαρξη ενός επέκεινα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ή να σχεδιάσει, ο μικρός και στιγμιαίος θάλαμος αναμονής που ονομάζεται ζωή, ο έρωτας που δυναμιτίζει την σπουδαιότητα του χρόνου μέσα της, και φλογίζει τους παλμούς των ημέρών κάθε ύπαρξης. Όλα αυτά, με οποιαδήποτε σειρά, καταγράφονται στην agenda των ποιητών. Είναι κομμάτι μιας ρητορικής ερώτησης για το «τι μπορεί να εννοεί» ο καθένας από αυτούς. Και η απάντηση που ακολουθεί μια τέτοια σκέψη είναι το Τίποτα. «Ένα υπέροχο τίποτα», όπως το ονομάζει ο Γιάννης Αγγελάκας. Και ταυτόχρονα, ένα υπέροχο πάντα. Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ. Η πορεία σε αυτές τις επικίνδυνες λογοτεχνικές στροφές, είναι συνήθως μοναχική. Γαλήνια, αβυσσαλέα, μυστικιστική, μελαγχολική. Το εποπτεύει αυτό ο ποιητής μας εδώ, όταν γράφει:

«Πόσο μοναχικός μπορεί ο άνθρωπος να γίνει; Μες στο σκοτάδι της ψυχής μήτε η χλωμή σελήνη δεν του κρατάει συντροφιά. Μα κρύβεται και σβήνει…» στον ποίημα «Πόσο μοναχικός είναι». Και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Λίγο πιο κάτω, στην σελίδα 39, αποδίδει φόρο τιμής στον σπουδαίο κιθαρίστα και συνθέτη Kerry Livgren των KANSAS, καθώς αναμετριέται με τον θάνατο, την ματαιότητα, την εφήμερη ύπαρξη – την σκόνη στο κενό, όπως ακριβώς γίνεται και στο τραγούδι – ορόσημο «Dust in the wind».

«Βαδίζουμε στον θάνατο, σ’ ατέρμονο χαμό μας. Σα να βουλιάζουμε εμείς σ’ απύθμενο βυθό μας. Με δίχως γνώση προορισμού, χωρίς καμιά ελπίδα. Αχ, και για λίγο νά ‘χαμε χάρτη, μα και πυξίδα»

 

Κάπου στην σελίδα 40, συναντώ το ποίημα που σταμάτησα, και ξεκίνησα από την αρχή. Αυτή η νόστιμη συνομιλία με τον καπετάνιο της εσώτερης θάλασσας μας, Οδυσσέα Ελύτη. Το «ελεύθερο» της βούλησης φανερώνεται και ξετυλίγεται εδώ. Η πίστη με μάτια ψυχής ανοιχτά. Ο Γεράσιμος ανάβει εκ νέου, το καντηλάκι της ελπίδας, βάζοντας κάποια πράγματα στην θέση τους. Το οφείλει αυτό άλλωστε στους αναγνώστες του. Το «χρωστάει».  

«Μακάρι να το μπόραγα, να βλέπω τον Θεό μας. Ποίος κρύβεται εντέχνως ‘κει, από την φύση πίσω; Ελύτης κι αν το ρώτησε, το μπλε στον ουρανό μας, ποίος ξόδεψε στη θάλασσα, το χρώμα της να γδύσω; Και ν’ αντικρίσω τα στερνά, τα έσχατα του κόσμου. Στο μπλε κει μέσα ειν’ ο Θεός και στην καρδιά εντός μου!»

 

Εν κατακλείδι, ο Γεράσιμος λειτουργεί, εν πολλοίς, ως αλλοτινός «νοσταλγός του Rock n Roll», ένας αγαστός παρατηρητής των υπαρξιακών δεδομένων, και της υλιστικής αυταπάτης του χρόνου. Στο βιβλίο του, ξεδιπλώνει με ελκυστικό, έμμετρο τρόπο τις σκέψεις του με (και για) τους ποιητές της ιστορίας. Επιμενω να ισχυρίζομαι ότι αυτό το εγχείρημα θέλει θάρρος, απαιτεί προσοχή. Σοβαρότητα – αλλά σκέφτομαι και από την άλλη πλευρά, η «πολύ σοβαρότητα μας έφαγε τελευταία». Βρισκόμαστε άλλωστε σε ένα κόσμο που το μικρό μεταστρέφεται σε μεγάλο, αλλά το μεγάλο διαρκώς αναζητείται. Σε ένα κόσμο που το «κρέας βαφτίζεται ψάρι», και που η ψυχασθένεια αποτελεί την νέα κανονικότητα. Το να μιλήσεις με ένα ποιητή, ορισμένες φορές, μοιάζει σαν να μιλάς με έναν ζητιάνο στο δρόμο. Και οι δυο, θα σου δείξουν μια πλευρά της ζωής που δεν έχεις ακόμα δει, ή που φοβάσαι να αντικρύσεις. Θα σε ταξιδέψουν σε μέρη, τα οποία δεν σκέφτηκες ή δεν κατάφερες ποτέ να επισκευτείς. Και έτσι θεωρώ ότι πρέπει να είναι και οι αληθινοί ποιητές. Ζητιάνοι της αλήθειας του δρόμου. Με μια ποίηση που δεν βρίσκεται μέσα στα σπίτια, εγκλωβισμένη μέσα στις παγωμένες βιβλιοθήκες, η τις προσεχτικά επιμελημένες συλλογικές εκδόσεις, αλλά ανήκει στις πόλεις. Θα βρίσκεται σε κάθε γωνιά των δρόμων, κάτω από κάθε φανάρι. Ρακένδυτη, γενναία, αλήτισσα, περιφερόμενη, αδιαπραγμάτευτη ως προς τα σπουδαία ιδεώδη. Ικανή να αποστρέψει το βλέμμα κάποιων από αυτή – να τους κάνει να πουν ότι δεν την καταλαβαίνουν! Όπως, ακριβώς το ίδιο, δεν καταλαβαίνουν τον ζητιάνο στο δρόμο. Ο Γεράσιμος, για χάρη των αναγνωστών του, μετατρέπεται σε ένα ζητιάνο! Ο οποίος ψάχνει την αυθεντικότητα, νοσταλγεί, αποζητεί την στοργή και το ενδιαφέρον της άλλης πλευράς. Δεν φοβάται το κρύο ή την παγερή ματιά μέσα από τα αλεξήνεμα. Και ο οποίος περιμένει κάτω από το φανάρι, και δίπλα από την ιστορική λήθη, γράφοντας:

«Όμως και πάλι ξύπνησα σε κόσμο θλιβερό. Για τον εαυτό του νοιάζεται καθένας μας μονάχα. Τί κάνεις; Υποκριτικά κάθε φορά ρωτώ και προσποιούμαι δήθεν πως νοιάζομαι ‘γω τάχα… Θα σβήσω κάποτε κι εγώ σε μιας γωνιάς την άκρη, μήτε ‘νας θα βρεθεί θνητός να κλάψει ένα δάκρυ…»

 

Με τον Γεράσιμο γνωριστήκαμε κάποια χρόνια πριν στο Κερατσίνι. Ήταν μια παρέα με τους Αντώνη Ευθυμίου, Ηλία Στόφυλα και την αξιαγάπητη μας Μαίρη Μπρίλη. Μια παρέα ξεχωριστών, σύγχρονων συγγραφέων. Μου συστήθηκε ως «Jerry», κάνοντας χρήση ενός μίγματος σοβαρότητας και αίσθησης του χιούμορ. Μου άρεσε που έδειχνε ακέραιος στις απόψεις του, αυθεντικός, δίχως γελοία και γλυκανάλατα φτιασιδώματα. Αργότερα, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα στην «λογοτεχνική μας γιάφκα», η οποία λάμβανε χώρα στο σπίτι της φίλης ποιήτριας Μαριαλένας Δισακιά. Εκεί, επιβεβαίωσα την αρχική εντύπωση που με είχε χτυπήσει από την πρώτη μας γνωριμία. Ο Γεράσιμος μιλάει μόνο, όταν έχει κάτι να πει. Και σε ένα κόσμο που όλοι έχουν κάτι παραπάνω να πουν, εκείνος αποστρέφεται την φλυαρία, συγκινείται με την εξαγνιστική δύναμη και χρήση των λέξεων και δεν φοβάται να το δείξει, παθιάζεται με την συγγραφή και την ανάγνωση, αναγνωρίζει το ωραίο και το φυλάει στοργικά μέσα στην καρδιά του. Και πάνω από όλα – Ξέρει πολύ καλά την ομοιοκαταληξία, την ομορφιά της, την αναγκαιότητα της χρήσης της στην λογοτεχνία. Τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη του να πω δυο λόγια για αυτό το πολύ αισθαντικό του πόνημα, και για όλα τα αισθήματα και τις αναμνήσεις που μου προκάλεσε η ανάγνωση του. Τον ευχαριστώ για την συζήτηση του με τους ποιητές της Ιστορίας. Είτε το θέλει, είτε όχι, είναι πλέον και αυτός, ένας από αυτούς. Και μάλιστα, επάξια.

 

Με εκτίμηση

Σταμάτης Γαλάνης

 

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής