Η Κούκλα του Παραλόγου
Τίποτα δεν μπορεί να αναιρέσει το παρελθόν και όταν μας στοιχειώνει το μόνο που πρέπει είναι να το αφαιρέσουμε από την σκέψη μας. Ακόμα και αν φύγει από την σκέψη μας, συνεχίζει να μας στοιχειώνει πίσω από τις πράξεις μας και τα συναισθήματα μας. Το παρελθόν, οι ξεχασμένες αναμνήσεις είναι το νήμα που κινεί την ζωή μας και εμείς σαν ανθρωπόμορφες κούκλες με άσπρα μεταξωτά φορέματα κινούμαστε στον ρυθμό που μας υποδεικνύουν. Τα νήματα κινούνται και εμείς ακολουθούμε με την ψευδαίσθηση πως είμαστε ελεύθεροι κάνοντας τις δικές μας επιλογές. Ξεκινάμε πάντα με τις καλύτερες προθέσεις και το παρελθόν παραμένει εκεί που νομίζουμε πως το αφήσαμε κι όμως σαν όρνιο καραδοκεί για να μας χαλιναγωγήσει προς τον βούρκο, την πίσσα όπου αρχικά ξεκίνησε να πνίγει ένα-ένα τα κομμάτια μας.
Άλλη μία μέρα χαμένη, πριν το καταλάβω ήρθε το σούρουπο που με βρίσκει ολομόναχη στο λιτό μου σπιτάκι. Παρέα με σκέψεις που τρέχουν με έτη φωτός, σκέψεις που δεν μπορώ να ελέγξω και μου προκαλούν ανεξήγητο θυμό και φοβερή ανησυχία. Η νύχτα ζυγώνει πάλι και δεν αντέχω να την περάσω άλλη μία φορά δίχως ύπνο και ενοχλήσεις από σκιώδες αναμνήσεις φαντασμάτων τους παρελθόντος. Λίγο πριν δύσει ο ήλιο παντελώς, πίσω από τις κακοφτιαγμένες πολυκατοικίες των Αθηνών, παρά την καθολική απαγόρευση, αποφασίζω να βγω έξω. Δεν με νοιάζει αν θα με σταματήσουν τα όργανα, οι τυφλοί υπηρέτες της παρούσης εξουσίας και να μου επιβάλλουν χρηματική ποινή. Ας γίνει ότι είναι να γίνει. Οι τέσσερις τοίχοι με πνίγουν και μαζί τους οι ακατανόητες φωνές μέσα στο κεφάλι μου που τριγυρνούν μέσα στην συνείδηση μου σαν γκρίζες σκιές.
Μέσα σε λίγα λεπτά βρίσκομαι εκτός και περπατώ προς άγνωστη κατεύθυνση. Η αγωνία μου κορυφώνεται και νοιώθω πως κάτι πίσω μου με ακολουθεί και προσπαθεί να μου κάνει κακό. Αρχίζω να τρέχω και συνεχίζω και παράλληλα λαχανιάζω και νοιώθω το τέρας εκείνο, το αόρατο να με πλησιάζει. Οι σκέψεις μου τρέχουν και αυτές σαν τρελές, και συμμαχούν με το αόρατο τέρας ώστε να με πιάσει και να μου κάνει κακό. Μετά από αρκετή ώρα παρανοϊκής καταδίωξης σταματώ σε ένα άγνωστο εγκαταλειμμένο σπίτι. Είναι ένα παλιό νεοκλασικό που έχει αφεθεί στην τύχη του. Δεν θυμίζει καθόλου την κάποτε υποτιθέμενη αρχοντιά του. Συντρίμμια, γκράφιτι και μία απέραντη ανθρώπινη δυσωδία το χαρακτηρίζει.
Εγώ στέκομαι εκεί και απλά το βλέπω. Ακούω φωνές πάλι και ένα σατανικό γέλιο. Κοιτώ προς τα πίσω, δεν υπάρχει ψυχή κι όμως νοιώθω πως με παρακολουθούν. Ορμάω μέσα στο σπίτι. Δεν ξέρω που βρίσκομαι. Κοιτάω πάλι πίσω. Δεν γυρνώ να φύγω, προχωρώ προς τα μέσα, ακόμα βαθύτερα μέσα στο σπίτι. Χάνομαι ανάμεσα στους διαδρόμους. Το σπίτι είναι μεγαλύτερο από ότι φαίνεται. Οι τοίχοι γεμάτοι γκράφιτι και παντού μπάζα. Η ατμόσφαιρα κενή και αποπνικτική. Η ανάσα μου κόβεται, κι όμως προχωρώ ακάθεκτη. Η ασυνείδητη περιέργεια που με οδηγεί είναι μεγαλύτερη από τον φόβο που με έχει καταβάλλει. Συνεχίζω και βρίσκομαι μπροστά από μια σπείρα σκαλοπατιών. Εκεί στα δεξιά υπάρχει ένας ραγισμένος καθρέπτης. Τον πλησιάζω και κοιτώ την αντανάκλαση μου σε τρία κομμάτια. Είμαι η ίδια σε κάθε κομμάτι αλλά σαν κάτι να είναι διαφορετικό. Νομίζω βλέπω τον εαυτό μου σε μία συγκεκριμένη ηλικία ανά κομμάτι. Στο πρώτο είμαι οχτώ ετών. Μακριά σπαστά ξανθά μαλλιά, φορώντας ένα άσπρο φορεματάκι με ροζ και μπλε λουλούδια και μία μάλλινη σταχτί ροζ ζακέτα. Τα μάτια μου είναι μεγάλα και ερμηνευτικά. Με πόση περιέργεια και αθωότητα με κοιτούν! Πιο πάνω, στο δεξιό κομμάτι, είμαι μόλις εικοσιένα ετών. Φοράω πάλι ένα άσπρο φόρεμα, μόνο που έχει στάμπες από αίμα, το αίμα ξεχειλίζει από το εσωτερικό των καρπών μου. Τα μάτια μου είναι κενά. Μα πόση απελπισία έχουν! Στο τρίτο και τελευταίο κομμάτι του σπασμένου καθρέπτη, είναι η τωρινή μου αντανάκλαση. Με κοιτώ στα μάτια και δεν βλέπω τίποτα. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Πάω να αγγίξω το κομμάτι και πέφτει χάμου. Ακούω πάλι το σατανικό γέλιο και τρέχω έντρομη πάνω στην σκάλα, τρέχω προς τον μεγάλο διάδρομο που σαν να μακραίνει συνεχώς και πέφτω ξαφνικά πάνω σε μία πόρτα. Η πόρτα ανοίγει απότομα και εγώ βρίσκομαι στο πάτωμα χωρίς τις αισθήσεις μου.
Μετά από αρκετή ώρα αρχίζω να συνέρχομαι. Νοιώθω πως είμαι εκτός τόπου και χρόνου. Προσπαθώ να σηκωθώ. Το βλέμμα μου θαμπό και ζαλισμένο. Το σατανικό γέλιο είναι κοντά μου και νοιώθω μια ανάσα στον σβέρκο μου. Νοιώθω ένα μεγάλο αόρατο χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Μου χαϊδεύει τους ώμους και πάει προς την πλάτη μου. Φόβος και πανικός με καταβάλλουν. Θα μου κάνει κακό λέω μέσα μου, ουρλιάζω, και εκεί που ουρλιάζω ξαφνικά σηκώνομαι πάνω. Δεν ελέγχω το σώμα μου. Είναι δεμένο. Τα χεριά μου δεμένα και τα πόδια μου δεμένα σαν τις μαριονέτες. Στρέφω το βλέμμα μου προς τα πάνω και βλέπω τα χέρια μου δεμένα. Σχοινιά γύρω από τους καρπούς μου, τους αγκώνες μου δεμένα με πολύ σφιχτούς κόμπους. Τα νύχια είναι βαμμένα κόκκινα και στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού μου υπάρχει ένα δαχτυλίδι βικτοριανής εποχής. Κοιτάω προς τα κάτω και φοράω ένα άσπρο δαντελωτό φόρεμα σαν αυτό που φορούν οι ακριβές κούκλες από πορσελάνη. Κάτω από το στήθος μου και στη μέση υπάρχουν δυο λωρίδες σχοινί. Στα γόνατα και στα πόδια μου το ίδιο δέσιμο όπως και στα πάνω άκρα μου.
Η ανάσα μου κόβεται και προσπαθώ να αρθρώσω μια λέξη κραυγάζοντας για βοήθεια αλλά ο τρόμος με έχει ακινητοποιήσει. Απέναντι μου στέκει μια φιγούρα πανύψηλη και γεροδεμένη. Δεν κινεί το στόμα της. Μιλά άμεσα μέσα στο κεφάλι μου. «Τώρα θα χορέψεις για μένα». Το παλιό γραμμόφωνο σαν να το κινεί μια αόρατη δύναμη ξεκινά να παίζει μια αλλόκοτη απόκοσμη μουσική και τα σχοινιά αρχίζουν να τρέμουν. Κοιτώ προς τα πάνω και το βλέμμα μου ξεχύνεται παντού. Συνειδητοποιώ πως είμαι πάνω σε μια μικρή σκονισμένη σκηνή ενός χαμένου θεάτρου, δίχως θεατές. Ο μοναδικός θεατής, εκείνη την θολή γεροδεμένη φιγούρα. Το σατανικό γέλιο δυναμώνει. Τα σχοινιά ξεκινούν να με κινούν και εγώ αρχίζω να χορεύω παρά την θέληση μου στον ρυθμό της απόκοσμη μουσικής. Αναμνήσεις από το παρελθόν με ζυγώνουν, και χορεύουν και αυτές μαζί μου. Εγώ μέσα μου πονάω, βασανίζομαι. Οι σκέψεις τρέχουν μόνο που τώρα δεν είναι θολές, είναι ξεκάθαρες. Πρόσωπα που κάποτε ήταν μέρος της ζωής μου, εμφανίζονται και εξαφανίζονται στο θέατρο του δικού μου παραλόγου. Αναμνήσεις που είχα απωθήσει επιστρέφουν, και σαν δαίμονες με βασανίζουν απαιτώντας εκδίκηση ως αντίποινα στα άτομα εκείνα που τα είχαν επικαλεστεί. Τα συναισθήματα μέσα μου πολλά, έντονα και αντιφατικά. Απελπισία και έντονη δίψα για ζωή. Απογοήτευση και λαχτάρα. Πόθος και θυμός. Το αίμα από τις πληγές στα άκρα μου έτρεχε ποτάμι και τα πόδια μου όποτε ακουμπούσαν την σκηνή, ζωγράφιζαν τον παραλογισμό μου μέσα από ατελείωτους, άμορφους κύκλους αίματος. Η ζωή κάνει κύκλους λένε, και εγώ τους έβλεπα από κάτω μου να ζωντανεύουν σαν λάρνακες φωτιάς που επιζητούσαν την σάρκα εκείνων που διέφθειραν μια παιδική ψυχή, την δική μου παιδική ψυχή, και της έκλεψαν την αθωότητα. Η ένταση μεγαλώνει και η φωνή μου χάνεται μέσα σε αυτόν τον παραλογισμό των αισθήσεων, αναμνήσεων και παραισθήσεων που κάθε στιγμή εντείνονται ακολουθώντας τον ρυθμό και την μελωδία της απόκοσμης μουσικής. Ο χορός δυναμώνει, τα σχοινιά σφίγγουν, οι σκιές όσο θολές και αν είναι με περιζώνουν. Η μουσική δυναμώνει και στο αποκορύφωμα τελικά βρίσκω την φωνή μου και ουρλιάζω! Τα πάντα ξαφνικά σταματούν. Κείτομαι στο έδαφος. Τα σχοινιά έχουν σπάσει, το αίμα τρέχει, και η ψηλή, γεροδεμένη φιγούρα έρχεται πάλι προς το μέρος μου. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με γυρνάει πάνω στην πλάτη μου. Χαϊδεύει το πρόσωπο μου και σπρώχνει τις τούφες από τα μαλλιά μου πίσω από τα αυτιά μου. Ακουμπά το σώμα μου, και με μία κίνηση ξεσφίγγει τα σχοινιά. Με φιλά με βία στα χείλη μα δεν αφήνει καμία γεύση. Φεύγει. Χάνεται. Γέρνω προς το πλάι, το τοπίο θολό και μια αποπνικτική σιωπή. Οι αισθήσεις μου χάνονται.
Έπειτα από ώρα αρκετή, με το άκουσμα τιτιβισμάτων των πουλιών ανοίγω τα βαριά μου μάτια. Το ταβάνι είναι μουντό και δεν το αναγνωρίζω. Πάω να σηκωθώ και νοιώθω το σώμα μου βαρύ. Σηκώνω το κεφάλι μου. Βρίσκομαι σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Το δωμάτιο πρέπει να είναι νοσοκομείου. Τελικά καταφέρνω να σηκωθώ. Κάνω δυο βήματα, κοιτώ προς το παράθυρο. Βλέπω ελάχιστους ανθρώπους. Δεν διακρίνω τα πρόσωπα τους. Φορούν μάσκες. Ξαφνικά μπαίνει στο δωμάτιο μία ψιλόλιγνη γυναίκα με μαύρα καρέ μαλλιά. Δεν βλέπω το πρόσωπο της, μόνο τα μάτια της. Φοράει και αυτή μάσκα. Με ρωτάει αν είμαι καλά. Δεν της απαντώ. Με ρώτα αν θυμάμαι τίποτα. Την ρωτώ, «τι να θυμηθώ;». Δεν μου απαντά, και δείχνει προς τα χέρια και πόδια μου. Είναι γεμάτα μελανιές και πληγές σαν να με είχαν δέσει. Απλά κουνώ ελαφρά το κεφάλι και ξεσπάω σε κλάματα μη μπορώντας να καταλάβω τι έχει συμβεί, καθώς στην μνήμη μου υπάρχει ένα απέραντο κενό.
Ελέαννα Τανάγρα
Η Ελέαννα Τανάγρα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Ταξιδεύει και γράφει.