Κατέβηκε από την παλιά πολυκατοικία στον πολυσύχναστο δρόμο του κέντρου και πέρασε αφηρημένη στο απέναντι πεζοδρόμιο. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε το μικρό μπαλκονάκι της , άδειο και με τα παντζούρια του κατεβασμένα, τον ένιωσε να την πλησιάζει και να περνά το χέρι του προστατευτικά γύρω από τους ώμους της. Στο διπλανό μπαλκόνι από το δικό της η κυρία Παναγιώτα την χαιρετούσε δακρυσμένη με το χαρτομάντιλο να προσπαθεί απεγνωσμένα να μαζέψει τα αμάζευτα. Χρόνια γειτόνισσες και φίλες στήριγμα η μία στην άλλη στα δύσκολα αλλά και μαζί στις χαρές. Ώρες είναι να μου κουνήσει και μαντήλι σκέφτηκε! Όχι η αγαπημένη της φίλη δεν έκανε κάτι τέτοιο της έγνεψε απλά με το κεφάλι να φύγει να προχωρήσει, εκείνη της απάντησε με ένα συγκαταβατικό βλέμμα και της έστειλε την αγάπη της με τον μοναδικό «δικό τους» τρόπο. Ο Πάνος την έσφιξε λίγο παραπάνω με το χέρι του για να την παροτρύνει να μπει στο αυτοκίνητο, η Άννα προχώρησε και μπήκε μέσα από την πόρτα του συνοδηγού, ο Πάνος έκατσε πίσω από το τιμόνι και έβαλε την ζώνη του, έβαλε μπροστά την μηχανί του αυτοκινήτου και περίμενε την Άννα να φορέσει την ζώνη της για να ξεκινήσουν, η δε Άννα είχε πιάσει αγκαλιά το μικρό «πατσαβουράκι» της και προσπαθούσε να το πείσει να σταματήσει να χοροπηδάει επάνω της και να την γλύφει όπου έβρισκε! Η φωνή του Πάνου ακούστηκε αυστηρή:
-Έλα άντε Μίκυ πήγαινε πίσω τώρα! Ο μικρόσωμος σκυλάκος πέρασε αμέσως στο πίσω κάθισμα και ξάπλωσε ανάμεσα στα δύο καλάθια μεταφοράς που ήταν εκεί. Στο ένα ήταν η γάτα της η Νανά και στο άλλο το νέο μέλος της “οικογένειας” ο Λουκής, υιοθετημένος πριν λίγες μόλις μέρες από ένα καταφύγιο αδέσποτων, ήταν ένα πανέμορφο ημίαιμο λυκόσκυλο, λίγο φοβισμένο ακόμα αλλά ήταν σίγουροι πως σύντομα θα ήταν ένα χαρούμενο και ευτυχισμένο μέλος της οικογένειας τους.
Η φωνή του Πάνου την διέκοψε από τις σκέψεις της ρωτώντας την αν είναι καλά.
-Ναι ψυχή μου, απάντησε, καλά είμαι!
-Ωραία! Μήπως λοιπόν μια και είσαι καλά να έβαζες και την ζώνη σου να ξεκινήσουμε, για σήμερα λέγαμε ε;
-Α!! Απαπαπα!!! Συγνώμη μάτια μου, ξεχάστηκα!
-Ε! τι να κάνουμε, τα είπαμε αυτά, ου γαρ! Της απάντησε και έβαλαν και οι δύο τα γέλια! Η Άννα έβαλε την ζώνη της, ακούμπησε το αριστερό της χέρι στο πόδι του, το άφησε εκεί και ο Πάνος ξεκίνησε και ο δρόμος για το αύριο απλώθηκε μπροστά τους. Είχαν ζήσει και οι δύο από μισό αιώνα ζωής πάνω-κάτω ήταν γύρω στα πενήντα πια!
-Δεν είμαστε πια παιδιά, τι πάμε να κάνουμε; Είχε ρωτήσει η Άννα λίγους μήνες πριν.
-Αυτό που πάντα θέλαμε, της απάντησε, και όπως είπες δεν είμαστε πια παιδιά, δεν έχουμε και τα πολλά χρόνια μπροστά μας, ας τα ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε και ονειρευόμαστε. Τόσα χρόνια σπαταλήσαμε με τα θέλω και τα πρέπει δεν κουράστηκες; Δε νομίζεις πως ήρθε πια η στιγμή να ζήσουμε όπως τότε ονειρευόμασταν;
-Ναι όπως το είπες , τότε ήμασταν παιδιά!
-Ακριβώς, αλλά και τότε και τώρα θέλουμε τα ίδια πράγματα, αυτό δεν σου λέει τίποτε;
-Ότι είμαστε ακόμα παιδιά στα πενήντα μας;
-Όχι μάτια μου, ότι όπως και τώρα έτσι και τότε ξέραμε ακριβώς τι θέλαμε!
-Ναι εφηβικά απραγματοποίητα όνειρα που θέλουμε να τα υλοποιήσουμε στα γεράματα μας, αυτή η απάντηση της βγήκε με τόση πίκρα που θυμήθηκε τότε που είχε φάει πικραμύγδαλο και έκανε ώρες να συνέλθει από την πίκρα το στόμα της. Τότε ο Πάνος σηκώθηκε την έπιασε από το χέρι και την πήγε στον μεγάλο καθρέπτη στην κρεβατοκάμαρα τους, στάθηκε πίσω της, την αγκάλιασε και έβαλε το πρόσωπο του δίπλα στο δικό της.
-Ε, τι; τον ρώτησε.
–Τι βλέπεις;
–Δύο μεσήλικες τρελούς;
-Εγώ βλέπω ένα ζευγάρι ερωτευμένων που η φλόγα στα μάτια τους μαρτυρά πως θέλουν να ζήσουν όσα δεν έζησαν. Σκέψου, μάτια μου, θυμήσου, γύρνα το χρόνο πίσω, πριν 32 χρόνια εκείνο το αγόρι μπροστά σε έναν άλλο καθρέπτη σου είχε ζητήσει ακριβώς το ίδιο, να ζήσουμε το όνειρό μας και εσύ έφυγες τρέχοντας φοβισμένη, λέγοντας μα είμαστε παιδιά, δεν μπορούμε!
Τα μάτια της Άννας συννέφιασαν, 32 χρόνια; Είχαν περάσει 32 ολόκληρα χρόνια. Έφηβοι και ανέμελοι έκαναν τότε όνειρα, για πύργους πέτρινους, παιδιά και πολλά ζώα, κήπο και δικό τους μποστάνι, τα παιδιά δεν θα τα έστελναν σχολείο, δεν ήθελαν να μπουν στο σύστημα που εκείνους κατέστρεφε, θα τους μάθαιναν εκείνοι αυτά που έπρεπε και τα υπόλοιπα θα τα μάθαιναν μόνα τους από την ίδια την ζωή. Θα ζούσαν λιτά και χωρίς καταναλωτισμούς και συστήματα σάπια της κοινωνίας, απλά και ουσιαστικά! Μα εκείνη όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσουν να ζήσουν το όνειρό τους, σαν φοβισμένο και ανασφαλές αγρίμι που ήταν έφυγε, δέχτηκε το προξενιό που της έκανε ο πατέρας της αφήνοντας τον Πάνο μόνο και προδομένο να μάθει να ζει την ζωή του πια χωρίς αυτήν. Ήταν τότε που πήγε και έκανε κρυφά από όλους, εκείνη την έκτρωση, για να του το πει μετά κλαίγοντας μετανιωμένη. Άγριο θηρίο ο Πάνος, της είχε πει τα χειρότερα, κάπως έτσι άδοξα και με πολύ πόνο τέλειωσε ο εφηβικός τους έρωτας. Λίγους μήνες μετά το γάμο της ανακάλυψε πως εκείνη τη “δολοφονία” του αγέννητου παιδιού τους θα την πλήρωνε για όλη της την ζωή. Ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος δεν θα γινόταν μάνα ποτέ, έτσι ο άντρας που παντρεύτηκε λίγα χρόνια μετά την άφησε για να πάει και να κάνει οικογένεια. Τότε επέλεξε να παραμείνει στο σπίτι στο κέντρο μόνη της, έφταναν οι προσπάθειες για “ευτυχία”, συντροφικότητα και κουραφέξαλα, μόνη και ήρεμη , αυτό ήταν αρκετό. Ο δε Πάνος λίγο καιρό μετά από τον δικό της γάμο είχε κάνει την δική του προσπάθεια, είχε παντρευτεί αλλά είχε επιλέξει από πριν και το είχε πει και στην μέλλουσα σύζυγο του ότι παιδί δεν ήθελε να κάνει. Ούτε ο δικός του γάμος κράτησε πολύ, και εκείνου η σύντροφος έφυγε γρήγορα για να κάνει οικογένεια. Ένα αγέννητο παιδί είχε προσδιορίσει την ζωή τεσσάρων ανθρώπων.
Την ημέρα που ξανασυναντήθηκαν η Άννα δεν πίστευε στα μάτια της… Έβρεχε από το πρωί και καθώς της άρεσε να χαζεύει την βροχή αποφάσισε να περπατήσει στο Πεδίον του Άρεως και να κάτσει σε κάποιο παγκάκι να πιεί έναν καφέ . Την είχε πλησιάσει χωρίς να το καταλάβει και της είχε πει:
-Σου φέρθηκε πολύ ευγενικά ο χρόνος κοριτσάκι μου, σαν να μην πέρασε μια μέρα από πάνω σου!
-Σ΄ αγαπάω ακόμα, άκουσε τον εαυτό της να απαντά, χωρίς να είναι και πολύ σίγουρη ότι τα μάτια της η το μυαλό της δεν της έπαιζαν κάποιο ηλίθιο παιχνίδι.
Βλέποντας τώρα τα δύο είδωλα τους αγκαλιασμένα στον καθρέπτη, του είπε:
-Σ΄ αγαπάω ακόμα πιο πολύ!
-Κοριτσάκι μου , σκέψου, θα τα αφήσουμε όλα πίσω μας, θα ζήσουμε με τα θέλω μας και όχι τα πρέπει τους και θα είμαστε μαζί! ΜΑΖΙ!
Την έσφιξε στην αγκαλιά του και εκείνη νιώθοντας τον ενθουσιασμό της έφηβης γύρισε τον κοίταξε στα μάτια και του είπε:
-Εντάξει, Πανούλι μου, αλλά με έναν όρο!
-Ωχ! Απάντησε χαμογελώντας ο Πάνος , τι θα ακούσω ο άνθρωπος πάλι!
-Ε! τι; Έτσι αμαχητί θα παραδοθώ στην τρέλα;
-Καλά δεκτός από τώρα κυρία μου, αλλά πρόσεξε τι θα ζητήσεις γιατί στην ηλικία μας παραμονεύουν και εμφράγματα!
-Α!!!! Τώρα μεγαλώσαμε πάλι; Λοιπόν κύριε, αν θέλεις να σε ακολουθήσω στην τρέλα …. Θέλω να πάρουμε ένα σκύλο!
-Παρακαλώ;
-Θέλω λυκόσκυλο! Αν θες να φύγουμε μαζί μας θα έχουμε και ένα λυκόσκυλο, σούφρωσε τα χείλια σαν παιδί πεισματάρικο και χτύπησε και το πόδι της.
-Μάτια μου είπαμε να γυρίσεις για λίγο πίσω και μάλιστα στην εφηβεία, τι είναι αυτό τώρα; Παλιμπαιδισμός; Θα έχουμε τον Μίκυ, την Νανά και θέλεις και λυκόσκυλο;
-Ναι, αυτός είναι ο όρος μου είπαμε μην πέσω αμαχητί, τον κοίταζε μες στα μάτια με εκείνο το παιδικό βλέμμα που πάντα τον έκανε να γελά και να μην μπορεί να της πει όχι!
-Δεκτός ο όρος σας κυρία μου , αλλά με την προϋπόθεση να τον πάρουμε από καταφύγιο αδέσποτων. Την τελευταία πρόταση την είπαν μαζί! ‘Έτσι τώρα είχαν όλη την οικογένεια μαζί τους στο αυτοκίνητο και το ταξίδι για το “σπίτι” τους είχε ξεκινήσει.
-Ει ψιτ, κοριτσάκι μαζί είπαμε να πάμε το ταξίδι αυτό, όχι να την κοπανάς γι αλλού μόνη σου!
Η φωνή του την έφερε στο τώρα.
-Συγνώμη, απάντησε χαμηλόφωνα και κατέβασε το κεφάλι λες και την είχαν πιάσει να τρώει το γλυκό μέσα από το βάζο!
Ο Πάνος έβαλε τα γέλια… – Το πόσο μ αρέσεις όταν σε μαλώνω και με παίρνεις στα σοβαρά δεν λέγεται, της είπε.
-Ναι καλά, κορόιδευε εσύ, θα μου δημιουργήσεις ψυχολογικά!
Άνοιξε το παράθυρο και μύρισε το φθινόπωρο σε όλο του το μεγαλείο, τέλη Οκτωβρίου στην καρδιά του φθινοπώρου ήταν και η φύση άλλαζε φορεσιές και αρώματα!
-Τι υπέροχα που είναι!
-Α ναι!!! Τώρα είναι υπέροχα, επιτέλους το κοριτσάκι μου μετά από τόσα παρακάλια να με ακολουθήσει παραδέχτηκε πως είναι ΥΠΕΡΟΧΑ! Ο Πάνος είχε τεντώσει τα χέρια και τα κουνούσε λες και χόρευε καθιστός!
-Πιάσε το τιμόνι και άσε τα ακροβατικά, εντάξει το παραδέχομαι, μέχρι στιγμής είναι υπέροχα!
-Ωχ! Τι άκουσαν τα όμορφα πεταχτά αυτάκια μου; Μέχρι στιγμής είπε;
-Θα δούμε, ακούστηκε μελαγχολική η φωνή της.
-Κοριτσάκι μου, της είπε τρυφερά, τι έκαναν τόσα χρόνια στην ψυχούλα σου οι άσχετοι!
–Sex! Του απάντησε, και έβαλε τα γέλια!
Συνέχισαν το ταξίδι με συνεχείς στάσεις γιατί το κουτάβι, ο Λουκής, έπρεπε να βγαίνει συχνά από το καλάθι μεταφοράς και ο Μίκυ , λες και θα έπρεπε να βρει το δρόμο του γυρισμού, αν ήταν δυνατόν, ήθελε πιπί του κάθε τρείς και λίγο! Έφτασαν απόγευμα στο χωριό του Πάνου, ήταν ένα μικρό και απομονωμένο χωριουδάκι στην Λακωνία, το σπίτι βρισκόταν λίγο πιο έξω από το χωριό μέσα σε ένα μεγάλο κτήμα με πολλές ελιές και πολλά «ξινά» όπως έλεγε ο Πάνος τις πορτοκαλιές, λεμονιές και τις μανταρινιές, ήταν κτισμένο γύρω στο 1870, από κάποιον παππού του παππού του Πάνου. Πέτρινο και πολύ καλά συντηρημένο. Ο Πάνος από τότε που χώρισε όλα τα σαββατοκύριακα και ότι χρήματα είχε τα αφιέρωνε σ΄ αυτό το σπίτι! Το είχε επαναφέρει στην αρχική του κατάσταση, είχε βγάλει τα χρώματα και τους σοβάδες από τα ντουβάρια, γιατί δεν είχε τοίχους, ντουβάρια θεόχοντρα είχε, είχε φτιάξει τα ξύλινα πατζούρια, τις πόρτες, το κτήμα το είχε περιποιηθεί, και το είχε γεμίσει λουλούδια! Όταν το πρωτοείδε η Άννα όταν έφεραν τα πράγματά τους είχε αναφωνήσει με ενθουσιασμό:
-Ο πύργος των χαμένων ονείρων!!!!
-Ο πύργος των πραγματοποιημένων ονείρων! Της είχε απαντήσει ο Πάνος.
Ξεφόρτωσαν τις βαλίτσες από το αυτοκίνητο και τελευταία ελευθέρωσαν τον Μίκυ, την Νανά και τον μικρό Λουκί να ξεμουδιάσουν επιτέλους και να εξερευνήσουν το καινούργιο τους σπιτικό. Άρχισαν να περπατάν διστακτικά και με επιφυλακτικότητα μέσα στο σπίτι, η Άννα και ο Πάνος φρόντισαν το φαγητό τους και το νεράκι τους και τα άφησαν να εγκλιματιστούν με το πάσο τους.
Ο Πάνος βγήκε στον κήπο να δει τα δέντρα και να ρίξει και μια ματιά στο λαχανόκηπο που είχε στήσει τους τελευταίους μήνες προετοιμάζοντας την διαμονή τους εκεί. Η Άννα μπήκε στην κουζίνα , έβαλε σε ένα λεκανάκι λίγο γάλα, 2 αυγά, αλεύρι και τυρί, λάδωσε ένα ταψί και το έβαλε στο φούρνο. Αυτά είναι σκέφτηκε , εύκολα γρήγορα και απλά, όνειρο! Έφτιαξε δυο καφεδάκια και βγήκε στην αυλή.
-Ψυχή μου που είσαι; φώναξε.
-Έρχομαι κοριτσάκι μου , έτοιμα τα καφεδάκια;
Κάθισαν κάτω από την μεγάλη ελιά σε ένα μικρό καθιστικό που είχε φτιάξει ο Πάνος με κορμούς από δέντρα, και σίγησαν. Ακόμα και η αναπνοή τους ένιωθαν ότι ήταν ικανή να ταράξει την ησυχία και την γαλήνη που τους αγκάλιαζε…..
-Καλησπέρα κύριε Πάνο, κυρία Άννα τι κάνετε; Η χαρούμενη φωνή της Τασούλας σαν να τους τάραξε από ύπνο!
-Καλά κούκλα μου , απάντησε η Άννα, έλα μέσα να σε δούμε, πως και από εδώ;
-Έλα, έλα μέσα Τασούλα, σε επιθυμήσαμε! Ακούστηκε χαρούμενη η φωνή του Πάνου.
-Ευχαρίστως θα καθόμουν αλλά μόλις φτάσαμε και πάω να ξεφορτώσω το αμάξι και να ταΐσω την μικρή, να έρθω το πρωί για καφεδάκι να τα πούμε με την ησυχία μας, άλλωστε θα κάτσουμε κάποιες μέρες, πήρε άδεια ο Κώστας από την δουλειά για να δουν οι παππούδες την μικρή!
-Ναι κορίτσι μου έλα αύριο όποτε θες, να θυμηθείς να σου δώσω και μαρμελάδα πορτοκάλι-λεμόνι που σ αρέσει, σήμερα την έφτιαξα, έχω κρατήσει και της μικρής ένα βαζάκι γλυκό φράουλα.
-Ευχαριστώ κυρία Άννα, θα σας έρθουμε αύριο οικογενειακώς! Καλό ξημέρωμα και στους δυο σας!!
-Στο καλό κορίτσι μου , καλό σου βράδυ!
Ο Πάνος γύρισε και είδε με λατρεία την Άννα.
-Τι λες κοριτσάκι μου; Ώρα δεν είναι να πάμε και εμείς μέσα; Έχει πιάσει υγρασία και … ε δεν είμαστε και παιδιά!
-Εσύ δεν είσαι, του απάντησε παιχνιδιάρικα, εγώ δεν θα μεγαλώσω ποτέ – ποτέ – ποτέ φώναξε χτυπώντας τα πόδια της στο χώμα.
-Καλά- καλά , είπε ο Πάνος πάμε όμως τώρα μέσα γιατί ο Μίκυ δεν έχει τα νιάτα σου και αύριο θα κλαψουρίζει από τους πόνους στα αρθριτικά του! Την βοήθησε να σηκωθεί από την καρέκλα και προχώρησαν προς το σπίτι.
-Πανούλι μου;
-Ωχ!
-Αμάν πια τόσα χρόνια, μόλις πάω να πω κάτι αμέσως Ωχ! Γιατί παρακαλώ;
-Γιατί απλά κοριτσάκι μου τόσα χρόνια όταν με λες ‘Πανούλι’ βλέπω το έμφραγμα με το εγκεφαλικό χέρι- χέρι να με πλησιάζουν απειλητικά.
-Να σου πω τώρα η σε έχουν πάρει αγκαλιά και δεν θα αντέξεις;
-Πες το μάτια μου, τι θες;
-Να ξέρεις είμαι πολύ ευτυχισμένη, και δεν μπορώ να μην δώσω και λίγη χαρά σε κάποιον άλλο, έτσι…. να ….ξέρεις… να μην με πει και εγωίστρια ο Θεός!
-Κι πως σκέφτεσαι να το κάνεις αυτό;
-Να, έλεγα να πω στην Τασούλα να μείνει στο σπίτι της Αθήνας για κάνα- δυο χρόνια ακόμα χωρίς ενοίκιο, να μπορέσουν να σταθούν τα παιδιά στα πόδια τους, τώρα και με την μικρή θα είναι πιο δύσκολο, ε , τι λες;
-Δεν συμφωνώ, μάτια μου, εγώ θα πρότεινα τώρα που θα είναι εδώ για μερικές μέρες να πάμε στο συμβολαιογράφο όλοι μαζί να τελειώνει αυτό το θέμα.
-Αλήθεια; Αυτό θέλεις;
-Αυτό θες εσύ μάτια μου από την στιγμή που αποφάσισε η Τασούλα να κρατήσει το παιδί και να παντρευτεί τον Κώστα!
Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο της Άννας και εκείνος με μια τρυφερή κίνηση της το σκούπισε πριν προλάβει να πέσει!
-Μην τα θυμάσαι πια!
-Σ΄ αγαπάω, ακόμα πιο πολύ!
Σταμάτησε και κοίταξε το σπίτι τους.
– Ο πύργος των πραγματοποιημένων ονείρων!
-Ναι κοριτσάκι μου , της απάντησε ο Πάνος.
-Να σου πω, κοντεύουμε τα 60, μήπως αυτό το «κοριτσάκι μου» να το σταμάταγες πια; Έχει αρχίσει και μου φέρνει ταχυπαλμίες! Του είπε ναζιάρικα!
-Μπα… δεν φταίει αυτό, τα χάπια της πίεσης είναι που ξεχνάς να τα πάρεις στην ώρα τους! Της είπε κοροϊδευτικά. Έκλεισαν την πόρτα και αφέθηκαν στην χαρούμενη διάθεση που τους άφησε η προσμονή της αυριανής ανακοίνωσης στην ανήξερη νέα ιδιοκτήτρια του σπιτιού της Αθήνας, Τασούλα!
Δισακιά Μαριαλένα
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.