Στο τέρμα του διαδρόμου.
Ήταν ένα κρυφό μυστικό ανάμεσα στα όρια καρδιάς και λογικής. Τίποτα δεν προμήνυε ότι στο τέρμα του διαδρόμου, θα κείτονταν τραυματισμένη μέσα σε μια λίμνη αίματος, η αγαπημένη του. ‘Έτρεξε δίπλα της κραυγάζοντας βοήθεια, κανένας δυστυχώς δεν άκουγε τις απελπισμένες κραυγές του° ένα στοιχειωμένο φρενοκομείο στο κέντρο της πρωτεύουσας… κι όπως πάντα εκείνη την ώρα λίγο μετά τις 11 το βράδυ, μόνο οι θύμισες είχαν την τιμητική τους στην κυκλοφορία των άδειων δρόμων. Την σήκωσε στα τρεμάμενα χέρια του, και έτρεξε προς άγνωστη κατεύθυνση για ‘κείνων, έχοντας ακράδαντη εμπιστοσύνη μόνο στο ένστικτο του, που ποτέ ως τώρα δεν τον είχε προδώσει. Βαριά λαχανιασμένος και με μια άγνοια του τι θα συνέβαινε ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο της αγαπημένης του Αδέλας, βρίσκει το ένα και μοναδικό ασθενοφόρο σε ένα κόκκινο φανάρι στην μέση του πουθενά. Βοήθεια… φώναξε με δάκρυα στα μάτια και ο ιδρώτας της αγωνίας έσταζε στο πρόσωπο του, βοήθεια ψέλλισε αδύναμος πια μετά από τόσες ώρες ψάχνοντας ένα νοσοκομείο μέσα σε μια πόλη που δεν την ήξερε° έτρεξαν οι τραυματιοφορείς και ο γιατρός του ασθενοφόρου και πήραν από τα αιματοβαμμένα χέρια του, την Αδέλα… Ναι κείνη που αγάπησε πιότερο και απ’ την ζωή του, τώρα έδινε με όση δύναμη της απέμεινε την μεγαλύτερη μάχη ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο. Ξαφνικά ακούει ένα, αστυνομία εκεί;;; Ένα περιπολικό στην κεντρική οδό 7th Street Northwest, θύμα δολοφονίας μια νεαρή κοπέλα… Θύμα;;; τρέλα στον κόσμο της ελπίδας που είχε μέσα του να ζήσει η Αδέλα, ήρθε και του τάραξε την μία και μοναδική ελπίδα. Ποιο θύμα;; Ποιο θύμα;;; Φώναξε και με μιας τα κοιμισμένα πουλιά της πόλης πετάξανε στο άγνωστο. Είχε γονατίσει στην μέση του πουθενά με τα φανάρια να αναβοσβήνουν, και έκλαιγε γοερά. Την αγαπώ, για μένα θα ζει πάντα εδώ και με αβάσταχτο πόνο κρατούσε την αιμορραγούσα καρδιά του, θαρρούσες πως θα την ξερίζωνε για να μην τον σκοτώνουν λίγο, λίγο σαν μαχαιριά οι τελευταίες λέξεις, που χαράχτηκαν στην μνήμη της λογικής… “Θύμα δολοφονίας μια νεαρή κοπέλα”. Ξάφνου βρέθηκε να του περνάνε χειροπέδες, δύο αστυνομικοί και ένας ακόμη περίμενε στο περιπολικό. Τι;;; Γιατί μου περνάτε χειροπέδες;;; Θέλω να πάω στο νοσοκομείο, γρήγορα στο νοσοκομείο να πάμε, η Αδέλα με χρειάζεται. Όσο πιο γρήγορα ομολογήσεις τον φόνο, τόσο πιο γρήγορα θα ξεμπερδέψουμε με εσένα. Ξάφνου οι εικόνες μέσα του, πήραν σάρκα και οστά, σαν θυμήθηκε, τον καβγά που είχαν στο τέρμα του διαδρόμου, ενός φρενοκομείου, όταν η Αδέλα, η αγαπημένη της ψυχής του, του είπε δεν θα ‘ρθω να σε ξαναδώ… Τέλος χωρίζουμε. Ο Πήτερ σάστισε… και ψέλλισε στους αστυνομικούς, ότι το έκανα για το καλό της αγάπης μας, η Αδέλα δεν ήξερε τι έλεγε, έπρεπε να την συνεφέρω και με βλέμμα στο κενό, ομολόγησε… την καρδιά της ήθελα μόνο και αυτή την πήρα για πάντα… και τα ρούχα του έσταζαν αίμα… Κοιτάξτε οι μεγάλες αγάπες πάντοτε βάφονται με αίμα… μ’ αγαπάει και εκείνη… πηγαίνετε με στην Αδέλα… Φώναζε και ξαναφώναζε κάθε βράδυ, πίσω από τις σιδερένιες μπάρες, καθώς κάπνιζε ασταμάτητα, ότι μισοκαπνισμένες γόπες έβρισκε γύρω του. Όλα έγιναν εκεί… κάπου στις 11 το βράδυ…
Χρύσα Θυμιοπούλου: Συγγραφέας-Ηθοποιός.Ελεύθερη ποίηση 9/4/2017
Χρύσα Θυμιοπούλου Συγγραφέας-Ηθοποιός. Η Χρύσα Θυμιοπούλου, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Λαμία, το 1981. Σπούδασε Δ.Ε. νοσηλευτικής. Από το 2003 έως το 2011, “υπηρέτησε” την τέχνης της υποκριτικής ως ηθοποιός του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης. Έλαβε μέρος σε χορογραφία ως ιέρια “Θερμοπύλεια” 2009. Η αγάπη της για τις τέχνες, την έφεραν στην πρωτεύουσα τα τελευταία χρόνια. Το 2019 εξέδωσε δύο βιβλία: Κυοφορία Συναισθημάτων και Καλπάζουσας μορφής Έρωτας. Εκδόσεις Όστρια