Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

  Τα δελφίνια του ηλιοβασιλέματος. – Μαριαλένα Δισακιά

                    Τα δελφίνια του ηλιοβασιλέματος!

Κάθε δειλινό. Την  ίδια ώρα. Χειμώνα, καλοκαίρι περπατούσε στην παραλία. Την ώρα που ο ήλιος ρόδιζε κι έπαιρνε φωτιά έτοιμος να βουτήξει στα καταγάλανα νερά. Άλλοτε χαρωπός και κόκκινος! Άλλοτε λυπημένος. Οργισμένος.  Λάβα που ζητά θάλασσες να σβήσει. Εκείνη περπατούσε και τον παρακολουθούσε. Την στιγμή της κορύφωσης του σταμάταγε. Καθόταν στην άμμο. Το βλέμμα της πάγωνε στον ορίζοντα εκεί που οδηγούσε το χρυσό του μονοπάτι!

Ήταν η ώρα τους.. “ να… όπου να ναι θα έρθουν!!” σκέφτηκε. Στο βάθος κάτι γυάλισε. Ήταν αυτά. Τα είδε! Πάντα στην ώρα τους. Όχι φυσικά αυτήν την ώρα των ρολογιών, αλλά την δικιά τους, εκείνη την αληθινή που κάθε μέρα αλλάζει. Ένα λεπτό.

Στο μονοπάτι του δειλινού παίζανε αμέριμνα. Πως αντανακλούσε το φως του ήλιου πάνω τους όταν πετάγονταν έξω από το νερό! Κάποιες φορές ήταν πιο κοντά στην ακτή και μπορούσες να ακούσεις τα γέλια τους. Παιδικά μα και ερωτικά παιχνίδια . Ακούραστα πάντα. Μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Κάθε μέρα. Κάθε εποχή.

Τα μάτια της θάμπωναν και καθάριζαν. Εκείνη εκεί. Τα ακολουθούσε με το βλέμμα της. Τα δάκρια έτρεχαν ανυπότακτα. Δεν έκανε καμία κίνηση να τα σκουπίσει. Τα άφηνε εκεί, να κάνουν και εκείνα το δικό τους παιχνιδιάρικο ταξίδι στο πρόσωπό της.

Ένιωσε διαφορετική  την ανάσα του στο μάγουλο της. Πιο έντονο το χάδι στα μαλλιά και το φιλί στο πλάι του λαιμού της, της μύριζε γιασεμιά. Πιστός στο ραντεβού τους, όπως τα δελφίνια. Η αύρα του ήταν τόσο δυνατή, χιλιάδες μίλια μακριά της, μήνες τώρα. Χαμογέλασε. Συνήθισε να τον λατρεύει από μακριά. Όπως και η λατρεία της για τα δελφίνια  του ηλιοβασιλέματος.

 Ήταν γύρω στα δώδεκα όταν είχε ρωτήσει την γιαγιά της γιατί κάθε ηλιοβασίλεμα έρχονταν στην παραλία του χωριού αυτά τα δύο δελφίνια.

-Γιαγιά , να σε ρωτήσω κάτι;

-Κάνεις και τίποτε άλλο , από όταν πρωτομίλησες όλο ρωτάς!

-Έλα γιαγιάκα μου… συνέχισε παιχνιδιάρικα με γλυκιά και σχεδόν ικετική φωνούλα, σε παρακαλώ!!!

-Άντε ασχημοπαπάκι μου, ρώτα..

-Γιατί τα δελφίνια  τα λέμε τα «δελφίνια του ηλιοβασιλέματος»; Γιατί έρχονται συνέχεια εδώ; δεν πάνε αλλού;

-Αχ! Πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε, ούτε εγώ θυμάμαι!

-Ναι αλλά θα μου πεις ε; Θα μου πεις;

-Μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Αν δεν σου πω θα με ζαλίσεις όλο τ απόγευμα! Πήγαινε κάνε μου ένα καφεδάκι βάλε και για σένα μια βανίλια και έλα να σου πω!

Γύρισε μετά από λίγο, έβαλε στο τραπέζι της αυλής τον καφέ και την βανίλια. Τράβηξε κοντά στην γιαγιά της το χαμηλό σκαμνάκι και έκατσε μπροστά της.

-Έτοιμη, λέγε!

-Αμάν βρε Αθηνούλα μου, στάσου να πιώ μια γουλιά καφέ. Τι ανυπομονησία είναι αυτή; Πάνε χρόνια από τότε. Να φανταστείς ήμουν πιο μικρή από σένα! Όμως ακόμα πετάγομαι απ΄ τον ύπνο μου μ΄ αυτό που έζησα τότε! Όχι μόνο εγώ βέβαια αλλά ολάκερο το χωριό!

-Ε!!! άντε λέγε, λέγε τι;

Ήταν  ένα ζευγάρι που αγαπιόταν πολύ. Έστειλε λοιπόν ο νέος προξενιό στον πατέρα ης ,μα εκείνος ούτε να ακούσει!

-Δεν δίνω την μοναχοκόρη μου σ ΄αυτόν που δεν έχει στον ήλιο μοίρα! Απάντησε στην προξενήτρα και την έδιωξε κακήν κακώς από το σπίτι του.  

Ο νέος αποφάσισε να μπαρκάρισε στα καράβια. Πριν φύγει της είπε:

-Θα ταξιδέψω και θα μαζέψω χρυσές (λίρες), θα σ αγοράσω τα καλύτερα μπακίρια, χαλιά και υφάσματα για να στολίσεις το σπίτι μας ,γιατί μόλις γυρίσω δεν θα μπορεί να αρνηθεί το προξενιό ο πατέρας σου.

Έκλαψε ,χτυπήθηκε η κοπέλα μπας και του αλλάξει γνώμη!

-Κλέψε με και πάμε να φύγουμε, του είπε.

-Όχι ποτέ!  Θα σε έχω βασίλισσα στην ζωή μου και όχι κατατρεγμένη. Θέλω να ζηλεύουν όλοι την ευτυχία μας όχι να μας λυπούνται!

Τι να έκανε με τούτα και με κείνα αποδέχτηκε η κοπέλα την απόφασή του.

Με ευχές και συμβουλές, κλάματα και φιλιά νοτισμένα δάκρια τον αποχαιρετούσε στο τελευταίο ραντεβού στην ακροθαλασσιά. Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος, τότε ο νέος της είπε:  

-Κάθε ηλιοβασίλεμα θα κάθεσαι και θα αγναντεύεις τον ήλιο, όπου και αν είμαι θα στέλνω ένα φιλί στον ήλιο να στο φέρνει, και εσύ θα του λες πως μ’ αγαπάς και περιμένεις ακόμα!

Έτσι κάθε απόγευμα την ώρα που πλησίαζε ο ήλιος στη δύση του η κοπέλα πήγαινε στην παραλία και έκανε ότι είχαν συμφωνήσει!  Tα χρόνια πέρναγαν. Τα προξενιά πήγαιναν και έρχονταν στο σπίτι. Εκείνη δεν δεχόταν κανένα.  Τα πρώτα χρόνια ο πατέρας της με το καλό προσπαθούσε να την μεταπείσει, η μάνα της με παρακάλια, αργότερα ήρθαν οι φωνές, το ξύλο, εκείνη αμετάπειστη, στο τέλος παραιτήθηκαν οι γονείς από κάθε προσπάθεια να την παντρέψουν. 

-Θα την σκοτώσω! Άσε με ρε γυναίκα με την αλλοπαρμένη! Ακούγονταν οι φωνές στα γύρω σπίτια συχνά- πυκνά!

-Άστη, αφού δεν θέλει, με το ζόρι παντρειά άντρα μου δεν γίνεται!

-Μωρέ να δεις ακόμα εκείνον αγαπάει, που να μην σώσει για άντρας!

-Σώπα! Μάνα έχει και αυτός. Θαλασσοπνίγεται για χάρη της! Μη ξεστομίζεις τέτοιες κουβέντες γιατί σε εμάς θα γυρίσουν. Παναγιά και Άγιε Νικόλα μην ακούς, σταυροκοπιόταν και παρακάλαγε η έρμη η μάνα!

-Τι να κάνω βρε γυναίκα; Μοναχοπαίδι το ‘χούμε, το βιός μας που θα πάει;

-Να τα σκεφτόσουν αυτά πριν διώξεις την προξενήτρα. Προκομένο παιδί ήταν θα δούλευε τώρα το βιός σου. Να παρακαλάς την Παναγιά να τον γυρίσει πίσω , το χάνουμε το κορίτσι μας , δεν το βλέπεις;

-Τι να δω;

-Όλοι την λένε αλαφροΐσκιωτη, στο χωριό, και ότι έχει χάσει τα λογικά της!

-Γι’ αυτό ρε γυναίκα σταμάτησαν τα προξενιά;

Σώπασαν απότομα την κουβέντα σαν την είδαν να βγαίνει από την κάμαρη της και να φεύγει σιωπηλή.

-Που πάει πάλι; ρώτησε ο πατέρας χαμηλόφωνα.

-Που αλλού; Στην θάλασσα!

Τον πρώτο καιρό την είχαν ακολουθήσει. Πήγαινε στην θάλασσα περπατούσε ήρεμη. Κάποιες φορές έτρεχε ανήσυχη πέρα-δώθε. Λέγανε πως ήταν τότε που καθυστερούσε ο νέος να της στείλει το φιλί της. Όταν έβλεπε τον ήλιο να βουτά στην θάλασσα φοβισμένη πως ο καλός της κάτι έπαθε, έπεφτε στην άμμο και αλυχτούσε σαν δαρμένο αγρίμι. Μα ύστερα ερχόταν το φιλί και σηκωνόταν και χόρευε στην δαντελένια άκρη των κυμάτων μέχρι να σκοτεινιάσει.

 Κάποιο δειλινό, όπως περίμενε το φιλί της έπεσε στην ακρογιαλιά. Τραβούσε τα μαλλιά της. Ακόμα ο ήλιος δεν είχε δύσει.  Τα ουρλιαχτά της σκίσανε και μάτωσαν την θάλασσα. Ακούστηκαν μέχρι την πλατεία του χωριού. Φτάσανε οι χωριανοί μα ποιος να πάει κοντά; Σκιάχτηκαν από τα ουρλιαχτά και την όψη της. Ξάφνου την βλέπουν να πέφτει στη θάλασσα, τότε κάποια παλληκάρια έπεσαν στο νερό να την βγάλουν. Φωνές από τους χωριανούς !

« Θα πνιγεί.» «Να την εκεί πάει» « γρήγορα παιδιά προς την σημαδούρα» «Την βλέπω μέσα δεν κολυμπάει» Μια φωνή ξεχώρισε μετά από λίγο «Δεν είναι αυτή στα βαθιά, δελφίνι είναι!»

Εκείνη άφαντη. Τίποτε στο νερό. Έκλαιγε η έρμη η μάνα της. Φώναζε ο πατέρας την μοναχοκόρη του! Τίποτε. Κανένα ίχνος! Μόνο το δελφίνι έβγαζε μικρές φωνούλες  στο βάθος του ορίζοντα! Την επόμενη μέρα εκεί που μοιρολογούσαν πατέρας και μάνα το μοναχοπαίδι τους, ήρθε κι άλλο μαύρο μαντάτο στο χωριό. Ο νέος είχε ένα ατύχημα στην θάλασσα. Ούτε οι δικοί του γονείς  είχαν σώμα  να θάψουν. Δεν βρέθηκε ποτέ. Μετά από λίγο καιρό φάνηκε και το δεύτερο δελφίνι. Γίναν ζευγάρι. Πάντα μαζί πάνε έρχονται και παίζουν. Λένε πως είναι εκείνοι. Γύρισαν να δείξουν πως την αγάπη τους δεν την νίκησε κανείς. Ούτε το χωριό. Ούτε τα χρήματα. Ούτε και εκείνος ο ίδιος ο θάνατος. Έτσι τα δελφίνια αυτά τα ονόμασαν “τα δελφίνια του ηλιοβασιλέματος” Κάθε ηλιοβασίλεμα λοιπόν έρχονται και παίζουν δείχνοντας τον έρωτα και την αγάπη τους .

-Γιαγιάκα, δεν νομίζεις πως είμαι μεγάλη πια για παραμύθια;

Η ηλικιωμένη γυναίκα σαν να μίλαγε στον εαυτό της και όχι στην μικρή είπε ψιθυριστά:

-Ήμουν εκείνο το βράδυ εκεί!

Από τότε , από εκείνο το απόγευμα στην μικρή αυλή της γιαγιάς της λάτρεψε αυτά τα δύο δελφίνια!

 Όταν η οικονομική κρίση χτύπησε και την δική της πόρτα μαζί με τον σύντροφό της έφυγαν για το σπίτι της γιαγιάς της, στο χωριό. Δυστυχώς όμως μόνο εκείνη μπόρεσε να βρει δουλειά. Συζητήσεις ατέλειωτες πως θα αντιμετωπίσουν την δύσκολη κατάσταση των οικονομικών. Χρειάζονταν  κεφάλαιο για να πουν πως κάτι θα κάναν εκεί. Έτσι η δύσκολη απόφαση πάρθηκε από τον σύντροφο της. Θα έφευγε στο εξωτερικό μέχρι να μαζέψει το κεφάλαιο που χρειαζόταν . Εκείνη δεν χρειαζόταν να αφήσει την Ελλάδα! Είχε δουλειά και το σπίτι της γιαγιάς της ήταν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Μόνος του θα είχε λιγότερα έξοδα, συνεπώς θα μάζευε πιο γρήγορα τα χρήματα! Όλα ήταν κανονισμένα! Έτοιμες βαλίτσες. Το εισιτήριο καλοβολεμένο μέσα στο πορτοφόλι του!  Ήταν το τελευταίο απόγευμα που περνούσαν μαζί. Του ζήτησε να πάνε έναν περίπατο στην παραλία! Περπατούσαν αγκαλιασμένοι όταν είδε τα δελφίνια να παίζουν στο βάθος!  Έβαλε τα κλάματα. Δεν μπορούσε να την ηρεμίσει! Του είπε με παράπονο:

-Μη φύγεις σε παρακαλώ, θα γίνουμε δελφίνια!

-Αθηνά ακόμα δεν έφυγα και μου παραλογίζεσαι;

-Μη φύγεις. Εδώ στο χωριό μπορούμε να ζήσουμε! Πιο φτωχικά αλλά και πιο ποιοτικά!

-Αθηνά σύνελθε! Τόσους μήνες το συζητάμε! Είναι όλα έτοιμα και η δουλειά στο Λονδίνο με περιμένει!

-Ακύρωσε τα όλα! Θα γίνουμε σου λέω δελφίνια!

-Θα μου πεις τι σ έπιασε ξαφνικά και τι δελφίνια μου λες;

Τότε έκατσε στην άμμο στην αγκαλιά του και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα και τα δελφίνια του είπε και εκεινού για «τα δελφίνια του ηλιοβασιλέματος». Προσπάθησε με κάθε τρόπο να την ηρεμίσει μα άδικος κόπος, στο τέλος της είπε ότι θα κάνουν το ίδιο, αλλά με μηνύματα στο κινητό.

-Για πιο σίγουρα , της είπε.

-Ναι, απάντησε. Η φωνή της όμως ήταν δισταχτική.

-Τι δεν είναι πιο εύκολο με τα κινητά, η δεν είναι τόσο ρομαντικά;

-Όχι εντάξει αλλά…. Δεν θα αφήσεις να γίνουμε δελφίνια ε;

-Όχι δεν θα γίνουμε δελφίνια! Της απάντησε ήρεμα και με ένα χαμόγελο που δεν χωρούσε άλλες αμφιβολίες.

 Όταν ένιωσε την ανάσα του, το χάδι του και το φιλί στο λαιμό της μύρισε γιασεμιά. Γύρισε.  Πετάχτηκε όρθια και χώθηκε στην αγκαλιά του. Μαζί και αγκαλιασμένοι είδαν εκείνο το δείλι το ερωτικό παιχνίδι των δελφινιών.

-Στο είχα πει, για μας θα είναι αλλιώς! της είπε.

-Ευτυχώς !

-Ευτυχώς δε γίναμε δελφίνια, της είπε και γέλασε!

-Ευτυχώς που πιά υπάρχουν τα τηλέφωνα, του απάντησε !

Φύγαν παίζοντας  σαν παιδιά από την  παραλία. Βιάζονταν να πάνε σπίτι. Γύρισαν την πλάτη στη θάλασσα, έτσι δεν είδαν  τα δυο δελφίνια που είχαν φτάσει κοντά στην ακτή και τους κοιτούσαν με μάτια που γυάλιζαν από ευτυχία!

 

                                                                                                                                                Maria Elena Davi (Μαριαλένα Δισακιά)

 

 

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής