Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

Το κορίτσι και το αηδόνι – Γιάννης Κόκκινος


Ζούσε κάποτε ψηλά σε ένα βουνό ένα κορίτσι που μικρό είχε ταξιδέψει τον κόσμο και γνώρισε πολλά. Μεγάλο πια, κουρασμένο για άλλα ταξίδια, βρέθηκε στο βουνίσιο σπίτι που οι ιδιοκτήτες του, μαγεμένοι από τις εμπειρίες και τις γνώσεις που είχε, την δέχθηκαν πρόθυμα σαν μέλος της οικογένειάς τους. Δεν είχε να κάνει τίποτε άλλο από να τραγουδάει τις περιπέτειές της και να λύνει όλα τους τα προβλήματα, και αυτοί την φρόντιζαν και την αγαπούσαν.

Ένα νεαρό αηδόνι πετάρισε στα κλαδιά του μεγάλου πλάτανου στη μέση του χωριού κάτω στον κάμπο. Μάζεψε τα φτερά του πίσω και για πρώτη φορά άφησε το τραγούδι του να ακουστεί σε ανθρώπους. Μα με τις πρώτες νότες πετάχτηκαν οι χωρικοί επάνω: «Τί φασαρία είναι αυτή; Τί απαίσιος θόρυβος; Από πού έρχεται;» «Να, από ‘κείνο το αηδόνι!» «Αηδόνι είν’ αυτό; Διώχτε το γρήγορα! Πετάχτε του πέτρες να φύγει! Δεν έχω ξανακούσει πουλί να τραγουδά έτσι χάλια.» Ήταν τυχερό που κατάφερε να ξεφύγει σώο. Ποτέ δεν πλησίασε ξανά χωριό. Ολοένα ο δρόμος του το ανέβαζε ψηλότερα στην πλαγιά.

Το κορίτσι ένα απόγευμα άκουσε μέσα από το δάσος το πιο παράξενο κελάηδημα. Στην αρχή την ξένισε, ξιπάστηκε πώς μπορεί πουλί να τραγουδάει τόσο άσχημα αλλά πού να τρέχεις στο ρουμάνι να το διώχνεις. Την επόμενη το ίδιο και το ίδιο, κάθε μέρα πιο κοντά. Μα φορά με τη φορά διέκρινε κρυμμένη αρμονία και τάξη στο στριγγό τσίριγμα. Τότε που το άκουσε από τις παρυφές του δάσους, βγήκε να δει.

Προστατευμένη από τους χοντρούς κορμούς κι αλαφροπάτητη πλησίασε απαρατήρητη. Μα ένα μικρό κλαδί που έσπασε στο βήμα της πρόδωσε πως ήταν εκεί. Το αηδόνι ξιπασμένο έκανε να πετάξει. «Στάσου!» Για κάποιο λόγο, το αηδόνι στάθηκε. Δεν ήξερε γιατί. Πήρε καιρό να το καταλάβει.

«Δεν θα με διώξεις; Οι άνθρωποι δεν αντέχουν τη φωνή μου. Και όσο με θυμάμαι ούτε η ίδια η μάνα μου. Έχω μάθει να κελαηδώ μόνο, μόνο για μένα.» «Ακούω μέρες το τραγούδι σου. Στην αρχή ήταν όπως τα λες. Έχεις μέσα σου όμως αρμονία και τάξη. Αν κάποιος σε ακούσει με αγάπη, το διακρίνει. Μια διαφορετική αρμονία από κάθε τί που έχω ακούσει. Και, πίστεψέ με, έχω ακούσει πολλά.»

Το αηδόνι θέλησε να πει άσε μας κοπέλα μου και να φύγει. Δεν το είπε. Το κορίτσι συνέχισε. «Αυτό που μπορούν να κάνουν όλοι είναι το κοινότυπο και στους πολλούς αρέσει επειδή είναι εύκολο, το βρίσκουν παντού. Όμως θαυμάζουν και τιμούν το ιδιαίτερο, το σπάνιο. Μα οτιδήποτε σπάνιο πρέπει πρώτα να έρθει στα μέτρα τους για να το καταλάβουν. Ή, να ΄ρθούν στα μέτρα του εκείνοι».

Το ραντεβού τους στην παρυφή του δάσους έγινε καθημερινό. Μαζί οι ώρες πέρναγαν νερό, ο χρόνος χάνονταν. Εκείνο τραγούδαγε, αυτή μαγευόταν. Εκείνη διόρθωνε μικρές νοτίτσες, αυτό πάταγε επάνω τους κι έφτιαχνε νέες μελωδίες. Εκείνο ψήλωνε με το χαμόγελό της, αυτή ανακάλυπτε ξανά τον κόσμο με το τραγούδι του. «Όσο σε κάνω να χαμογελάς, δεν θα φύγω». «Δεν θα πάψω ποτέ να χαμογελάω».

Η ζωή της στο σπίτι δεν ήταν ρόδινη. Είχε ό,τι ζητούσε και την αγάπη των ανθρώπων. Μα για κάποιο λόγο ποτέ αυτή η αγάπη δεν μπήκε μέσα της -τους συμπαθούσε και τους νοιάζονταν βέβαια- και τώρα που το ξανασκεφτόταν ποτέ δεν τους ένοιωσε οικογένειά της. Το αηδόνι τής έδωσε πίσω τη ζωή που είχε αφήσει στο κατώφλι μπαίνοντας. Τη ζωή εκείνη, που ο καιρός κι ο χρόνος είχαν διαλύσει. Και την αγάπη. Αγαπούσε το αηδόνι κι ας είχε βεβαιωθεί χρόνια πριν πως αυτό το συναίσθημα δεν θα την απασχολούσε ξανά… Κι εδώ στο σπίτι οι απαιτήσεις ολοένα μεγάλωναν καθώς μεγαλώναν οι ανθρώποι.

Μεγάλωνε και το αηδόνι. Το κελάηδημά του είχε αλλάξει, του φαινόταν περίεργο μα όχι πως δεν του άρεσε. Περισσότερο, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ή δεν ήθελε. Άρχισε πάντως να το κρύβει, να το μαζεύει. Στα ραντεβού τραγούδαγε λιγότερο, «δεν είμαι εγώ αυτός», σε κάποια δεν ερχόταν. «Το τραγούδι σου είναι το μόνο πράγμα που μου δίνει χαρά, μη μου το στερείς» «Σε εσένα που έχεις γνωρίσει όλο τον κόσμο, το τραγούδι μου; Άλλωστε εσύ το έκανες ό,τι είναι. Ποιος είμαι εγώ μπροστά σου!» «Η φωνή σου έχει μέσα της δυο κόσμους μοναδικούς – τον δικό σου και τον δικό μου. Εάν ένας από τους δύο ήταν αλλιώς, αλλιώς θα ήταν και το τραγούδι. Αισθάνομαι ότι γνώριζα τον κόσμο για να φτάσω σε εσένα και να γίνει αυτό. Όπως ο αχανής ουρανός υπάρχει για να πάρει νόημα από ένα πουλί που πετάει, έτσι κι εδώ. Μη συγκρίνεις μεγέθη με τη ζυγαριά. Το τραγούδι σου είναι το μόνο πράγμα που μου δίνει χαρά, μη μου το στερείς.»

Την επόμενη μέρα το αηδόνι δεν ήρθε. Έκατσε κάπου μακριά και τραγουδούσε. «Το τραγούδι μου δεν θες;» Τί κι αν φώναζε το κορίτσι με όση δύναμη η ψυχή της ναι αλλά θέλω κι εσένα το αηδόνι ανένδοτο στεκόταν αλαργινό για να έρθω πρέπει πρώτα να καταλάβω το τραγούδι μου κοντά μου θα το καταλάβεις ευκολότερα δεν θέλω μαζί σου σε αγαπώ αλλά θέλω να βρω εμένα.

Κάποια μέρα, πλησίασε. «Δεν χαμογελάς» πρόσεξε. «Περνώ πολύ άσχημα στο σπίτι, πράγματα αλλάξαν. Μου χαρίζεις το τραγούδι σου από μακριά μα δεν αρκεί. Ζητώ καιρό την παρουσία σου μα δεν έρχεσαι. Η αναζήτησή σου το σκότωσε.» «Αφού δεν μπορώ να σε κάνω να χαμογελάς θα φύγω. Να ψάξεις το χαμόγελό σου αλλού, καλύτερα». Χτύπησε τα φτερά του δυνατά. «Αν γινόταν να το βρω θα είχε βρεθεί, με εσένα θέ….» Θα συνέχιζε την κραυγή της αν γνώριζε πως υπάρχει μία έστω πιθανότητα να την άκουγε εκεί που είχε φτάσει.

Η κοπέλα δεν χαμογέλασε ξανά. Το αηδόνι χάθηκε κάπου μόνο του. Κανείς δεν άκουσε για κανέναν τους από τότε.

Γιάννης Κόκκινος

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής