Λόγια...Άνεμοι της Ψυχής

ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΔΙΣΑΚΙΑ

Τσάι του βουνού – Δισακιά Μαριαλένα

Έπρεπε να φύγει. Δεν γινόταν διαφορετικά. Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέπτη. Δεν το αναγνώριζε, δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Είχαν περάσει δυο φρικτές ημέρες. Θλίψη, πόνος, οργή. Είχε μείνει πια εντελώς μόνος.
Από πριν παντρευτεί ήξερε πως η αδελφή του η Δέσποινα θα έμενε μαζί του. Σαν όνειρο τα θυμάται. Πάει και έρχεται η θύμηση.
-Ότι και αν γίνει γιέ μου.. σαν να ακούει πάλι την μάνα του.
-Ότι και αν γίνει μάνα, μη μιλάς, ξεκουράσου.
-Βασίλη μου η αδελφή σου μόνη δεν θα τα καταφέρει μόνη της.
-Μάνα ηρέμισε, μη στεναχωριέσαι. Θα είμαι πάντα δίπλα στη Δέσποινα. Μαζί της.
Μια μέρα μετά η μάνα τους «έφυγε». Έβλεπε την μαυροντυμένη Δέσποινα σε εκείνη την κηδεία και τότε τα λόγια της μάνας του βούιζαν στα αυτιά του. Όπως τώρα.
Η αδελφή του ήταν φιλάσθενη από μωρό. Το χειμώνα αν έπαιρνε ο Βασίλης την θέση της δίπλα στο τζάκι, ήξερε πως την επομένη μέρα η Δέσποινα θα ήταν άρρωστη. Τότε την κουκούλωνε η μάνα με κιλίμια μάλλινα, του αργαλειού, για να ιδρώσει και να φύγει το κακό. Το σπίτι μοσχοβόλαγε τσάι του βουνού. Μοσχοβόλαγε… τα δυο παιδιά όμως το σιχαινόντουσαν.  Τους μύριζε αρρώστια και θάνατο. Βλέπεις τις τελευταίες μέρες πριν πεθάνει ο πατέρας τους από πνευμονία το σπίτι μύριζε συνέχεια τσάι του βουνού. Μετά την κηδεία του, η μυρωδιά αυτή μπλέχτηκε με εκείνη από το θυμιατό. Τσάι και λιβάνι.  Όταν έχασαν και την μάνα τους, η Δέσποινα κάθε σούρουπο έφτιαχνε τσάι και μέχρι να ετοιμαστεί το ρόφημα θυμιάτιζε το σπίτι.
-Αμάν βρε Δέσποινα , άνοιξε λίγο να φύγει η μυρωδιά! Θα σκάσουμε!
-Γιατί , αντίχριστος είσαι και δεν θες το λιβάνι;
-Μυρίζει θανατικό, δεν μπορώ, τσάι του βουνού και λιβάνι μαζί.
-Έχεις δίκιο. Ξέρεις και εγώ δεν το μπορώ, αλλά μια μέρα να μην πιώ, την επόμενη είμαι χάλια. Θες να αρρωστήσω;
-Όχι , αλλά άνοιξε λίγο να χαρείς.
Ο Βασίλης δούλευε στην κοινότητα του χωριού, μες στην ορφάνια τους ήταν ότι καλύτερο τους είχε συμβεί. Με το ζόρι είχε καταφέρει η μάνα του να τον στείλει να μάθει δυο γράμματα παραπάνω. Ήταν πιά σε ηλικία γάμου, αλλά έπρεπε να προσέξει πολύ σε ποια κοπέλα θα έστελνε την προξενήτρα. Η υποψήφια νύφη καλό θα ήταν να ταιριάξει και με την αδελφή του ώστε να μην έχει προβλήματα με την συγκατοίκηση.
Η Δέσποινα όταν ήταν ακόμα στην εφηβεία είχε πάρει την απόφασή της να μην κάνει οικογένεια.
-Δεν θα παντρευτώ ποτέ!
-Τι λες κόρη μου, τι λόγια είναι αυτά;
-Εγώ στο λέω απλά για να μην αρχίσεις να μου κουβαλάς προξενιά. Της Τασούλας της φίλης μου δυο της πήγε η μάνα της αυτή τη βδομάδα.
-Και λίγα είναι, η Τασούλα είναι και πέντε μήνες , αν θυμάμαι καλά, πιο μεγάλη από σένα. Μετά τα γενέθλιά σου θα βγάλω και το πανί από την εξώπορτα.
-Βγάλεις δεν βγάλεις το πανί εγώ δεν παντρεύομαι. Τελεία και παύλα.
Από την μέρα που πέθανε ο πατέρας τους, η μάνα είχε βάλει ένα μαύρο μαντίλι έξω από την πόρτα. Σημάδι ότι το σπίτι κρατούσε βαρύ πένθος και δεν δεχόταν προξενιά. Την ημέρα των γενεθλίων της ο Βασίλης είχε πει στην μάνα τους πως θα έμενε με την Δέσποινα.
Όταν λοιπόν έστειλε την προξενήτρα στην μάνα της Πετρούλας το πρώτο που είχε στο μυαλό του ήταν πως οι δυο κοπέλες ήταν φίλες. Δέχτηκαν  το προξενιό. Σύντομα έγινε και ο γάμος. Αδελφές γίναν οι δυο κοπέλες. Δεν μοιράζονταν τις δουλειές, προτιμούσαν να τις κάνουν μαζί. Η μια σαπούνιζε τα πιάτα η άλλη τα ξέπλενε, η μια τα σκούπιζε η άλλη τα έβαζε στην θέση τους. Η μάνα της Πετρούλας τον πρώτο καιρό πήγαινε και ερχόταν στο σπίτι. Ρώταγε τις γειτόνισσες. Μην κακοπερνά το κορίτσι της με την κουνιάδα όλη μέρα στο σπιτικό της. Τα καλύτερα άκουγε. Όλη μέρα τραγούδια άκουγαν και γέλια. Όχι- όχι τσακωμούς ποτέ. Ηρέμισε σταμάτησε τα πέρα – δώθε . Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Πετρούλα ανακοίνωσε στον Βασίλη πως ήταν έγκυος. Κάτι είχε καταλάβει και εκείνος μα σίγουρος δεν ήταν. Αλλά να, τις τελευταίες μέρες όταν γύριζε στο σπίτι, τραγούδια δεν άκουγε, ούτε γέλια. Νόμιζε πως κάτι δεν πήγαινε καλά ανάμεσα στις δυο γυναίκες. Η Δέσποινα έδειχνε άρρωστη και ήταν συνέχεια με ένα τσάι στο χέρι.  Η Πετρούλα δεν καλομίλαγε σε κανέναν τους και χανόταν στο μπάνιο συνέχεια.
-Δεν χαίρεσαι βρε γυναίκα που θα κάνουμε παιδί;
-Ναι…πως…φυσικά και είμαι χαρούμενη.
-Εγώ γιατί δεν το βλέπω; Εδώ και μέρες είσαστε χάλια και εσύ και η Δέσποινα.
-Για όνομα του Θεού, Βασίλη μου, τι είναι αυτά που λες! Πάω να βάλω ένα κρασί να πιούμε έτσι για τα καλοδεχούμενα του παιδιού μας.
Η εγκυμοσύνη της Πετρούλας προχωρούσε καλά. Οι δυο κοπέλες κοιμόντουσαν μαζί πια στο δωμάτιο της Δέσποινας.
-Μα Βασίλη μου τι να κάνω; Για να μην σ΄ ενοχλώ! Τώρα που βάρυνα δεν κοιμάμαι καλά. Άσε που δεν μπορώ να βγαίνω μόνη μου για την τουαλέτα την νύχτα.
Γέννησε η Πετρούλα. Νύχτα άκουσε τις φωνές της ο Βασίλης. Σηκώθηκε, έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Φωνές, κλάματα, αναταραχή στο δωμάτιο της Δέσποινας. Ντύθηκε άρον – άρον και έφυγε να πάει να φέρει  την μαμή. Μέχρι να πάει και να γυρίσει με την μαμή, το σπίτι είχε ησυχάσει.  Αλαφιασμένος μα χαρούμενος μπήκε μέσα να δει το παιδί του. Αντί  αυτού όμως βρήκε την Δέσποινα να κρατά ένα μωρό ασάλευτο στα χέρια της. Έκλαιγε σιωπηλά. Άργησες, είπε, μα δεν κατάλαβε κανείς για ποιόν το έλεγε αυτό το «άργησες». Για το μωρό, για τον Βασίλη, για την μαμή….. Αυτό ήταν. Η Πετρούλα δεν ξανάμεινε έγκυος. Έτσι απόμειναν οι τρείς τους. Οι γυναίκες όμως τώρα χάνονταν ώρες από το σπίτι. Την μια να ανάψουν τα καντήλια του Αι- Λιά, την άλλη να μαζέψουν χόρτα. Όλο και κάτι είχαν να κάνουν έξω από το σπίτι. Ο Βασίλης στην κοινότητα οι γυναίκες στο σπίτι η στις βόλτες, τα χρόνια πέρναγαν. Τακτοποιημένη ζωή.  Ήρεμη.  Ένας μόνο καημός τον έτρωγε… να εκείνο το μωρό που δεν έζησε….
 Όλα αυτά μέχρι πριν δυο μόλις μέρες… Μες την νύχτα άκουσε την Πετρούλα να φωνάζει. Οι κραυγές της πρέπει να ακούστηκαν μέχρι την άλλη άκρη του χωριού. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και έτρεξε στη κάμαρα της Δέσποινας. Η αδελφή του στο ανάστατο κρεβάτι της ημίγυμνη και ασάλευτη. Η γυναίκα του με το νυχτικό, να ‘χει ματώσει το πρόσωπό της με τα ίδια της τα νύχια, να κλαίει, να φωνάζει. Έτρεξε ο Βασίλης να φωνάξει τον γιατρό.
-Μάλλον ανακοπή , του είπε.
-Μα τόσο νέα; Ούτε πενήντα δεν είναι …ήταν…
-Πάντα ήταν φιλάσθενη, μην το ξεχνάς. Άλλωστε η καρδιά δεν έχει ηλικία. Θα σου δώσω το χαρτί για την κηδεία.
Τρόμαξαν οι συχωριανοί με την Πετρούλα την άλλη μέρα στην κηδεία της Δέσποινας. Φώναζε, μαλλιοτραβιόταν, μέχρι στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα κόντεψε να πέσει.  Τελευταία στιγμή πρόλαβε να την κρατήσει ο άντρας της. Το σούρουπο της ίδιας μέρας η μαυροντυμένη Πετρούλα  έβαλε να φτιάξει τσάι του βουνού, όσο γινόταν το ρόφημα θυμιάτισε. Ο Βασίλης ήπιε το ρόφημα του μαζί της χωρίς να πει κουβέντα, μόνο όταν νύσταξε της είπε να πάνε για ύπνο. Αρνήθηκε να τον ακολουθήσει. Δεν νύσταζε ακόμα. Θα πήγαινε αργότερα.
Ξύπνησε το πρωί ο Βασίλης. Άδειο δίπλα το κρεβάτι. Ανέγγιχτο το μαξιλάρι της. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Δεν τον περίμενε εκεί η γυναίκα του.  Ένα κομμάτι χαρτί , με δυο αράδες όλες και όλες ήταν πάνω στο τραπέζι. Μειδίασε ελαφρά όταν το είδε.
«Δεν έχω ζωή χωρίς την Δέσποινα, για εκείνην σε παντρεύτηκα. Μαζί της ήμουν ζευγάρι.»

Διάβαζε, ξαναδιάβαζε ο Βασίλης κείνο το κομμάτι το χαρτί. Δυο αράδες όλες και όλες. Αγράμματη η Πετρούλα, δυο αράδες ανορθόγραφες. Σωστά. Πήγε στη κάμαρη της Δέσποινας. Στρωμένο με λευκά κεντητά σεντόνια το κρεβάτι. Πάνω του απλωμένο το καλό κυριακάτικο φόρεμα της γυναίκας του. Στο κεντρικό κοντάρι του δωματίου κρεμόταν το άψυχο σώμα της Πετρούλας. Δεν την κατέβασε ο Βασίλης από την αυτοσχέδια κρεμάλα της άφησε το σώμα της να κρέμεται εκεί σαν άδειο σακί στο πάτωμα. Πήγε και φώναξε τον γιατρό.
-Δεν γίνεται αυτό που μου ζητάς Βασίλη, σύνελθε.
-Σε παρακαλώ γιατρέ μου, πως θα ζήσω μετά στο χωριό;
-Πρέπει να φωνάξουμε τον αστυνόμο, να την στείλουμε στην Αθήνα για νεκροψία, νεκροτομή.
Ήρθε ο αστυνόμος, τα ίδια του είπε και εκείνος. Πήρε και το χαρτί, δυο αράδες όλες κι όλες , ανορθόγραφες. Ήταν αποδεικτικό στοιχείο της  αυτοχειρίας του είπε.
«Ευτυχώς που το θυμήθηκα» σκέφτηκε ο Βασίλης.  Φώναξαν ασθενοφόρο από την κοντινή πόλη. Πήραν την σωρό της Πετρούλας. Εκείνος έμεινε να μόνος στο σπίτι.  Τρείς μέρες μετά θα  την φέρναν  πίσω.
Δηλητηρίαση με αρσενικό έγραφε το χαρτί που συνόδευε την σωρό της. Ο αστυνόμος με το ένταλμα σύλληψής για τον Βασίλη στα χέρια πήγε στο σπίτι τους. Δεν βρήκε κανέναν.
Μόνο ένα σημείωμα πάνω στην πόρτα. Με δυο αράδες όλες κι όλες.
« Ευχαριστώ για τον χρόνο που μου δώσατε! Όλα μπορούσα να τους συχωρήσω μα ποτέ την δολοφονία του μονάκριβου παιδιού μου.» Ο Βασίλης μπροστά στον καθρέπτη του ξενοδοχείου έφτιαχνε την γραβάτα του. Το αεροπλάνο του είχε προσγειωθεί πριν δυο ώρες. Αγαπούσε την Ελλάδα αλλά….

 

Επόμενο Άρθρο

Προηγούμενο Άρθρο

Θα χαρώ πολύ να γράφετε σχόλια που θα βοηθήσουν στην δημιουργία εποικοδομητικού διαλόγου. Τών παθών κρίσει καί ασκήσει περιγιγνόμεθα, πρότερον δέ ή κρίσις εστί. (Με την κρίση και την άσκηση κυριαρχούμε πάνω στα πάθη μας, μα η κρίση είναι το πρώτο). - Πλούταρχος

© 2024 Λόγια…Άνεμοι της Ψυχής