Δεν μπορώ να γράψω. Οχι τώρα, οχι απλά σήμερα ή τούτη τη βδομάδα. Οχι απλά πάλι.
Δεν γράφω. Γαμώτο, δεν γράφω, γιατρέ μου τι μου συμβαίνει;
Ζηλεύω αυτούς τους συγγραφείς που τα δάχτυλά τους στα πλήκτρα του υπολογιστή κολυμπάνε, τώρα που νιώθω ένας μικρός ναυαγός στην άκρη απ’ το πληκτρολόγιο. Ζηλεύω αυτούς τους συγγραφείς που γράφουν χωρίς να χρειαστεί να πονέσουν, να συνειδητοποιήσουν και να φάνε σφαλιάρες κι ανενόχλητοι όσο γράφουν μπορούν και να κοιμούνται, τους ζηλεύω ειδικά τον τελευταίο καιρό που συνήθως είμαι ξενυχτισμένη. Ζηλεύω κι αυτούς που τους έρχεται η ιδέα κατά παραγγελία και προλαβαίνουν προθεσμίες κι είναι τυπικοί στα καθιερωμένα ραντεβού με την έμπνευση, δεν αναγκάζονται κάτι μέρες να κοιτάνε τις λευκές σελίδες σα χαζοί κι ούτε άλλα βράδια να πιέζεται ο καρπός από το γράψιμο και να σχηματίζονται δυο μαύρα μισοφέγγαρα κάτω απ’ τα μάτια τους. Εκείνους επίσης ζηλεύω, που όταν γράφουν για την επικαιρότητα, σχεδόν απαθές το εντός τους σύστημα μένει, και με αυτή την απάθεια συνεχίζουν ανάμεσα στις προτάσεις να ρουφάνε τον καφέ τους, χωρίς να νιώθουν οτι πέφτουν από ψηλά κάνοντας γκελ στο χώμα και πάλι πίσω, ώσπου να βάλουν την τελευταία τελεία.
Δε γράφω.
Αναπολώ διαρκώς και διακαώς τις μέρες που το στυλό έμοιαζε μια φυσική προέκταση των δακτύλων μου.
Μόνο από μια νέα σκέψη έχω αγκιστρωθεί, πως η ζωή σου δίνεται πρωτίστως για να τη ζεις- κι ύστερα αν βγει και κάτι καλό, να τη γράφεις. Δε γράφω, φίλοι μου σκατά, δε γράφω, μα ελπίζω, σφιχτά- σφιχτά αγκαλιάζω αυτή την ελπίδα μήπως βρούμε το δρόμο και έτσι πια μια μέρα να μη χρειάζεται άλλο για το μέλλον να γράφουμε, μόνο, απλά, να υπάρχουμε.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.