“Πώς είσαι;” με ρώτησε χαμογελαστά η Ξίου.
“Σαν αυτό το σκιτσάκι με το σκύλο”, της απάντησα με τεθλασμένο χαμόγελο.
Με ζύγισε με τα μάτια, δεν καταλάβαινα αν ξέρει τι της λέω. “Eίναι ένα σκιτσάκι που κάθεται ένα σκύλος σ’ένα φλεγόμενο σπίτι, όλα γύρω τυλιγμένα στη φωτιά κι αυτός πίνει τον καφέ του στο τραπέζι και λέει Ολα είναι εντάξει, με μάτια κάπως πεταγμένα έξω, από την πίεση της φρίκης γύρω. Ε, είμαι αυτός ο σκυλάκος, κατάλαβες;”
Αναρωτιέμαι πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να εγκαταλείψεις έναν αγώνα· όταν επί πολλές μάχες είσαι ο νικητής ή ο ηττημένος; Τελικά δε νικήσαμε· πληρώσαμε για τις μικρές καθημερινές μας ήττες χάνοντας τον πόλεμο. Είμαι συναχωμένη και η μύτη μου τρέχει, τρέχει να ξεφύγει λέω εγώ, ένα-ένα τα μέρη του σώματός μου θα τρέχουν μέχρι να συναντηθούν σε έναν άλλο αγνότερο τόπο κι εκεί θα ξανακολλήσουν να με ξαναφτιάξουν. Τρέχουν να ξεφύγουν από την κανονικότητα και την αριστεία που μας αλλοιώνει τον πολιτισμό.
Σκόνταψα σ’ένα βιντεάκι για τους πρόσφυγες στη Λέσβο και δεν είναι πως μου είπε κάτι που αγνοούσα, αλλά για κάποιο αναθεματισμένο λόγο σφηνώθηκε σε μια γωνία του μυαλού μου όλη αυτή η πληροφορία της δυστυχίας και δεν μπορώ να την ξεριζώσω. Οι εθελοντές εκεί ακούν παιδιά 6 με 8 ετών να λένε πως προτιμούν να πεθάνουν. Τα παιδάκια χτυπάνε στους τοίχους το κρανίο τους, ξεριζώνουν τα μαλλιά τους, αυτοτραυματίζονται. “Θέλω να πεθάνω”, μου ‘ναι αδύνατο να το συλλάβω, αυτοπαραμυθιάζομαι ότι αυτή η πρόταση είναι απλά παιχνίδι με τις λέξεις, πως τα παιδιά δεν ξέρουν τι σημαίνουν κι απλά φτιάχνουν μ’ αυτές ακαθόριστα παζλ. Θέλω. Να. Πεθάνω. Οχι, τα παιδιά δε γίνεται να χρησιμοποίησαν εσκεμμένα αυτή την ακολουθία λέξεων.
Η φωτιά στο σκίτσο γύρω από τον σκυλάκο πυκνώνει.
Οι φωνές σταμάτησαν, κάποτε ερχόντουσαν παρέα με γράμματα και αποτυπώνονταν στο χαρτί ή περνούσαν από τα δάχτυλα και εμφανιζόντουσαν στην οθόνη. Σήμερα στριμώχτηκαν στο μυαλό, λένε πως μπορεί να μην έχει νόημα εάν δεν βγουν με την μορφή που θέλουν, εάν δεν στριμωχτούν σε ένα μπουκάλι , που θα μπορεί να κάψει ακόμα και την άσφαλτο.
Και η φωτιά στο σκυλόσπιτο φουντώνει κι άλλο κι αρχίζει να καίει το χαρτί της ζωγραφιάς.
Τι να πρωτοπεί κανείς γι’αυτές τις μέρες; Για τον θάνατο οκτώ προσφύγων στον ‘Εβρο, τα γεγονότα στο Κουκάκι κι άλλη μια φορά για τον τραμπουκισμό απ΄τα μπατσόπουλα, τη δήλωση Βορίδη: “είπαμε ότι θα επιβάλουμε το νόμο και την τάξη κι αυτό κάνουμε” ή για το ξέπλυμα της εισαγγελέως στους δολοφόνους της Χ.Α; Δεν ξέρω, κι όσο περισσότερο τα σκέφτομαι, τόσο περισσότερη ασφυξία νιώθω από τις γύρω φλόγες, τόσο περισσότερο σίγουρη είμαι πως είμαι αυτός ο άτιμος ζωγραφισμένος σκύλος και γιατί με ζωγράφισαν εξ αρχής αναρωτιέμαι. Οι δικαιολογίες για το πόσο κουτοί και παραπλανημένοι είμαστε εξαντλούνται, εάν δεν έχουν ακόμα εξαντληθεί. Το αίμα είναι κόκκινο, ό,τι χρώμα κι αν είν’ το δέρμα. Το έχουμε δει στα εγκλήματα που έχουμε διαπράξει κοινωνικώς κατά καιρούς , αλλά φαίνεται πως το θυμόμαστε μόνο για πολιτική υπεραξία.
Η χαμογελαστή απάντηση της Ξίου; Πως όλοι νιώθουμε αυτό το σκίτσο πολύ συχνά στη ζωή μας. Και να μην ανησυχώ. Να στραφώ σε αυτά που ξυπνάνε μέσα μου τη ζωή. Μα όταν πήγα να το κάνω, μ’έπιασε μια κρυφή ενοχή, για την τόση αγάπη που γυρνοβολάει στη δική μου ζωή ενώ κάποιος άλλος είναι μόνος, η μοναξιά γι’ αυτόν είναι οδυνηρή συνθήκη ζωής που συνθλίβει το άτομο κάτω από το αβάσταχτο βάρος της. Και μια ενοχή ακόμα για τη μοναξιά της καθημερινής ζωής, αυτής που δεν προβάλλεται σαν τραγική και γι’ αυτό δεν εγείρει απαιτήσεις. Σκέφτομαι αυτόν που απεμπόλησε όσους ανέδιδαν νοιάξιμο. Σχεδόν ξέχασε τον τρόπο που μιλάνε. Σχεδόν ξέχασε τις λέξεις που χρησιμοποιούν, μάλλον μετά από τόσο καιρό θα χρησιμοποιούν καινούργιες, που εκείνος δεν τις ξέρει και δεν θα τις μάθει. Σχεδόν ξέχασε τη φωνή τους. Σχεδόν ξέχασε να τους σκεφτεί σήμερα το πρωί. Σχεδόν απέτυχε.
Και κατόπιν το μυαλό μου γυρνάει στο σκιτσαρισμένο σκυλί.
Πάλι. Πάλη.
Εντάξει στο κάτω- κάτω όμως κι εσύ σκύλε του σκίτσου, ε μεταξύ μας, είσαι λίγο μαλάκας. Τι κάθεσαι μέσα στις φλόγες; Ποιόν πας να πείσεις ότι όλα είναι καλά; Τι;;; Τι εννοείς εκεί σε τοποθέτησε ο σκιτσογράφος; Κάνε ένα τσουπ! και πήδα έξω από το πύρινο σπιτάκι, πήδα έξω από το πλαίσιο που ‘χει χαράξει το μολύβι, πέτα σκύλε, πέτα έξω από το σκίτσο. Μη μου λες πως δεν έχεις φτερά. Να εδώ πιάνω ένα μολύβι και πάνω στη ζωγραφιά σού σχηματίζω δυο φτερά στην πλάτη, τώρα έχεις τον τρόπο να δραπετεύσεις, γιατί συνεχίζεις να κάθεσαι στο τραπέζι;
Σκύλε, όταν όλα αυτά τελειώσουν και καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός φόβος, φρόντισε να μην ξανακάνεις τα λάθη που έκανες. Φρόντισε να είσαι σε εγρήγορση και τα μάτια σου στραμμένα έξω και όχι στην τηλεόραση σου ούτε στο λάβαρο του κόμματος σου. Φρόντισε τα παιδιά σου να τα κάνεις καλύτερα από σένα, μήπως και κάποτε μπορέσουμε να χορέψουμε στην βροχή ένα χορό που δεν θα έχει βήματα ούτε κινήσεις παρά μόνο χρώματα.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.