Στο πρωινό ξύπνημα απολαμβάνω να ανακατεύω δυο γουλιές καφέ και λίγο φέισμπουκ.
Και είδα. Ένας ξιφίας, θύμα ανθρώπων, είναι νεκρός στην Χαλκίδα. Ένας ξιφίας πετροβολήθηκε μέχρι θανάτου. Βγήκε στα ρηχά να γεννήσει τα αυγά του, τον πέρασαν λέει για καρχαρία, αλλά σκοτώθηκε εντέλει, ενώ ο όχλος γύρω γύρω πετούσε πέτρες, ανάμεσα σε πολεμικές ιαχές, γέλια και βίντεο με το κινητό. Εδώ, κυρίες και κύριοι, θαυμάστε ένα μάτσο απαίδευτους, απολίτιστους Ευρωπαίους νεοέλληνες κουραδόμαγκες , υποψηφίους του Power of Love, fans του Νext top model και του Survivor να επιτίθενται σαν τα Ορκ και να σκοτώνουν ένα πλάσμα στο φυσικό του περιβάλλον, στη θάλασσά του, εκεί όπου εμείς είμαστε οι παρείσακτοι.
Μιλούσα με την οθόνη, σαν γιαγιά. Γιατί είστε τόσο σκατένιοι; Φοβηθήκατε λέει. Μπορούσατε απλά να βγείτε λίγο από τη θάλασσα, αν είστε τόσο χέστες, μέχρι να φύγει το ψάρι. Αλλά όχι πρέπει να είστε σκατένιοι. Να δείξετε ότι είστε άνδρες. Κανένας σεβασμός στη ζωή. Η “ανδρεία” ως υπέρτατη αξία υφίσταται μόνο στον κόσμο των ομηρικών ηρώων, ο οποίος είναι τελείως πρωτόγονος, ώστε να αντλούμε πρότυπα.
Θυμήθηκα πέρυσι το καλοκαίρι, απόγευμα σε μπιτσόμπαρο στην Αμοργό, μια καρέτα-καρέτα έχει ξεβραστεί στη στεριά, εγώ δεν έχω ξαναδεί από κοντά, πλησιάζω ενθουσιασμένη και παγώνω, το μισό της καβούκι είναι σπασμένο, το ζώο αργοπεθαίνει, ενώ κύκλος κόσμου στενεύει γύρω του, βγαίνουν κινητά για να φωτογραφίσουν και όχι για να καλέσουν βοήθεια, έρχονται κι άλλοι λες και είναι τουριστική ατραξιόν και το στομάχι μου είναι κόμπος. Κόμπος για το ζώο που πεθαίνει μπροστά μου, για τα κλικ της κάμερας που ακούγονται να προλάβουν ν’ απαθανατίσουν το θάνατο, για εσάς που όλα τα σφάζετε – όλα τα μαχαιρώνετε στο βωμό του ενός λεπτού δόξα στα σόσιαλ μίντια, που ισοπεδώνετε τη Ζωή παίζοντας χρησιμοθηρικά με κάθε πόνο.
Ο Κ. να μου λέει μαλακίες για να ηρεμήσω, εγώ να κλαίω , να κλαίω μ’ αναφιλητά κι ένα κοκτέιλ στο χέρι, κόσμος να ρωτάει αν είμαι καλά, μα “αφήστε με όλοι, σιχαίνομαι το ανθρώπινο είδος συλλήβδην”. Ο τουρίστας έβγαλε τη γαμωφωτογραφία και μετά βγάζει και τη μάπα του με φόντο θάλασσα και θα βγει καλή φωτογραφία, όμορφη γιατί ο φακός δεν αποτυπώνει και το μέσα μας – ευτυχώς για εμάς .
[Πίσω στο σήμερα.]
Προσπάθησα να γράψω ένα στάτους για τον ξιφία. Υπερβολικά χαζό αλλά κάτι ήθελα να πω για το πλάσμα, που θανατώθηκε άδικα από κτήνη. Μετά ήθελα να βρίσω τα τέρατα που σαν αναμάρτητοι σήκωσαν την πέτρα και τους άλλους που έχουν κάνει τη ζωή μια εφαρμογή κινητού· μα δεν μπορούσα, έγραψα κι έσβησα πάνω από πέντε φορές.
Κανίβαλοι. Φυσική αντίδραση το λιντσάρισμα. Δεν ξεχωρίζουν όσα κοιτούν, βλέπουν μόνο τον ανυπεράσπιστο και τρέχουν να ρουφήξουν τη θανατίλα, λες και τρέφονται από αυτή. Σκέφτομαι τη βία στους πρόσφυγες, τη βία στις διαδηλώσεις, τη βία στα σχολεία, τη βία στα σπίτια των αστών, το αίμα πάνω στα μηχανήματα των εργοστασίων, στις τουαλέτες ενός κωλόμπαρου, στα σιδερωμένα σεμεδάκια των νοικοκυραίων, τη βία προς τα επώνυμα κι ανώνυμα για το ευρύ κοινό θύματά της.
Πώς να την πολεμήσουμε όσοι τη σιχαινόμαστε, όμως έχουμε σαν όπλο μια αγκαλιά μονάχα, που λες “είναι μεγάλη, θα τους χωρέσει όλους”, αλλά συνειδητοποιείς πως όσο και να τους στριμώξεις κάποιος θα μείνει απ’έξω· κι έπειτα η Ζωή δεν πρέπει να στριμώχνεται, ακόμα και στις αγκαλιές χρειάζεται ο άλλος να ‘χει ελευθερία κινήσεων.
Τώρα, κρατάω ένα ποτήρι φραπέ και πάλι κλαίω. Κλαίω γιατί δεν είμαι η Carola Rakete να μεταφέρω μετανάστες με το πλοίο μου και να τους χαρίσω την ελπίδα, δεν είμαι η Κατερίνα Γώγου να γίνω σύμβολο του ανένταχτου, δεν είμαι η Ahed Tamimi να χαστουκίσω στρατιώτες σαν μια διαμαρτυρία ελευθερίας. Δεν είμαι εκείνη η γυναίκα με τις τελείως φθαρμένες σόλες από τις διαδηλώσεις, οι δικές μου είναι μόνο λίγο φαγωμένες. Ούτε εκείνη που πήρε τα παιδιά της κι έφυγε και στάθηκε στα πόδια της κι έφερε όλη της τη ζωή τούμπα για να γλιτώσει από την ενδοοικογενειακή κακοποίηση, ούτε η δασκάλα που μαθαίνει ελληνικά σε πρόσφυγες και στα ρεπό της μαγειρεύει φαγητό για κουζίνες αλληλεγγύης. Δεν είμαι καν η γιαγιά από το παρακάτω στενό που κάθε μέρα βγάζει φαΐ και νερό στα αδέσποτα γατιά της γειτονιάς.
Κλαίω, με τον καφέ στα χέρια, και νιώθω εναλλάξ μια πέτρα στην καρδιά να μεγαλώνει και καπάκι να εξαφανίζεται, αφήνοντας μια τρύπα πίσω της. Αυτό συμβαίνει δεκάδες φορές, μέχρι που η πέτρα έπαψε πια να μπορεί να σφηνώνει την είσοδο ή έξοδο που δημιουργούσε η τρύπα, και ρουφήχτηκε μέσα της ολόκληρη η πόλη. Πριν εξαφανιστεί ο τελευταίος κάδος από τη γειτονιά, βρέθηκε η απάντηση στο ποιος ξέρει πώς να κάνει την αγάπη να μένει. Μετά, κοσμικό κενό και αστρική σκόνη περιστρέφονται για εκατομμύρια χιλιάδες χρόνια, μέχρι να ξυπνήσω από ένα δυνατό μεγάλο “μπανγκ”.
Το ποτήρι του καφέ έχει θρυμματιστεί στο πάτωμα.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.