Η Βαστίλη
Ασχημάτιστες λίμνες αναμνήσεων, καταρράκτης στιγμών σ’ αθέατα ακρογιάλια γαλάζια δειλινά που δεν ξημερώσαν, δεν αγγίξαν το χώμα, δεν αγγίξαν τη μέρα και δεν αφήσανε ίχνη στις κακοτράχαλες χαράδρες που το μουντό φως πάλευε ν’ αναδείξει. Η φωτεινότητα του θολού τοπίου τρεμόπαιζε στη συνείδηση.
Σα φλόγα κεριού – ανάσα στο μεσαίωνα – λιβάδι με μαργαρίτες σ’ απροσπέλαστα εδάφη, στάσιμα παιχνίδια του καθρέφτη, ασυγκράτητη συγκίνηση η σπαρακτική αγωνία για την εξασφάλιση λίγων λεπτών ζωής στο σιωπηλό σκοτάδι στη καρδιά του κάτεργου η απρόσμενη τρυφερότητα ή μια αναπάντεχη συμπόνια στις σκάλες της αιματοβαμμένης Βαστίλης της φθαρτής και άφθαρτης ύλης.
Παράδοση στην απόλυτη αγάπη, στο άγνωστο, στο υπερπέραν, το σμίξιμο των στιγμών στην ιστορία, μια πραγματικότητα που αμφισβητείται ξεχνώντας την παλιά αντίφαση και τις μέρες που έσταξαν αίμα.
Ρημαγμένες πέτρες απ’ τον ανθρώπινο πόνο εξεγερμένη ζωή χαραγμένη στην ανάγλυφη μνήμη, χαοτικά κενά, που έχουν παραδοθεί στην ακρωτηριασμένη δικαιοσύνη στα χέρια της νεκρής ξύλινης κούκλας που έγραφε τον επίλογο κάθε επεισοδίου.
Το δάσος
Ο σπαραγμός των κρίνων, οι νεογέννητοι υάκινθοι κι οι πασχαλιές βαμμένες με αίμα, τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης που ποτέ δεν ανθίσαν, ο συγχρονισμός του σμήνους των χελιδονιών με τη γυμνή μέρα και την αποστεωμένη στιγμή. Η ανάμνηση του τρυφερού φεγγαριού και της έναστρης θάλασσας.
Η έρημη πεδιάδα, η χαοτική μονάδα του χρόνου, το πυκνό δάσος, οι σκιές των δέντρων ακίνητες που μεγάλωναν τις κρύες μέρες, τόσο εύθραυστες έτοιμες να θρυμματιστούν στην πρώτη ακτίνα του ήλιου έστω και αν ήτανε ασθενική. Η άχρονη ανάσα των πεύκων, οι ακατοίκητες φωλιές που ποτέ δεν υπήρξαν.
Τα δευτερόλεπτα που δονούνταν απ’ τις άναρθρες κραυγές των πτηνών που ποτέ δεν πέταξαν. Η τρομακτική καταιγίδα είχε ξεσπάσει και παρέσυρε στο διάβα της νεκρά κλαδιά κι ημιθανής πευκοβελόνες, οι καμπάνες της σιωπής, τ’ ατίθασα βράχια, οι πολύχρωμες πέτρες, οι σκιές των καλαμιών στο θλιβερό χορτάρι, το βουβό νερό στον μαύρο κάμπο.
Τ’ άχρονα φύλλα των δέντρων, τα πυκνά έλατα, η αναιμική τους ανάσα οι δίδυμες μαργαρίτες, οι οπλές των αλόγων, το διψασμένο ζαρκάδι, σημεία φωτός στη σκοτεινή μάζα, εκλάμψεις στη σχισμένη μνήμη απ’ το χρόνο. Βαλσαμωμένα πουλιά, παγωμένη εικόνα, ακινητοποιημένη μνήμη, η ικανότητα του ματιού να διακρίνει το φως στο σκοτάδι.
Τ άγρια γινωμένα μήλα σκοτεινοί καρποί του χρόνου μέσα στα οποία η στιγμή συνάντησε τον εαυτό της. Παραδόθηκε σαν έρμαιο στο πάθος εκεί που πέφταν τα νεκρά φύλλα κι οι κομματιασμένοι κάμποι ενσωματωνόντουσαν στο τοπίο, σταφύλια στο κελάρι. Το παρόν εισχωρούσε στην ανάμνηση, στην υγρασία των τοίχων,
στις στιγμές που ο ήλιος βρισκόταν στον διαυγή ουρανό. Αποστεωμένη ανάσα. Εμπλοκή, συμπλοκή, εναγκαλισμός σ’ ένα ώριμο φρούτο, γέννημα του χρόνου η τρομακτική καταιγίδα που παρέσυρε τα νεκρά φύλλα και βύθισε το δάσος στο σκοτάδι. Ακαριαία η επίδραση της στιγμής στους μελαγχολικούς λόφους που φιλοξενούσαν το δάσος.
Slide 1
Υπο έκδοση από τις εκδόσεις “ΚΥΜΑ”
Μαρία Σκούλου
Γεννήθηκα στην Αθήνα και από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου γράφω, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Αγαπώ την γραφή. Εκφράζω όλα μου τα συναισθήματα. Γράφω παντού εκτός από το σπίτι μου. Συνήθως στα Μ.Μ.Μ , σε καφετέριες, πάρκα ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Περισσότερο γράφω στην θάλασσα με την ελευθερία που προσδίδει.