**αυτό το άρθρο δεν είναι αυτό που νομίζεις**
Δεν ξέρω αν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να σου προτείνω ταινία, αν θα σε ιντριγκάρω. Κυριακή είναι όμως, χαλάρωσε και παρακολούθησε τη “Ζωή της Αντέλ” (“Blue is the warmest colour”). Αλλά μια φιλική συμβουλή, το φιλμ αυτό, μην το δεις από σκοπιά γούστου, δες το σαν μια ευκαιρία να εμπνευστείς, να ταξιδέψεις, να ονειρευτείς, να ξαναβιώσεις τον έρωτα, να σκεφτείς και πάνω από όλα να νιώσεις. Σαν μια ευκαιρία να οραματιστείς τον κόσμο μας πιο ελεύθερο, αισθησιακό και… μπλε which is the warmest colour (χα, αστειάκι.)
Σπάνια ένας σκηνοθέτης πετυχαίνει να αποτυπώσει τόσο πειστικά στο φακό του μια ιστορία ενηλικίωσης και ταυτόχρονα μια ιστορία ενός μεγάλου έρωτα, της μεταβλητότητας και των μεταπτώσεών του, μια ιστορία ακατανίκητης έλξης μεταξύ δύο ανθρώπων. Ο έρωτας είναι πάθος, που σε κυριεύει, που νιώθεις την κυριαρχία του όταν διασταυρώνονται τα βλέμματά σας, όταν εκείνος/η σε αγγίζει, είναι δύναμη που σε μεταμορφώνει, που τίποτα μετά δεν έχει την ίδια σημασία μέσα σου, και όταν τελειώνει χαράζεται στη μνήμη σου για πάντα. Τη μοναδικότητα αυτή του έρωτα φυλακίζει και μας παρουσιάζει ο Γαλλοτυνήσιος δημιουργός δείχνοντας εμμονή στα κοντινά πλάνα, κινηματογραφώντας δύο πανέμορφα γυναικεία πρόσωπα, δύο κορμιά σε εκρηκτική χημεία, η οποία εκτονώνεται εξίσου εκρηκτικά επί της οθόνης. Παρατηρεί τόσο διεισδυτικά τις ηρωίδες του που το πλήρες ξεγύμνωμά τους από ρούχα έρχεται ως επιστέγασμα του πρότερου ξεγυμνώματος της ψυχής τους!
Είναι η ταινία που έγινε σάλος λόγω των ερωτικών της σκηνών, ίσως τη θυμάσαι από αυτό ( όχι από τον Χρυσό Φοίνικα με τον οποίο τιμήθηκε). Και για μένα αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω σ’αυτό. Δεν είναι οι σκηνές ακατάλληλες, αλλά η κοινωνία μας που δεν μπορεί να δεχθεί οποιοδήποτε είδος τέχνης τσιμπά τον βαθύ μας συντηρητισμό (μάντεψε ακόμα καλά κρατεί) ως ένα μήνυμα ενός δημιουργού, μια κωδικοποιημένη εικόνα, μια γροθιά που αν ευοδωθεί θα γίνει ίσως τομή. Αντίθετα, μη θέλοντας να παραδεχτούμε ότι είμαστε πουριτανοί μέχρι το κόκκαλο και επιλεκτικά ανεχόμαστε -κι όχι αποδεχόμαστε- την άνευ φίλτρου προβολή του ανθρώπου στις διάφορες φάσεις της ζωής του, βαφτίζουμε το φιλμ απλά μια “τρέλα”, μια “πρόκληση”, ένα “σκάνδαλο για την αύξηση των πωλήσεων”. Αυτό το σκεπτικό είναι ο πραγματικός ένοχος όλης αυτής της πορνογραφικής λασπολογίας και των παραφιλολογιών που έχουν σχολιάσει την ταινία. Βασικό αντεπιχείρημα στον εκχυδαισμό των ερωτικών σκηνών είναι η αισθητική τους, το αίσθημα που ξυπνάνε στον θεατή να αφήσει απλώς το ζευγάρι στη ησυχία του και την ιδιωτικότητά του, η αίσθηση πως έγινε θεατής καταλάθος.
Εξάλλου, η ταινία αποτελεί τομή στον τρόπο κινηματογράφησης του σεξ, φτύνοντας τα εκχυδαϊστικά προκατειλημμένα βλέμματα και παρουσιάζοντας τον έρωτα για τη χαρά του έρωτα.
Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που θα σου πρότεινα να δεις τη “Ζωή της Αντέλ” . Για να εντοπίσεις το λόγο που σε σοκάρει. Γιατί όταν κατάλαβα πως το μεγαλύτερο μέρος του κοινού σοκαρίστηκε, σοκαρίστηκα με τη σειρά μου κι εγώ.
Η ζωή δεν είναι μόνο καθωσπρεπισμός και σίγουρα δεν είναι μόνο καθωσπρεπισμός όσον αφορά τα “των άλλων”. Γιατί στη δική μας ζωή, μια χαρά θα δικαιολογήσουμε πολλά ως θεμιτά και θα επιλέξουμε να κρατήσουμε παράμερα την μικροαστική σεμνοτυφία. Η ηθική συνείδηση έχει στόχο να συντηρεί τη ζωή, όχι να την φυλακίζει σε κουτάκια και να σπρώχνει πράγματα κάτω από το χαλί. Μας ενοχλεί ηθικά ένας έρωτας που παίρνει σάρκα, αναπτύσσεται και πεθαίνει στις οθόνες μας και δεν μας προβληματίζει που είμαστε μονίμως οι καλύτεροι κράχτες. Αλλά στο όνομα της ηθικής μπορούμε να κράζουμε σωστά; Είναι το ίδιο λογικό με το ότι κάνουμε πόλεμο για την διατήρηση της ειρήνης.
Θεωρώ πως ο λόγος που οι θεατές θορυβήθηκαν είναι ακριβώς το γεγονός πως κανείς δεν την θεώρησε μια λεσβιακή, απλά προκλητική ταινία, αλλά όλοι συνειδητοποίησαν πως πρόκειται για ένα μανιφέστο του έρωτα και της ελευθερίας, της αποδοχής του εαυτού έξω από τις κοινωνικές νόρμες που βγάζει γλώσσα στους στενόμυαλους και αδιαφορεί αν θα ονομαστεί από μερικούς ως “μια ακόμα τσόντα που πλασάρεται ως τέχνη”. Γιατί μεταξύ μας ας το παραδεχτούμε, όταν είμαστε ερωτευμένοι, ω ναι, κάνουμε σεξ. Τι; Δεν το ξέρατε;
Το πρόβλημα κρύβεται κι αλλού. Στην κοινωνία δύο ταχυτήτων στο κομμάτι προβολής του έρωτα. Γιατί από τη μια υπάρχει η καλά ριζωμένη σεμνοτυφία μας και από την άλλη η υπερπροβολή των ανθρώπων, και δη της γυναίκας ως σεξουαλικά όργανα, βάζοντας και τον σεξισμό στο παιχνίδι. Εκεί γιατί η σεξουαλικοποίηση δεν μας ενοχλεί; Η ωμότητα, ο σεξισμός, η υποτίμηση του ανθρώπινου είδους με τη γυναικεία φύση ως μονοδιάστατο πλάσμα ερωτικής εναπόθεσης στερήσεων έχει και όρια!
Γιατί δεν μας τραντάζει από την πολυθρόνα μας το γεγονός ότι ένα μουσικό βίντεο κλιπ είναι σεξ, μια διαφήμιση γιαουρτιού πλέον είναι σεξ, ενώ η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι μηδαμινή; Υποκριτές είμαστε, τέρατα της σύγχρονης κολάσεως που μας πνίγει, επιλεκτικά δικαστές με ότι μας κλονίζει από τη παρούσα φάση όπου βρισκόμαστε, είμαστε αυτοί που κρατάμε την ομπρέλα των στερεοτύπων, της πατριαρχίας, και του μικροαστισμού από πάνω μας , ακόμα κι όταν δύσει ο ήλιος. Δεν ενόχλησε η ίδια η εικόνα της ταινίας. Ενόχλησε το ότι μας πάτησε εσωτερικά κουμπιά, μας έφερε αντιμέτωπους με τον τρόπο σκέψης μας, μας χτύπησε στον ώμο. Αλλά ώρα να αντικρύσουμε τον κόσμο μας κατάματα: προκειμένου να σε χαλιναγωγήσουν και να κάνεις αυτό που θέλουν μια χαρά ξέρουν να χρησιμοποιούν το γυμνό και όχι το αγνό, αλλά το χυδαίο (πόσες διαφημίσεις έχεις δει με έκφυλα υπονοούμενα;) προκειμένου να γελάσεις, να νιώσεις λίγο υποτιθέμενος μάγκας και να πεις “ναι ρε φίλε”. Κατά τ’ άλλα οπουδήποτε αλλού το αντικρύζεις σε καλούν να κλείσεις τα φώτα. Κανείς δεν βρίσκει ανήθικο το γεγονός ότι ζούμε στην κοινωνία που βλέπουμε πορνό και μαθαίνουμε ότι αυτό είναι η σεξουαλική πράξη, ότι έτσι πρέπει να γίνεται.
Συνηθίσαμε στον φτηνό ερωτισμό, στην fast forward επαφή, στην εμπορευματοποίηση των κορμιών μας, στον εκχυδαϊσμό και στην εκμετάλλευση της σεξουαλικότητας. Σε αυτόν τον κόσμο ζούμε. Αλλά πρόκειται περί συνήθειας, περί αντίληψης που ζυμώθηκε μέσα μας και έγινε δεδομένο, περί ψευδαισθητικού που θεωρούμε πραγματικό. Τα καλά νέα; Μπορεί ν’ αλλάξει. Τα κακά; Δεν κάνουμε γι’ αυτό απολύτως τίποτα.
Μιλάμε στ’ αλήθεια ανοιχτά για το σεξ; Ρητορική η ερώτηση, διότι αν το κάναμε αυτή η κοινωνία θα είχε λιγότερα κόμπλεξ και απωθημένα. Ακόμα και σήμερα, σε μια εικονική απελευθέρωση, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ξεκάθαρα τι προσδιορίζει το κορμί που έχουμε δίπλα μας. Δυσκολεύει πολλές φορές η σκέψη, του ότι μπορείς με κάποιον να μοιραστείς λογοτεχνία και ποίηση και το επόμενο λεπτό να κάνεις άγριο έρωτα. Χρειαζόμαστε ελεύθερους ανθρώπους που απολαμβάνουν τα σώματα τους. Λιγότερα “καλά κορίτσια” και “μπήχτες”. Είμαστε μια σχέση μεταξύ σεξουαλικότητας και επιθυμίας. Μια βιολογική πτυχή και μια οντολογική. Ο έρωτας, το σεξ ή όπως αλλιώς θέλετε να ονομάσετε δυο ανθρώπους που χάνονται ο ένας μέσα στον άλλον, είναι λόγος να ξυπνάμε το πρωί. Χωράει κάθε σκέψη, κάθε φαντασίωση, κάθε λέξη που μπορεί να διεγείρει και τους δύο. Δεν χωράει η ενοχή, η ντροπή και ο φόβος. Αυτό δεν είναι έρωτας, είναι βιασμός της ψυχής.
Κι ερχόμαστε να μιλήσουμε μετά για οργασμικό κενό και είναι αστείο, τόσο αστείο, γιατί το κενό είναι τόσο μεγαλύτερο, είναι χάσμα τεράστιο και δεν γεφυρώνεται με κανένα δάχτυλο.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.