Μικρή αγαπούσα τη μυθολογία, με συνάρπαζε ο κόσμος της. Τώρα, μεγαλύτερη, λατρεύω να ψάχνω πώς νεότερα έργα αξιοποίησαν τους παλιούς μύθους και μέσα από αυτούς γέννησαν νέους. Τούτο το ενδιαφέρον ξύπνησε όταν πρώτη φορά διάβασα την “Ελένη” του Ευριπίδη, που έφερε τούμπα όλη την ιστορία, ανατρέποντας τους παραδοσιακούς ρόλους. Κοιτώντας τη γύρω πραγματικότητα, συνειδητοποιώ πόσο απέχουμε απ’ το να κάνουμε κι εμείς μια τέτοιαν ανατροπή.
Όχι. Για τα κοινωνικά μας πλαίσια, η Ωραία Ελένη θα είναι πάντα “ένα τσουλάκι”.
Παρακολούθησα με ενδιαφέρον ευλαβικό όλα τα σχετικά με την υπόθεση της Ελένης Τοπαλούδη. Κάθε στοιχείο που έβγαινε στο φως, κάθε μαρτυρία, κάθε λόγο κι αντίλογο. Παρακολούθησα κάθε εξέλιξη. Κι όσο παρατηρούσα άρχισα να βλέπω. Σαν ταινία εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια μου και δεν μπορούσα να πατήσω το stop. Είδα την παρέα μας να κάνει πλάκα, μηχανικά από καθαρή άμυνα, μην ξέροντας πώς σκατά να το διαχειριστούμε, με τον τύπο που κυριολεκτικά με κυνηγούσε μέσα στο μπαράκι γιατί ήξερε πως “θέλω κάτι παραπάνω”. Είδα τη φίλη με κοκκινισμένους καρπούς επειδή ο τύπος του δεύτερου ραντεβού ένιωθε πως έχει δικαιώματα στο ξένο σώμα. Είδα κοπέλα να κλαίει στο πεζοδρόμιο όσο η παλάμη του δικού της γύριζε απειλητικά πάνω από το πρόσωπό της. Είδα την άλλη φίλη να μην θέλει να απομονωθεί με άντρα καθώς τότε, που ήμασταν ακόμα επιεικώς άγουρες στην ερωτίλα, ο παρτενέρ ήταν πεπεισμένος πως εκείνη όφειλε να πάει και “πιο χαμηλά”. Είδα εμάς τις γυναίκες που βάλαμε τα κλάματα, που φωνάξαμε “βγες, δεν θέλω”, που μας πίεσαν το κεφάλι, μας γράπωσαν τα χέρια, μας χτύπησαν στο πρόσωπο. Είδα όσους μας είπαν “δεν σου αξίζει ούτε προφυλακτικό να χαλάσω για σένα”, όσους αυτάρεσκα φώναξαν “το άξιζες, το ήθελες, άλλη μια φορά και θα σου αρέσει”. Είδα τα αμήχανα δάχτυλα των κοριτσιών να τεντώνουν τη φούστα, όταν κάποιος τους ούρλιαξε σε μάτσο τόνο μέσα από ένα διερχόμενο αμάξι και τις βόλτες μπροστά από τον καθρέφτη με την αγωνία αν αυτό που φορέσαμε είναι κάμποσο προκλητικό. Είδα εμένα να τοποθετώ τα κλειδιά ανάμεσα από τον μεσαίο και τον παράμεσο στρίβοντας στο στενό προς το σπίτι μετά τις τρεις το χάραμα.
Οι Ωραίες Ελένες γι’ αυτή την κοινωνία θα είναι πάντα ” τα τσουλάκια”.
Είδα όσες σκέφτηκαν πως φωνάζουν αλλά δεν ακούει κάνεις, όσες σκέφτηκαν πως δεν είναι κακός, μάλλον δεν κατάλαβε, “ήμουν μεθυσμένη”, “είχαμε σχέση”, “κάπου φταίω”. Πριν δύο χρόνια έτυχε σε μεγάλη παρέα να γνωρίσω έναν μαλάκα, συζητούσαμε για τη σεξουαλικότητα, διέκοψε τη ροή της παρεΐστικης κουβέντας, με ύφος εξυπνάκια μου ‘πε “έτσι όπως τα λες κι έτσι που κινείσαι στο χώρο, τυχερή είσαι που δε σ’έχει βάλει κάτω να σε στρώσει κανείς ως τώρα” και οι λέξεις μια αλήθεια τραγική που μου φτύσανε στη μάπα: Δεν σε έχουν βιάσει – ακόμα – γιατί έχεις σταθεί τυχερή.
Για αυτή την κοινωνία, της κάθε Ωραίας Ελένης τα ζήταγε ο κώλος της.
Η δική μας Ωραία Ελένη Τοπαλούδη ήτανε μονάχη της, δεν καταφέραμε να κάνουμε τότε το σύνθημα του “καμία μόνη” πράξη, δεν προλάβαμε. Κι είναι πολύ ωραίο σύνθημα, μα θέλω να γίνει αχρείαστο, να ξέρουμε πως ακόμα κι αν κάποια Ωραία Ελένη μόνη μείνει, θα είναι ασφαλής και τα μόνα φιλιά που δεν θα δίνονται υπό τον έλεγχό της θα είναι αυτά με τον ήλιο. “ Δεν σ’έχουν βιάσει, γιατί στάθηκες τυχερή”, αφού ζούμε σε έναν κόσμο που μοιράζουμε στα κορίτσια αλγόριθμους πώς να μην προκαλούν και δεν μαθαίνουμε στα αγόρια τη συναίνεση, το σεβασμό και τα όρια.
Αν δεν σ’έχουν παρενοχλήσει σεξουαλικά θεωρείται μορφή τύχης. Ενώ θα έπρεπε να είναι η κανονικότητα. Για την κάθε Ωραία Ελένη, που ελπίζω ποτέ ξανά το “μόνη” να την θέτει σε κίνδυνο.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.