Η μέρα ήταν ήσυχη. Καφές το μεσημέρι, ψηλά, όλη η πόλη στα πόδια σου που λένε. Μπετόν και τσιμέντο, νόμιζα ότι έβλεπα τη θάλασσα. Φυσούσε κι ένα αεράκι. Η γυναίκα στο μπροστινό τραπέζι έφερνε το τσιγάρο της στο στόμα, το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα και τα νύχια της έλαμπαν στον ήλιο. Όλος ο ήλιος στα χέρια σου που λένε.
***
–Γιατί κοριτσάκι μένεις μόνο σου εδώ έξω, σ’ αυτή την παγωνιά;
–Δεν είμαι μόνη, είμαι με την αναμονή μου.
***
Όσες φορές χώρισα, κάτι που νοστάλγησα πολύ ήταν οι κοινές εξορμήσεις στο σουπερμάρκετ. Ηλίθιο, θα μου πείτε. Όχι πιο ηλίθιο από το γεγονός ότι η ζωή είναι γεμάτη από ηλίθια πράγματα που συνήθως σου φτιάχνουν τη μέρα και από σοβαρές υποθέσεις που συνήθως σου χαλάνε τη νύχτα.
***
Οταν ήμουν μικρότερη και δυστυχίες συνέβαιναν έκλαιγα, νιώθοντας πολύ μικρή για όλα αυτά. Τώρα κλαίω
]μονάχα- γνωρίζοντας πως έχω έμενα μονάχα να φροντίσω-μένω στο κέντρο
σημαίνει μπορώ να περνάω βουρκωμένη φανάρια με κόκκινο γιατί
ποίος δίνει σημασία στα φανάρια;
***
Με τα χρόνια συνειδητοποιώ ότι δεν ανακαλύπτεις την αλήθεια. Η αλήθεια αποκαλύπτεται, είναι κάτι που πάντα ήξερες αλλά ποτέ δεν έβλεπες, σαν τα πόδια του περιπτερά.
***
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από το να πεθαίνουν τα σκυλιά. Τα σκυλιά θα έπρεπε να ζουν για πάντα, αφού σε αυτά έχει ανατεθεί να κουνάνε τις ουρές τους σαν δυναμό, για να γυρίζει ο κόσμος. Αλλά πεθαίνουν. Υποθέτω πως εκείνα το ζήτησαν αυτοπροσώπως απ’ τον θεό, για να είναι σαν όλους τους άλλους και να μην στεναχωρήσουν κανέναν. Κι ο θεός με τη σειρά του, για να μην τα στεναχωρήσει, γέμισε τον Κάτω Κόσμο κόκαλα για να παίζουν τα σκυλιά.
***
Πώς το καταφέρατε κάποιοι κι απο ‘κει που ξεχειλίζατε έρωτα, τώρα βρωμάτε μικροαστισμό;
***
Λέω θέλω να βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη, σε μια πρέπουσα ροή. Και νιώθω πως πρέπει να περάσω το Νιαγάρα από το λούκι του νιπτήρα.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.