Ξέρω τα βήματα. Οκλαδόν θέση στον καναπέ – Καφές σε μικρή απόσταση δίπλα μου – Λάπτοπ στα μπούτια – Άνοιγμα κενού εγγράφου. Ξέρω τα βήματα. Αλλά δε θέλω να γράψω. Όποτε συμβαίνει κάτι, περισσότερο από το ίδιο το “κάτι” αυτό καθαυτό, με τριβελίζει να παρατηρήσω τον απόηχό του. Κι είχα γράψει παλιότερα – ναι, το ‘χα γράψει το θυμάμαι, τότε που περάσαμε άλλη μια επιδρομή σκατανθρωπιάς πως δε θέλω άλλο να γράφω γι’ αυτά, θέλω να μιλώ για αυτό που ονομάζω οργασμική θανάτωση, για παρεΐτσα για ερωτίλα, για το λουλούδι που μου χάρισαν χθες σε ένα τενεκεδάκι μπύρας και τραλαλα. Δηλαδή αν πρέπει να ‘μαι θλιμμένη για να γράψω τα τέλεια κείμενα, δε θέλω ποτέ να γράψω τα τέλεια κείμενα. Πάρε μια σφαλιάρα Κατερίνα. Αν νόμιζες δηλαδή πως η πραγματικότητα θα σε αφήσει να ίπτασαι πάνω από τις συνθήκες με ένα χαμόγελο ανεμελιάς στη μούρη, πλανάσαι κοριτσάκι μου.
Δε μπορώ να γράψω για την κόλαση στη Μόρια. Για τις επιθέσεις των ΜΑΤ σε γυναικόπαιδα στο Καρά Τεπέ, για τους τάφους που μετατράπηκαν σε άσυλο, για τα παιδάκια, τα παιδάκια γαμώτο, που στα φωτογραφικά ντοκουμέντα κοιτούν με δύο τεράστια μάτια απ΄το φόβο. Και δε θέλω να μιλήσω για όλα αυτά επειδή θα αναγκαστώ να αντιμετωπίσω κι άλλο ένα τέρας, αυτό του σύγχρονου φασίστα. Το τέρας τούτο είναι τριικέφαλο, πρώτο κεφάλι ο διπλωμάτης φασίστας του χαρτοφύλακα και των (σαθρών) αναλύσεων, δεύτερο το χριστιανικό ποίμνιο και τρίτο το σαπισμένο είναι του κακόψυχου. Τα τρία κεφάλια αυτά κατάματα μας κοιτούν, νιώθουμε την ανάσα τους στο σβέρκο μας συνεχώς, μας κατασπαράζουν. Δαγκώνουν, σε δηλητηριάζουν, το δηλητήριο τους τρέχει με ταχύτητα φωτός στο ανθρώπινό σου αίμα και σε μετατρέπει σε άψυχο κουφάρι, σε καρκίνωμα της κοινωνίας. Κι έτσι τολμάς να σχολιάσεις τις φωτογραφίες των ημερών από τη Λέσβο λέγοντας πως η σωστή θέση των προσφύγων είναι στα μνήματα αλλά κάτω από αυτά και κρίνοντας ένα παιδούλι ως “ ωραίο προσάναμα”.
Σας ορκίζομαι δεν ήθελα να γράψω γι’ αυτά, ήθελα να ξυπνήσω και να πω μια ιστορία τραγουδώντας. Καθόμαστε κάνουμε αναλύσεις και συζητήσεις και αντιδρούμε και προσπαθούμε και σφίγγουμε τα δόντια, αλλά η πραγματικότητα δεν γυρνάει τούμπα. Κι αυτό με θλίβει, μα περισσότερο με κάνει να ντρέπομαι.
Αν αποσυνθέσεις έναν φασίστα ,στο τέλος σου απομένουν μίσος,ημιμάθεια και θρασυδειλία.Μέχρι εκεί, ας μείνει αποσυντεθειμένος δεν θέλουμε να τον ξαναφτιάξουμε. Εκανα τέτοιου τύπου αναλύσεις, ναι, ωραία τα είπα, αλλά τι; Μετά τι; Πόσο ακόμα το τρικέφαλο τέρας θα δαγκώνει ασύστολα;
Δεν ήθελα να γράψω γι’ αυτό. Με έτρωγε όμως γαμώτο, πόσο με έτρωγε, σα να ‘ταν χρέος μου. Τίποτα δεν έχω να πω αλήθεια, τίποτα καινούριο, τίποτα που να αξίζει να κρατήσετε ως απόφθεγμα, τίποτα, τίποτα, μόνο σιωπή, ενός λεπτού σιγή για την ανθρωπιά που λιώνει μέρα με τη μέρα, οφείλω να σκάσω όταν παρατηρώ τη ζωή να πεθαίνει.
Δεν ήθελα να γράψω γι’ αυτό. Απλά χθες είδα ένα δημοσιογραφικό απόσπασμα, ο ρεπόρτερ ρώτησε μια προσφυγοπούλα:“Πώς νιώθεις που μένεις σε νεκροταφείο;” κι αυτή, τσακίζοντάς με, αποκρίθηκε “Δεν ξέρω το συναίσθημα, έχασα τα συναισθήματά μου εδώ”.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.