Σ’ ένα παράθυρο της διπλανής πολυκατοικίας μια γιαγιά με πλούσιο άσπρο μαλλί και φούξια μπλουζάκι αερίζει τις μαξιλαροθήκες της. Την κοιτάω και χαμογελώ, κάπως έτσι λέγαμε με τις φίλες θα είμαστε και ‘μεις, θα τελειώνουμε το νοικοκυριό κι ύστερα θα μαζευόμαστε όλες σ’ ένα σαλόνι με ελληνικό καφέ και κουλουράκια. Κι ίσως να την κρατήσουμε αυτή την υπόσχεση, όσον αφορά στα μαλλιά κι τα ρούχα, αλλά να, δε θα είναι εδώ η μία για την άλλη να το επιβεβαιώσει.
Σκέφτομαι του ανθρώπους που φεύγουν, έτσι τόσο ξαφνικά, μα συνάμα τόσο απλά, σα να παραιτούνται ένα πρωί από τον ρόλο τους στη ζωή μας. Κι όταν συμβαίνει η αποχώρηση αυτή μια ψύχρα σε διαπερνά λες και πάτησες σε λακκούβα με νερά και τώρα κάθεσαι με νοτισμένες κάλτσες και πέλματα υγρά. Νιώθεις έναν πόνο οξύ, σα να τραβάς μια παρανυχίδα κι ύστερα για κάποιες ώρες/ μέρες/ εβδομάδες τινάζεσαι αν κάπου ακουμπήσει άγαρμπα το δάχτυλό σου. Είναι ένα μούδιασμα που εξαπλώνεται ς’ όλο σου το κορμί, όσο κάθε τρίχα, κάθε χνούδι του σηκώνονται κι ανατριχιάζεις ολόκληρος. Ισως αν με αυτή την έννοια τα σκεφτούμε να κατανοήσουμε αυτό που λένε: “ Κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος”. Μα ξέρεις, για να βρισκόμαστε στην πλεονεκτική θέση του να σχολιάζουμε τον μικρό ετούτο θάνατο, σημαίνει πως τον περάσαμε και τον νικήσαμε. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Κάποιες φίλες φύγανε και δε θα μάθουμε ποτέ αν θα τηρηθεί η υπόσχεση των λευκών φουντωτών μαλλιών και των πολύχρωμων μπλουζακίων, θα ξεχάσουμε πως πίνει η άλλη τον καφέ της, τις καθημερινές παραξενιές και του κώδικες επικοινωνίας, θα ξεχάσουμε τον στόχο να είμαστε σαν την γιαγιά της δίπλα πολυκατοικίας. Κάποιες φίλες φύγανε και δε θα μάθουνε ποτέ ότι πλέον θεωρώ οτι δε μου πάει καθόλου το φούξια.
Και πριν βιαστούμε να αφεθούμε στην απελπισία, μια ειδική μνεία χρειάζεται στους ανθρώπους που όσο ξαφνικά κάποιοι έφυγαν, άλλο τόσο αναπάντεχα εκείνοι εισήλθαν, καλώντας μας να συνάψουμε νέες συμφωνίες αγάπης κι αλληλεγγύης κι εμπιστοσύνης πως θα γεννήσουμε για κάμποσο ένα μαζί, ακόμα κι αν ενέχει τον κίνδυνο μελλοντικά να περάσουμε και πάλι έναν μικρό θάνατο κι οι δύο.
Και πέρα από αυτό, να μιλήσουμε και για την τύχη του να τρως τα μούτρα σου, γιατί μόνο έτσι σταματάς να πανικοβάλλεσαι στην ιδέα της πτώσης.
Ξέρεις, μπορεί να μην είναι κανένα χέρι εκεί να σε κρατήσει αν πέσεις. Αλλά δεν πειράζει. Για να πιάσεις τη ζωή στη χούφτα σου πρέπει πρώτα να γεννήσεις το χέρι σου. Το δικό σου χέρι.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.