Είδα στον ύπνο μου φίλους που έφυγαν
κάθονταν όλοι μαζί σε κύκλο
φωτεινοί και γελαστοί
χτίζανε ένα μικρό παρτάκι
Παρευρέθηκα ακάλεστος παρατηρητής,
κοιτώντας τους από μακριά με απορία.
Είδα τα κεφάλια τους να γέρνουν
να ενώνονται φιλικά
και μια αόρατη κλωστή τους ώμους τους να συνδέει
ψηλάφισα το σημείο
από όπου άγαρμπα ξηλώθηκε
η δική μου άκρη αυτής της κλωστής.
Ονειρεύτηκα αυτούς
που στο αποχαιρετιστήριο φιλί στη λήξη της βραδιάς
αγκάλιαζαν στη χούφτα την παλάμη μου,
μου λέγαν “τι θα κάναμε χωρίς εσένα;”
Κι ύστερα έκαναν χωρίς εμένα.
Είδα στον ύπνο μου αυτούς
που οι φάτσες τους πλέον
λίγο έμοιαζαν με τους φίλους
πιο πολύ θύμιζαν
μια φυσιογνωμία που διασταυρώνεσαι τυχαία
στις κυλιόμενες του μετρό.
Δεν είναι ότι τους ξε- αγάπησα
– ακόμα αναρωτιέμαι πώς ξε-αγαπάς κάποιον-
αλλά δε θα πω και πως μου λείπουν ακριβώς.
Μόνο συχνά πυκνά
αφήνω κάπου δύο γραμμές
ανθοδέσμη στο μνήμα μια φιλίας.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.