Όσο περνάνε οι μέρες ανακαλύπτω αντίδοτα στην ανησυχία, είναι αναγκαίο να αισιοδοξώ, κάμποσα καλά ξεπηδούν από όλη αυτή την ιστορία. Τρώμε χαστούκι, αλλά είναι τουλάχιστον διδακτικό, από μια πλευρά. Μπας και καταλάβουμε πρώτον τη θέση μας στον κόσμο, πως δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι θεός, δεν μπορεί, όση δύναμη κι αν απέκτησε ως ον, να ελέγξει τα πάντα και δεύτερον, έχει κι ένα μήνυμα κάπως αντιρατσιστικό: όλοι είμαστε ίσοι απέναντι στον κίνδυνο κι απέναντι στη φύση. Ο COVID19 δεν ξεχωρίζει εθνικότητες, τάξεις και χαρακτηριστικά, όλοι είμαστε το ίδιο.
Τα πράματα είναι άσχημα για όλους μας αυτές τις μέρες. Υπάρχει μια επίπονη ναυτία βολεμένη μέσα στην απλή συνειδητοποίηση, λοιπόν, των πάντων. Δεν φταίνε καν οι ειδήσεις ή ο καιρός. Ακόμα και οι ανεπεξέργαστες αποδείξεις των αισθήσεών μας – ήχοι μηχανών έχω από το παράθυρο, οσμή πετρελαίου και βενζίνης, ο προαστιακός, – μοιάζουν κάπως δυσοίωνα. Το ηλιοβασίλεμα είναι μια προειδοποίηση. Ο χτύπος του ρολογιού μια απειλή. Όλα έχουν συνδυαστεί σε μια οξεία κακόβουλη δύναμη που έχει συλλέξει όλα μας τα συνθήματα, τις ανολοκλήρωτες υποθέσεις μας, τα αγαπημένα μας τραγούδια, τις ορθωμένες τρεμάμενες γροθιές μας και τα έχει τρέψει σε μια υπέροχη κραυγή χορωδίας: “ΚΙ ΑΝ ΕΧΟΥΝΕ ΝΙΚΗΣΕΙ, ΑΝΙΚΑΝΕ ΜΠΑΣΤΑΡΔΕ;”
θα πνιγούμε θα πνίξουμε θα μας πνίξουν
θα καούμε θα κάψουμε θα μας κάψουν
θα φαγωθούμε θα φάμε θα μας φάνε
θα τιναχτούμε θα τινάξουμε θα μας τινάξουν
Είμαστε η γενιά των ανικανοποίητων μηδενιστών, της αλλαγής της χιλιετίας απότοκα, άλλοι μέσα- άλλοι έξω από σωλήνες και βάρκες
είμαστε τα τρεις χιλιάδες ευρώ το κεφάλι, τα τριακόσια εβδομήντα ευρώ της έκτρωσης, τα δέκα σκρολ το λεπτό, τα διακόσια κλικ την ημέρα
φουρνιά παιδιών που τριαντάρισαν και δεν κοιμάται, δε λυπάται, δε φοβάται, δε χαίρεται
και που πάνω απ’ όλα είναι απόλυτα σίγουροι πως αυτά που θα την θάψουν δε θα ‘ναι γηρατειά.
Χθες αγόρασα φράουλες. Εγώ δεν έχω πολλά φαγητά να με γυρνάνε με τη γεύση τους στα παιδικά μου χρόνια. Η μαμά δεν προλάβαινε να μαγειρέψει πολύ λόγω δουλειάς. Βάζοντας τις φράουλες στο ψυγείο, είδα πως έχω και μια τεράστια σακούλα πορτοκάλια. Και θυμήθηκα. Η μαμά έπαιρνε μια τεράστια γυάλινη γαβάθα, πάντρευε μέσα τις φράουλες κομμένες σε μεγάλα κομμάτια, λίγη ζάχαρη και μπόλικο χυμό πορτοκαλιών και τ’ άφηνε να κρυώσουν ώρες στο ψυγείο. Κι ύστερα μου σέρβιρε σ’ ένα πολύχρωμο μπωλ με κάτι λουλούδια, το πιο δροσιστικό πράμα που έχω ποτέ γευτεί. Τόσα χρόνια που φέρω το ρόλο της κόρης, η μαμά έφτιαξε άπειρες συνταγές. Μα δεν ξέρω, όσο μεγαλώνω και αποχωρίζομαι το φίλτρο της από τις περισσότερες πτυχές της ζωής μου, τόσο περισσότερο σιγουρεύομαι πως η σχέση μας μυρίζει πορτοκάλι και φράουλες.
Α, μιας και γύρισα στο παρελθόν, θυμήθηκα κάτι κι ένιωσα πολύ περήφανη για τον εξάχρονο εαυτό μου. Πρώτη δημοτικού κι είχα αποφασίσει ότι ήθελα για άντρα μου τον B., το παιδί στο φτύσιμο με είχε, αλλά εγώ αποφασισμένη, πρώτη δημοτικού είμαι κύριος, ξέρω τι θέλω, θα με θελήσεις. Και μια μέρα η δασκάλα μας βάζει στο ίδιο θρανίο, ε λέω και ‘γω (σε ελεύθερη μετάφραση) “Ω μαλάκα μου, τι σημάδι από το σύμπαν είναι αυτό”, γραπώνω την ευκαιρία κι αρχίζω το ψηστήρι κι όχι σαν κανας φλώρος, απλά γελάκια, ναζάκια και τέτοια, ήμανε παίχτρια. Ραβασάκια φίλε μου, τον μπούκωνα ραβασάκια καθημερινά. Ντάξει χυλόπιτα έφαγα, αλλά πλέον με παραδέχομαι. Και κάπως με θαυμάζω για τον αυθορμητισμό. Για το πόσο απλά έμοιαζαν στο κεφάλι μου όλα. Μπροστά σου είναι η ευτυχία, απλώνεις το χέρι σου και την πιάνεις.
Πάνω από το γραφείο μου έχω δημιουργήσει ένα κολάζ εικόνων, ένα μωσαϊκό χρωμάτων και γραμμών για να το κοιτώ και να ταξιδεύω όταν τα πόδια μου είναι πολύ βαριά για να κάνουν ένα βήμα. Μια εκ των εικόνων απεικονίζει την αφεντιά μου γύρω στα τέσσερα- πέντε, στην αυλή στο χωριό, ξανθωπό μαλλί μπούκλες δαχτυλίδι ως τη μέση, κόκκινο λουλούδι στ’ αυτί, σκέρτσο στο βλέμμα, καθισμένη με την πλάτη στο φακό με γυρισμένα προς την κάμερα ώμο και κεφάλι, μπρατσάκια φραντζολάκια, φορώντας ένα νυχτικό με γατιά, αλλά το νάζι στη ματιά, νάζι. Και να που όσο την κοιτώ πάλι κάπως θαυμάζω αυτό το κοριτσάκι που κάποτε ήταν εγώ, το οποίο χέστηκε για τα στρουμπουλέματα – τι κι αν δεν το διάλεγαν στην ομάδα τους στο κυνηγητό-, χέστηκε για το πυτζαμάκι το γλυκούλικα αστείο, ένιωθε φαμ φατάλ, ένιωθε μια Βουγιουκλάκη (τότε έρωτας βεβαίως) και να, πάρτε το στην κάμερα κύριοι. Δεν μάσαγε μία.
Ξέρετε αυτή την ερώτηση αυτογνωσίας που προτείνουν κάποιοι θεραπευτές: Αν είχες απέναντι σου τον μικρότερο εαυτό σου τι θα τον συμβούλευες; Δεν ξέρω, αισθάνομαι πως αν είχα ενώπιόν μου αυτό το ξανθομάλλικο πιτσιρίκι, μάλλον εκείνο θα συμβούλευε την εικοσιδιάχρονη έκδοσή μου κι εκείνη θα το κοίταζε σα χάνος.
Είναι εμφανές, στη φάση αυτή γυρεύω απεγνωσμένα την ανεμελιά.Προχθές είχαμε εαρινή ισημερία και σχεδόν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε που μπήκε επιτέλους κι επισήμως η άνοιξη. Ο πανικός, οι από παντού καταστροφολογίες, έχουν κάνει τα μέσα μας να ξεραθούν. Αναρωτιέμαι μετά από όλα αυτά πόσο καιρό θα μας πάρει να ξαναγκαλιάσουμε τον άλλο αυθόρμητα και πώς αυθόρμητα θα του πιάσουμε το χέρι. Καλούμαστε λοιπόν, να ανέβουμε επίπεδο ως άνθρωποι, αποκτώντας κάτι που ως τώρα πολλοί από εμάς δεν είχανε, την ατομική ευθύνη. Να συνειδητοποιήσουμε πως μέσα στο σπίτι βρίσκονται όλα όσα χρειαζόμαστε, να αρκεστούμε σε αυτά που έχουμε, χωρίς να εστιάζουμε στις ελλείψεις, κόνσεπτ άγνωστο για την υπερκαταναλωτική μας ύπαρξη.
Στείλε ραβασάκια να εκδηλώσεις τα αισθήματά σου, όποιας φύσεως κι αν είναι. Φτιάξε φράουλες με χυμό πορτοκάλι και χρησιμοποίησε χρώματα στα πιάτα σου. Νιώσε τσαχπινιά ό,τι κι αν φοράς. Γίνε, κι εσύ κι εγώ, και ειδικά εγώ, σαν την εξάχρονη Κατερίνα της φωτογραφίας.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.