Ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος, ο μεγαλύτερος παραμυθάς είναι ο κοιμισμένος μας εγκέφαλος. Αρκεί να μάθεις να αποδέχεσαι τη χαοτική του τάξη.
Βράδυ, στο τραπέζι ένα μισογεμάτο κρασί περιπτέρου, χρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες, ποίηση ανακατεμένη με ακαδημαϊκό λόγο στα βιβλία, μισοτελειωμένες κουβέντες, όλη η κούραση της ημέρας, η έξαψη της συζήτησης που προηγήθηκε πριν και εγώ με την Β. καθισμένες οκλαδόν στις μαξιλάρες να κοιτάμε μία αυτά και μία το πανί του τοίχου.
Σκέφτομαι μήπως το πολύ “ΜΕΣΑΣΤΟΣΠΙΤΙ” μας έχει βαρέσει κατακέφαλα. Η ηρεμία της στασιμότητας είναι ο τίτλος της τελευταίας αυτής περιόδου. Οι τοίχοι- εν αντιθέσει με την κοινή γνώμη- έχουν δύο υπέρογκα χέρια, τα οποία τις περισσότερες φορές αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν συνθήκες επίπλαστης ασφυξίας.
Πλέον βασιλεύει απόλυτη σιωπή. Η Β. σκέφτεται σίγουρα τη συζήτηση που κάναμε πριν. Εγώ το ίδιο, συν του ποιος σκατά θα μαζέψει το σπίτι που έχει γίνει χάος. Χάος, όσο και η εξήγηση για το “τάδε” που ψάχναμε εναγωνίως πριν να βρούμε και μετά από τόσες απέλπιδες προσπάθειες καταλήξαμε οτι η εξήγηση θα έρθει όταν δεν θα χρειάζεται καμία απολύτως εξήγηση. Η εξήγηση θα έρθει όταν τα διαφορετικά χωροχρονικά συστήματα αποφασίσουν να συμπτυχθούν σε ένα.
Πήρε πολύ καιρό να καταλάβω πως δεν κάνει κύκλους η ζωή, εμείς είμαστε κύκλοι και παλεύουμε να χωρέσουμε ο ένας στον άλλον, και για άλλους πέφτουμε φαρδιοί, σε άλλους ίσα που χωράμε, άλλους τους πνίγουμε και άλλοι δεν καταλαβαίνουν πώς τους γεμίσαμε. Και στο μεσοδιάστημα μιλούν για να καλύψουν το κενό – μέχρι που κάποια στιγμή ξεμαθαίνουν να μιλάνε, αρχίζουν να συλλαβίζουν και μετά να τρώνε σύμφωνα, να παραλείπουν φωνήεντα και στο τέλος η γλώσσα τους ψαλιδίζεται και μπορούν να πουν μονάχα “αλήθεια πώς φτάσαμε ως εδώ;” . Και εκεί χρειάζεται αυτή η ρημάδα η εξήγηση, που μας έχει εν τέλει γραμμένους και δεν θα μας τιμήσει με την παρουσία της ούτε απόψε.
Όταν αυτό το σπίτι τρομάζει από την υπερβολική σιωπή ανάβουμε κεριά και το πορτατίφ, που έχει ένα φως πορτοκαλί και δένει ωραία με το μπορντό του τοίχου και το ξύλινο πάτωμα. Και βάζουμε μουσική. Και καμιά φορά μαγειρεύουμε, και πίνουμε, και κοιτάζουμε τους εαυτούς μας στο τζάμι. Ίσως να χορεύουμε, ίσως και όχι, απλά να περπατάμε. Και μπαίνουμε σε κατάσταση αναμονής.
Εμένα η φαντασία μου οργιάζει όταν βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση. Όταν δεν υπάρχει τίποτα είναι η κατάλληλη στιγμή να δημιουργήσεις. Είναι σαν να έχεις ένα άσπρο χαρτί και τόσα πολλά που θες να αποτυπώσεις, που στο τέλος δε γράφεις τίποτα. Το τίποτα κατέχει μια εξέχουσα θέση στη ζωή των ανθρώπων. Εντάξει όχι πάντα, ορισμένα πρωινά μας περιτριγυρίζει το όλα, αλλά το βράδυ έχει κανονίσει έξοδο και μένουμε με το τίποτα, τις λίστες αυτόματης αναπαραγωγής στο γιουτιουμπ και τις λίστες αυτόματης παραγωγής συζήτησης στα μυαλά μας.
Πλέον δεν κάθομαι να σκάσω για το πώς είναι τα πράγματα, αλλά εξοργίζομαι με τη δειλία μας να μην κάνουμε κάτι να τα αλλάξουμε. Κρατάω μούτρα στους εαυτούς μας και όχι στις μέρες. Όλοι έχουμε τους φόβους μας. Τι γίνεται όμως όταν είσαι υποχείριό τους; Τότε δεν είσαι κάποιος που έχει φόβους, Κατερίνα κούκλα μου, τότε είσαι ένας φόβος με βυζιά και κώλο. Μεγάλο πακέτο η αυτοκριτική φίλε. Να, Κατερίνα, μια μούντζα. Δεν υπάρχει νόημα στη ζωή. Μόνο οι αισθήσεις υπάρχουν και το ένστικτο.
Β. : “Γράψ’ τα όλα αυτά ρε σε ένα κείμενο”
Εγώ από μέσα μου: “Θέλω πάρα πολύ , αλλά πώς θα βγούνε με έναν άλφα ειρμό ,να είναι κατανοητά σε φυσιολογικό άνθρωπο; Φοβάμαι.”
Εγώ από έξω μου: “Βαριέμαι να σηκωθώ να πιάσω το λάπτοπ.”
Η Β. φέρνει λάπτοπ και φέρνει μαζί και την όρεξη για γράψιμο. Με τραβάει από το μανίκι.
“Γράψ’ τα όλα, όπως ειπώθηκαν ρε Κατερίνα”
” Να γράψω και την απορία του τι καθόμαστε σα μαλάκες και χαζεύουμε την πράσινη κουκκίδα του μέσεντζερ, λες και τι περιμένουμε, να μας μιλήσει ή να μας χαιρετήσει ενώ το πολύ πολύ να μας κάνει κανένα κωλοδάχτυλο;”
“Γραψ’ τα”
Ε, και τα έγραψα. Ίσως γιατί ό,τι γράφουμε έχει κάποια σημασία για κάποιους. Για αυτούς που πέθαναν, για αυτούς που θα έρθουν. Για κανέναν και για εμένα. Για εσένα.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.