Τη Μαργαρίτα Καραπάνου τη γνώρισα μέσα από στις σελίδες των βιβλίων της. Λυπάμαι αφάνταστα που δεν θα καταφέρω να τη συναντήσω από κοντά , να της σφίξω το χέρι, αλλά η λύπη αυτή μετριάζεται γιατί με έναν περίεργο τρόπο νιώθω σαν να τη γνωρίζω, όλα όσα διαβάζω μου τα αφηγείται ενώ πίνουμε ζεστό καφέ, καθισμένες σε έναν αναπαυτικό καναπέ ενώ έξω βρέχει.
Η εύθραυστη Μαργαρίτα Καραπάνου είναι μια συγγραφική μέγγενη, δεν μπορείς να αντισταθείς στα βιβλία της, στον παραληρηματικό, παιδικά αφοπλιστικό, ειλικρινή λόγο της που όσο και αν ξέρεις ότι είναι μυθοπλασία πάντα διακρίνεις το βιωματικό στοιχείο. Τα βιβλία της ενεργά καλούν σε πολλαπλές αναγνώσεις, οι αφηγήσεις για αυτήν από όσους τη γνώριζαν γοητεύουν. Έκλαιγε με το «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι «γιατί όλοι οι ήρωες είναι χαμένοι από χέρι, δεν υπάρχει για κανέναν ελπίδα» και ταυτόχρονα έβλεπε αμερικάνικες περιπέτειες στο video (όσα περισσότερα motherfucker τόσο καλύτερα) ή άκουγε δυνατά Bee Gees χορεύοντας με τη σκυλίτσα της τη Λου. Είναι η γυναίκα στην οποία ο Τζον Απντάικ έγραψε πως στην «Κασσάνδρα και το λύκο» βρήκε κάτι που ούτε ο Προυστ ούτε ο Κοζίνσκι ούτε ο Λιούις Κάρολ κατόρθωσαν ποτέ με τα έργα τους. Αναφερόταν στο βιβλίο για το οποίο έλεγε η ίδια: «Αποφάσισα λοιπόν να γράψω ένα παιδικό βιβλίο. Και έγραψα την “Κασσάνδρα και το λύκο”. Τελικά δεν είναι για μικρά παιδιά, ούτε καν για μεγάλους».»
Δεν την γνώρισα ποτέ, αλλά αυτά είναι τα πέντε μεγαλύτερα μαθήματα που μου έδωσε
1. Η ευτυχία είναι πολύ μικρές και καθημερινές στιγμές, τόσο εύθραυστες, τόσο σημαντικές μα συνάμα τόσο συνηθισμένες που περνάνε αδιάφορες. Γραφικό θα μου πεις. Διάβασέ το με τη δική της γραφή και θα καταλάβεις ότι δεν είναι. “Για μένα ωραία ζωή είναι να ξυπνάς το πρωί και ν’ ανυπομονείς να φτιάξεις τον καφέ σου. Τίποτε άλλο! Όλα τα άλλα έρχονται μετά. Τα άλλα είναι όλα πολυτέλειες. Και το Νόμπελ να πάρω, η στιγμή που πίνω τον καφέ μου το πρωί είναι η πιο πολύτιμη. Η ζωή μου όλη βασίζεται σε αυτά τα 2 λεπτά του πρωινού. Τα μπάνια, οι γκόμενοι, τα ωραία ξενοδοχεία, το σεξ, όλα αυτά δεν έχουνε καμιά σημασία για μένα. Άμα ανοίγεις το μάτι σου και δεν είσαι καλά, να τα κάνεις τι; “
2. «Πάσχω από την αρρώστια του “μήπως;”», θα γράψει η Καραπάνου. «Και είναι η μανιοκατάθλιψη. Είναι δύο πόλοι… Άρρωστη, καλά, άρρωστη, καλά, άρρωστη…» Μια ασθένεια από την οποία κάποτε θα βγει νικήτρια – «με την πολύ βαθιά έννοια». Από τη γραφή της Καραπάνου κατάλαβα πως η αρρώστια είναι ένας αναίτιος φόνος. Διότι η αρρώστια προκαλεί πόνο. Κι είναι αναίτιος. Είναι η πρώτη στην Ελλάδα που έγραψε γι’ αυτό ώστε να βοηθήσει κι άλλους ανθρώπους. Υπάρχει η γκετοποίηση, είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο να ξέρεις. Ακόμα πιο δύσκολο ειναι να φοβάσαι να πας σ’ ένα γιατρό,να φοβάσαι μην σε πουν τρελό,Ακόμα πιο δύσκολο ειναι να βασανίζεις ανθρώπους που σε αγαπάνε.Και ακόμα πιο δύσκολο είναι να μιλήσεις γι αυτό.Και πάντα θα είναι.
3. Μέσα στον συγγραφικό κόσμο της Μαργαρίτας, οι λέξεις μιλάνε αλλιώς. Καμία αναστολή δεν μπορεί να τις σταματήσει, καμία ανησυχία. Οι λέξεις στον κόσμο της Μαργαρίτας έρχονται με θόρυβο και σε παρασέρνουν στο πιο εκρηκτικό ταξίδι της ψυχής σου. Κατάλαβα έτσι τι σημαίνει το γράφω για να σωθώ, για να λυτρωθώ, γράφω γιατί δεν μπορώ να μιλήσω.Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως τα ημερολόγια της Καραπάνου δεν είναι παρά μια συνεχής απώθηση αλλά και μια αναζήτηση του “τότε” — της σκοτεινής εκείνης και χιονισμένης περιόδου της ζωής της — ώστε να εξορκίσει τις (αυτό)καταστροφικές δυνάμεις που την ταλανίζουν, για να μπορέσει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και τους άλλους, και να τις μετατρέψει σε δημιουργική γραφή.
4. Τα βιβλία της, πάντα χωρίς ούτε πολλά, ούτε μεγάλα λόγια και σταδιακά λακωνικά μου έδειξαν πως ο Βαγενάς είχε δίκιο όταν έγραψε πως ” ο κόσμος όλος χωράει σε μια λέξη”. Οπως έχει η ίδια δηλώσει “Δεν μπορείς πια να πεις πράγματα με πολλές λέξεις, σε μια σελίδα μπορείς να βάλεις δυο γραμμές”. Δεν πρόκειται για συγγραφική νωθρότητα απλά, ” ο κόσμος έχει γίνει τρομερά αποσπασματικός, έσπασε, ίσως γιατί ράγισε κάτι μέσα σε εμάς”.
5. Τέλος η Μαργαρίτα Καραπάνου μου φώτισε μέσω των συναντήσεων μας στα βιβλία της, τη δύναμη της ελπίδας, τι σημαίνει το “θέλω να σωθώ”, πόσα εξαρτώνται από το αν θα επιλέξεις τη ζωή, αν θα της φωνάξεις το μεγάλο ναι. Με συμβούλευσε μέσα από τις λέξεις της να πέσω με τα μούτρα στη ζωή. Η ίδια θεωρεί πως σώθηκε από την αγάπη. “Έχω αγάπη μέσα μου, πολλή. Πάντα την είχα και ίσως αυτό μ’ έσωσε. Τα βιβλία δεν φτάνουν. Η αγάπη είναι… να τεντώσεις το χέρι σου σ’ έναν άλλο άνθρωπο, αυτό είναι το παν. Σας χορταίνει η κίνηση; Η κίνηση και μόνο, που πιάνεις τα δάχτυλα ενός ανθρώπου κι εκεί που πας να τον σώσεις, αντί γι’ αυτόν, σώζεσαι εσύ! “. Αγάπη για την κάθε μέρα, αυτό είναι για μένα το μήνυμα του έργου της. Οση σαπίλα κι αν συναντήσουμε, να είμαστε από αυτούς που σε κάθε καταστροφή, φυτεύουν από ένα λουλούδι. Η αγάπη για τη ζωή πάντα νικάει. Η Μαργαρίτα ξέρει.
*Η Μαργαρίτα Καραπάνου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946 και πέρασε τα παιδικά της χρόνια μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» κυκλοφόρησε το 1976. Το δεύτερο, «Ο Υπνοβάτης», τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία το 1988. Βιβλία της έχουν εκδοθεί σε διάφορες χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία, η Σουηδία και το Ισραήλ.Λίγες ημέρες πριν τον θάνατό της κυκλοφόρησαν τα δύο τελευταία της αυτοβιογραφικά βιβλία. Το «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» στο οποίο περιλαμβάνονται 117 γράμματα που της έστειλε η μητέρα της από το Παρίσι και το «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», στο οποίο περιέχεται τα ημερολόγιο που τηρούσε από ηλικία δεκατριών έως τριάντα τριών ετών (1959-1979).Πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου του 2008 στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν λόγω της πνευμονοπάθειας που την ταλαιπωρούσε.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.