Εγώ ξέρεις, δε θέλω να ζω βλέποντας μέχρι τρια εκατοστά μακριά, μου κάνει λάθος. Λάθος να ζω ως ταριχευμένη ψυχή, σαν ένα μαραμένο άνθος σ’ένα ποτήρι που δεν σταματούν να του αλλάζουν το νερό με την ελπίδα πως θα ζωντανέψει και πάλι. Δε θέλω να καθημερινώ, να μαρτυρώ την αποφυσικοποίηση της φύσης και τον απανθρωπισμό του ανθρώπου, κάπου είναι λάθος. Ξέρεις, μόνο η ζωή συντηρεί τη ζωή. Και που να ξέρεις θα μου πεις.
Δε θέλω να ζω έτσι, στη υποκατάσταση του πραγματικού με το ψευδαισθησιακό, δε θέλω να βιώνω εξακολουθητικά καινά κενά και να καλωσορίζω κόσμο σε μια μέτρια μετριότητα /σαν στο σπίτι σας/. Ζούμε στο περιθώριο ενός “εμείς” που τις Δευτέρες μοιάζει αυτοεκπληρούμενο. Θυμώνουμε γιατί χανόμαστε και χανόμαστε γιατί υποκύπτουμε στον εκβιασμό της αντοχής. Κάνουμε κριτική στην ευτυχία, ελπίζουμε με ενοχή, αντέχουμε την Τετάρτη γιατί έρχεται Πέμπτη και μετά τι έμεινε. Εμείς που μας βλέπεις, είμαστε οι καλύτεροι κράχτες. Όπως έχω μια κάρτα πόντων για το σούπερ μάρκετ, θαρρώ χρειάζεται και μια για τις σχέσεις μας, ε άμα δεν ανατραπεί η φάση, να μην πάνε χαμένα όλα αυτά.Τώρα τελευταία, τις Κυριακές, η κάθε παραίτηση ρωγμές που δεν μπορούν να τις καλύψουν οι αντιρυτιδικές μας κρέμες.
Μπήκε Ιούνης, νιώθω ακριβώς έτσι, μια βρέχω μία καίω, στεγνώνω πλημμυρίζω, απ’το μηδέν στο χίλια κι απ’ το νερό βράχος. Θα ‘θελα να ‘μαι καλοκαίρι, να μ΄ αγαπούν σαν τον Ιούλη, μα εγώ, το ξέρεις, αφήνω τριαντάφυλλα να σκάσουν μέσα μου και κάμποσες φορές μου γεμίζουν αγκάθια τα πνευμόνια. Δεν έχω αλάτι στη γλώσσα, μόνο γύρη και φύλλα παπαρούνας στα δόντια. Πάντα κοντά στον έρωτα , μ’οργιάζει η φύση και μετά βρέχω, κλείνω τις πόρτες και βρέχω, γονιμοποιώ παράθυρα και φτιάχνω σπίτια, γράφω για προηγούμενα καλοκαίρια, γράφω για έρωτες, ζω μια δυο μέρες αν έχει φεγγάρι.
Δε ζούμε δα και σ’ ένα κόσμο με κοινή χροιά, όλοι ίδια φωνή και σοβαρά προβλήματα όρασης ώστε να βρει η τόση επιφύλαξη δικαιολογία. Ούτε μα ανάγκασε κανείς να αγαπήσουμε από Δευτέρα, ούτε κάθε τόσο κάτι κηδεύουμε για να μπούμε στο πετσί της ζωής που συνεχίζεται.
Κι όσες φορές τα ρήματα από ιδέες έγιναν λέξεις, θανατώθηκαν. Κι όσο εύκολο είναι σε χαρτί να βάλω χρώματα και γράμματα που θυμίζουν την αγάπη, άλλο τόσο δύσκολο είναι να βάλω στη σειρά τα γράμματα που θα σου πουν “έλα”. Εξατμίζεται με το που το βλέπουν μάτια άλλα απ’ αυτά που το γέννησαν και μόνο οι μεγάλοι, πολύ μεγάλοι, που μας έμαθαν με τις λέξεις ν’ αγγίζουμε το συναίσθημα έχουν το ακαταλόγιστο. Γιατί όσες φορές έχεις την ανάγκη να το γράψεις, είναι επειδή λίγο παραπάνω απ’ ότι πριν δεν μπορείς να το πεις. Και προσπαθείς να αναστήσεις την ιδέα που αργοσβήνει. Ληξιπρόθεσμα χρέη και μεγάλες φοβίες, ακατανόητες βραδινές σκέψεις οι λέξεις των ποιημάτων μας, άλλαξαν βλέπεις οι καιροί, δεν γράφουμε για να διδάξουμε, ούτε για να γίνουμε γνωστοί, γράφουμε από ανάγκη.
Εγώ ξέρεις / και πού να ξέρεις/ δε θέλω μέχρι να πεθάνει το σώμα μου να έχει πεθάνει ένα εκατομμύριο φορές η ψυχή μου.
Το μέλλον ανήκει στους δυνατούς. Οσοι αδύναμοι προσέλθετε. Η νόσος του 21ου αιώνα μπορεί να μας ανθίσει.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.