Ήταν τότε η εποχή που δυσκολευόμουν να κάνω κούνια μόνη μου. Εσύ έβαζες όλη τη δύναμή σου για να φτάσω όσο πιο ψηλά γίνεται. Δε σταματούσες ωσότου η άκρη του παπουτσιού μου κατάφερνε ν’αγγίξει τα σύννεφα (έστω τα φύλλα του απέναντι δέντρου). Προσπαθούσα κι εγώ να μην σε απογοητεύω, δεν ήθελα να με θεωρείς δειλή, μα πάνω απ’όλα αχάριστη. Υστερα παίρνοντάς με στην αγκαλιά σου, με κατέβαζες από την κούνια προσεκτικά. Κι έτσι όπως τότε ήσουν εκεί για να με κουνάς, τώρα είσαι εδώ για να με ταρακουνάς.
Μου φώναζες να μην πάω μακριά και ταυτόχρονα με όλη τη δύναμη που σου είχε απομείνει με ωθούσες προς τ’ αστέρια.
Μαμά, μεγαλώνω. Ο χρόνος δε σκαμπάζει τίποτα, μήτε από πόνους, μήτε από έργα. Θα φύγεις κι εσύ μαμά και τότε θα φέρνω στο μυαλό μου τη μυρωδιά σου, θα φαντάζομαι στιγμές που θα μπορούσα να σε αγκαλιάσω και δεν το έκανα ή κλείσαμε την πόρτα η μια στην άλλη.
Σε περίπτωση που χαθώ, μαμά, συγγνώμη. Σε περίπτωση που μια μέρα ξυπνήσεις και γνωρίζεις πως δεν θα ‘μαι εκεί, να ξέρεις ότι δεν το ήθελα, αλήθεια. Θα σε προσέχω όπου και να ‘μαι, να ξέρεις. Να θυμάσαι: Σε περίπτωση απώλειας, ανοίξτε τα τετράδια, διαβάστε και κάψτε. ( όχι κλάψτε)
Μαμά; Αν θέλω κάτι, είναι να ζω. Μα όχι μόνη μου, δεν μ’ αρέσει να ζω μόνη μου μαμά, θέλω να ζουν και οι άλλοι μαζί μου.
Θα ξέρω ότι θα σε έχω κάνει περήφανη όταν πια χωρίς καμία δική σου ώθηση, η μυτη του παπουτσιού μου θα ακουμπήσει όντως τ’ αστέρια.
Μέσα στα καλομαθημένα μηνύματα, μέσα στο φλιτζάνι του καφέ, στην καρδιά μια κιθάρας, στους ανύποπτους χρόνους μιας καταστροφής, μέσα στις φυλακές, μέσα στις παγωμένες κουζίνες, σε μπλε και ροζ δωμάτια, μέσα σε αίθουσες δικαστικές, μέσα σε μοναχικά μονοπάτια, πάντα με κάποιο τρόπο βρίσκεται η μαμά και το παιδί. Κάπου εκεί μακριά σου, μα πολύ βαθιά μέσα σου.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.