Είναι κάτι μέρες που δε θες άνθρωπο, βλέπεις κάποιον που αγαπάς να τριγυρίζει στην κουζίνα σου ή να σκουπίζει τα χέρια από την διπλανή πετσέτα της πετσέτας σου ή να βάζει καφέ απ’την καφετιέρα σου και θες να ουρλιάξεις ΣΗΚΩ ΦΥΓΕ -πάλι- ΘΕΛΩ ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ -πάλι- ΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΜΕ ΣΤΕΝΕΥΟΥΝ -πάλι-. Και τι να ξεστομίσεις, που σαν ταινία γουέστερν “αυτό το διαμέρισμα δε μας χωράει και τους δύο”, δεν έχω χώρο ν’απλώσω τα μέσα μου. Όχι,δε γίνεται, δε γίνεται να διώχνεις ανθρώπους όποτε σου καπνίσει. Μόκο και γαργάρα.
Κι είναι κάτι μέρες άλλες που ζητάς ολόψυχα ένα χάδι από παλάμη αγαπημένη, μια διάθεση για κουβέντα από κάποιον δικό σου, κάποιο αλκοόλ σερβιρισμένο από χέρι φιλικό. Θα πεθάνουν μόνοι οι κάτοικοι αυτοί της πόλης. Ή θα πεθάνουν ντροπιασμένοι. Θα πρέπει να διαλέξουν. Ή θα μάθουν να μιλάν και ν’αγαπάνε ή ας κτίσουμε όχι μια πόλη, άλλα ένα σύμπλεγμα από κελιά. Θα είσαι και εσύ μόνος. Μέχρι να πεις αυτά που φοβάσαι .
Σημασία δεν έχει να γνωρίζεις το κέντρο της Αθήνας και να το συζητάς. Σημασία έχει να μπορείς να περπατάς σε αυτό. Αλλά τώρα μιας και το ‘φερε η κουβέντα, η μπατσοκρατία με την οποία ψέκασαν τη γειτονιά των Εξαρχείων, εξαφάνισε τα ζευγαράκια από τις γωνίες, δίνοντας κρυφή χαρά στους “επαναστάτες” που ενοχλούνται με τα σαλιαρίσματα.
Κάποιοι μου είχαν στείλει μηνύματα παραπόνων για τον ερωτισμό στα κείμενα, γιατί λέει δε χρειάζεται να τον χώνω παντού και μετά το λήγανε μ’ένα “γεια σου κούκλα” και περίμεναν απάντηση θετική, γιατί για ποιό λόγο να τα γράφω έτσι, αν δεν ψάχνομαι- και πού να ‘ξεραν. Οπότε για να μην το πάω εκεί φωτογραφίζω γραπτώς ένα μοιρασμένο τραπέζι, τέσσερις ανθρώπους , τρία σπίτια, κατσαρόλα μια, ακόμα κι αν δεν ισχύει γιατί προς το παρόν αυτές οι τέσσερις “άνθρωποι” έχουν χαθεί.
Και ‘γω πρέπει να συνηθίσω μια καινούρια πραγματικότητα, και να δείξω στην πράξη ότι τα κατάφερα με την αποστήθιση του σώματός του στο κρεβάτι, της φωνής του όταν τραγουδούσαμε το “Οι αστοί τρομάξανε” μεταμεσονύχτια στο σαλόνι, των μορφασμών του όταν ξυριζόταν ενώ εγώ έπλενα τα δόντια μου και τον σκούνταγα κατά λάθος, να μη μιλήσω καν για τα χέρια και την αφή. Να μην ξεχάσω το φόβο μην τον ξυπνήσω με το φιλί αυτό που πρέπει να δοθεί γιατί αν δε, εγώ θα το κλάψω ή θα το γράψω κι εκείνος κάτι μου έλεγε πως θα το ψάχνει.
Κι αυτός αντίστοιχα να μην ξεχάσει να το ψάχνει, μέχρι να… ξανά.
Θα ήθελα ένα ποίημα να γράψω, μα όσο περνάει ο καιρός,όλο και νιώθω πως τα ποιήματα, άλλο δεν είναι γεμάτα, παρά δειλία και αντικατοπτρισμούς.
Κάτι σα να λείπει. ‘H κάτι σα να λύπη, δεν είμ’ ακριβώς σίγουρη. Και δεν είμαι λυπημένη, μάλλον είμαι λειπει-μένη.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.