Περίμενα τις προάλλες τη Φαμίλια για μάζωξη σπιτική, αναμονή συντροφιά με μια ερώτηση την οποία μάλλον γέννησα στον ύπνο που ‘χε προηγηθεί : Λεκιάζουν οι άνθρωποι; Τι είδους ερώτηση είναι τούτη, δεν ξέρω, μην τα ρωτάτε, μονάχα ξέρω πως για κάποιο λόγο, το απόγευμα που ξύπνησα, υπήρχε με μεγάλα γράμματα γραμμένη στο μυαλό μου. Και να που μόλις η Φαμίλια έφτασε κι ανοίχτηκε το πρώτο κουτάκι μπύρας, η ερώτηση πήρε κατευθείαν τη θέση του θέματος συζήτησης.
Τελευταία όποτε μαζευόμαστε αποφεύγουμε με προσοχή χειρουργική να μην αγγίξουμε τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα, κι αξιοποιούμε το χρόνο της μάζωξης για να χτίσουμε τούβλο- τούβλο τη νοητική καλύβα του μικρόκοσμού μας, αντί ν’ αναζητάμε απαντήσεις στο γιατί δε γυρνά τούμπα η πραγματικότητα. Ίσως εκεί να διαφοροποιείται η δεύτερη εφηβεία της δεκαετίας των είκοσι που διανύουμε, από εκείνη την πρώτη των δεκαπέντε, στη μορφή αντιδραστικότητας. Μεγαλώνουμε λέμε, ενώ παράλληλα ξεπηδά μέσα μας ένας νέος τοσοδούλης φόβος, μην με το μεγάλωμα αυτό φύγουνε τα αστεία μας κι απ’ τα πρόσωπα μας το σε θέλω, μην τυχόν όλα τα πουλήσουμε για μια μικρή γωνιά στην αστική μιζέρια, για ένα πιάτο φαΐ κι έναν καφέ στην πλατεία.
Λεκιάζουν οι άνθρωποι; Το ότι λεκιάζονται, το ξέρεις, γιατί να, κάτι μέρες είναι πιο δύσκολο. Όλοι παλεύουμε σε ένα προσωπικό Fight Club, για το οποίο κανείς δε γνωρίζει. Επειδή ε, ο πρώτος κανόνας του Fight Club είναι ότι ποτέ δε μιλάς για το Fight Club. Κάποιες μέρες νιώθεις ψυχική κλεισούρα εκεί που κάποτε ένιωθες πανηγύρι. Και φαίνεται πιο δυσδιάκριτη η ομορφιά. Κάποιες μέρες το τέρας κάτω από το κρεβάτι θεριεύει. Και δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου μπορεί να ζει άνετα. Ένα περιβάλλον μολυσματικό. Κάποιες μέρες νιώθουμε κολλημένοι. Πνιγμένοι, στον πάτο της θάλασσας. Με τσιμέντο στα πόδια. Και το πάρτι εντός μας σχόλασε από ώρα γιατί οι γείτονες κάλεσαν τους μπάτσους λόγω δυνατής μουσικής. Κάποιες μέρες γέρνουμε στον ώμο του διπλανού όχι γιατί μας βρήκε η οικειότητα αλλά γιατί δε μας αντέχει η ύπαρξή μας ξαφνικά.
Μα γίνεται το άτομο να είναι το υποκείμενο που δημιουργεί το λεκέ; Πες μου, λεκιάζουν οι άνθρωποι; Βιαστήκαμε ν’ απαντήσουμε στην αρχή πως όχι. Οι νοοτροπίες λεκιάζουν, τα στερεότυπα, η αμορφωσιά, τα δάχτυλα που ορθώνονται κι η ρουφιανιά. Λεκιάζει ο φόβος για τη διαφορετικότητα όποτε αμυντικά γεννά το φασισμό. Λεκιάζει η αναγωγή των προσωπικών εμπειριών κι απόψεων σε ομπρέλα που αυθαίρετα ισοπεδώνει τα πάντα και σε κάνει να κρίνεις εξ ιδίων τα αλλότρια, οι παρωπίδες λεκιάζουν. Λεκιάζει ο ατομικισμός και η εσωτερίκευση του καπιταλισμού. Αυτά λεκιάζουν τους ανθρώπους, ο άνθρωπος δεν είναι το υποκείμενο του λεκιάσματος, όχι.
Μ’ αμέσως σκεφτήκαμε πως όλα τα παραπάνω είναι ανθρώπινα παραγωγά κι άρα – με τα απειροελάχιστα κουτσουρεμένα μαθηματικά που θυμόμαστε- καταλήξαμε στη συνεπαγωγή πως ναι, τελικά οι άνθρωποι λεκιάζουν, μάλλον, δε λεκιάζονται μόνο.Κι ύστερα ξεπήδησαν στο κεφάλι μας οι περιπτώσεις που χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι λεκέδες εμείς γίναμε για τις ψυχολογικές καταστάσεις των άλλων. Ισως αφού δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε το παιχνίδι των λεκ’έδων λ’ογω ανθρ’ωπινης αδυναμίας, ο σκοπός να έγκειται στο να ‘μαστε λεκέδες που φεύγουν εύκολα και γρήγορα, μ’ένα απλό τριψιματάκι κι όχι λεκέδες ανεξίτηλοι.
Λεκιάζουν οι άνθρωποι; Ναι. Και η καταπολέμηση αυτών των λεκέδων είναι μπελαλίδικη διαδικασία, κάπου- κάπου χρονοβόρα και στραγγίζει το μέσα σου. Μα, η καταπολέμηση αυτή, μέρα τη μέρα γίνεται και ελαφρώς ευκολότερη. Απλά πρέπει να την παλεύεις έστω λίγο κάθε μέρα. Αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι. Αλλά ναι, όσο πάει θα γίνεται και πιο εύκολη. Να μην το ξεχνάτε ποτέ αυτό.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.