[από το Αρχείο, Σεπτέμβρης του 2020]
Να που μετά από κάμποσο καιρό πλησιάζει η ώρα της Ξιου,
το διάστημα που μεσολαβεί ως το ραντεβού αντιστρόφως ανάλογο του μουδιάσματος που ξυπνά στο στομάχι μου,
μπορεί πια να έφτασε και στο λαιμό,
το νιώθω όπως νοθεύει τη γεύση του καφέ μου.
“Πώς είμαστε;” θα με ρωτήσει με πραότητα
κι εγώ κάπως χαμογελαστά, κάπως πικρά θα απαντήσω.
Θα περάσει ένα σαρανταπεντάλεπτο διεκπεραιωτικά,
είμαι σίγουρη πως θα παει έτσι.
Από μέσα μου “γελάστε λίγο κυρία ψυχολόγα μου” κοροϊδευτικά θα μονολογώ,
“γελάστε λίγο μαζί μας που είμαστε τόσο ίδιοι και για να επιβεβαιωθούμε πρέπει να σφαχτούμε.
Να γελάτε, γιατί το γέλιο είναι η χαρά της υποκρισίας.
Δε το λένε; Το γέλιο είναι υγεία.
Θα της στήσω ένα ψυχογράφημα μουτζουρωμένο,
να τελειώνουμε.
Να τελειώνουμε, γιατί ειλικρινά, το μόνο που θέλω να ψελλίσω είναι
αφήστε με
κουράστηκα
δε θέλω.
Να φύγω θέλω.
Κάπως δεν μπορώ άλλο να κουβαλάω εργαλεία κι όπλα,
αφήστε με.
Είναι πρωί, αφήστε με.
Θέλω να πιω ένα μοχίτο.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.