Συνειδητοποίησα πως κουβαλώ μέσα μου δύο γλάστρες. Στη μία ριζώνουν οι φόβοι, στην άλλη η ανάγκη για ζωή. Και το αστείο είναι πως στη φροντίδα των φυτών δεν έχω ιδιαίτερο ταλέντο, περίτρανη απόδειξη η νεκρή φύση που υπάρχει στο μπαλκόνι μου, όσο συχνά κι αν αντικαθιστώ τις δικές του γλάστρες. Το πρόβλημα είναι πως οι εντός είν’ αναντικατάστατες. Εβαλα αγγελία για κηπουρό. Βρέθηκαν πολλοί. Όλοι αποδείχτηκαν ακατάλληλοι.
Ορισμένες βραδιές που κάθομαι στο μπαλκόνι κι έχω κλειστά τα βλέφαρα, αναρωτιέμαι“αραγε υπάρχει ζωή πριν το θάνατο; Υστερα, ανοίγω τις μνήμες, περνούν τα μάτια σου, τα χέρια σου, το μάγουλό σου από μπροστά μου και απαντώ:
Υπάρχει.
Το πάτωμα είναι νεκροταφείο κομφετί. Οι μουσικές έκλεισαν, τα φώτα έσβησαν. Στα ποτήρια κολυμπάνε αποτσίγαρα. Το πάρτι σχόλασε. Κι εμείς, που δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα, παίρνουμε το δρόμο για το σπίτι, απλήρωτοι, παρ’ ότι προσφέραμε με τον εγωισμό μας εξαιρετικές υπηρεσίες κλόουν.
Κάποια βράδια στη θερινή Αθήνα όλοι βαριούνται. Ο μπάρμαν βαριέται τις μουσικές του ντι-τζέι, ο απέναντι βαριέται το συνομιλητή του, ο σκύλος βαριέται τον ιδιοκτήτη του, ο αέρας τα φυλλώματα των δέντρων, οι παρέες τα καθιερωμένα στέκια. Τα φανάρια βαριούνται τους πεζούς και οι πεζοί τα βήματά τους. Τα παγάκια βαριούνται τα ποτά μας και τα ποτά τα κοινότυπα ποτήρια σερβιρίσματος. Τα μανταλάκια βαριούνται τις απλώστρες, τα πέδιλα βαριούνται τις φτέρνες μας. Το ερκοντίσιον βαριέται τη δροσιά. Το καρπούζι τα κουκούτσια, τα φιλιά βαριούνται τα σάλια. Οι ψυχές μας βαριούνται το σώμα μας. Κι αυτό το τελευταίο τα κάνει αυτόματα όλα πιο βαρετά.
Το μέτρημα παγωτών φαίνεται κάπως παιδιάστικο, το μέτρημα βουτιών κάπως απογοητευτικό, το μέτρημα φιλιών κάπως ανώριμο, το μέτρημα προορισμών κάπως θλιβερό. Φέτος στις ειδήσεις δεν άκουσα ούτε ένα ρεπορτάζ “Οι πολίτες ξεχύθηκαν στις παραλίες”. Ποιός να το ‘λεγε πως στο αστικό περιβάλλον θα σημειωθούν υψηλότερα ποσοστά πνιγμών.
Οι άλλοι μπορούν να σ’αγαπάνε.
Εγώ
θα σε τρυφερώ.
Η τρυφεράδα θα σώσει τον κόσμο.
Γράφω γιατί αλλιώς θα σκάσω.